Μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ προφήτη
Στὶς 2 Μαΐου 2010 ἀνακηρύχθηκε ἅγιος ὁ Σέρβος ἱερομόναχος Ἰουστίνος Πόποβιτς (1894-1979) καὶ ἡμέρα μνήμης του ὁρίστηκε ἡ 14η Ἰουνίου. Ὡς θεολόγος ὁ π. Ἰουστίνος εἶχε γίνει γνωστὸς στὸν ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ χῶρο πολλῶν χωρῶν – ὁπωσδήποτε τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. Μὲ τὴν θεολογία του καὶ τὴν στάση ζωῆς του συνέβαλε ἐξαιρετικὰ στὴ διαμόρφωση ὄχι μόνο μιᾶς θεολογικῆς ὀπτικῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τοπίου, πράγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἔκδηλο στὴν γήινη πατρίδα του, ἀλλὰ ἔχει ἀποτυπώματα καὶ εὐρύτερα στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο.
Ὅσα χάρισε στοὺς ἀνθρώπους μελετῶνται, ἐμπνέουν, ἑρμηνεύονται ἀκόμη – 130 χρόνια φέτος ἀπὸ τὴν γέννησή του καὶ 45 ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό του ἦταν ἡ ὁρμητικότητα καὶ συχνὰ ἡ ὀξύτητα μὲ τὴν ὁποία διατύπωνε τὴν ἀποφασιστικὰ φιλάνθρωπη θεολογία του, ὁρμητικότητα καὶ ὀξύτητα ὅπως αὐτὴ ποὺ συναντᾶμε σὲ προφῆτες σὰν τὸν Ἠλία, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶχε γράψει ὅτι «ἐμέθυε τῷ ζήλῳ». Ἔτσι, στὶς δεκαετίες ποὺ ἔχουν σωρευτεῖ, φαίνεται ὅτι ἡ βαθιὰ σκέψη του (ποὺ διατυπωνόταν μὲ πλούσιους –συχνὰ ἀδιανόητους– νεολογισμοὺς καὶ μὲ κατηγορηματικὲς ἐκφράσεις) ἄλλους τοὺς προσκαλεῖ σὲ ἐμβαθύνσεις, ἄλλους ὅμως τοὺς κρατᾶ σὲ μία ἐπιδερμικὴ ἀνάγνωση: σὲ ἀβαθῆ ἀντιδυτικισμὸ καὶ σὲ ἀπόρριψη τοῦ διαλόγου. Ἡ σεβαστικὴ σπουδὴ λοιπὸν τοῦ πνευματικοῦ πλούτου τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Νέου καὶ ἡ διεισδυτικὴ κατανόησή του εἶναι κυριολεκτικὰ χρειαζούμενο ἐργόχειρο σήμερα.
Χαρακτηριστικὸ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος εἶναι ὁ ἐκτενὴς σχολιασμὸς στὸν ὁποῖο εἶχε προβεῖ ὁ Παναγιώτης Νέλλας τὸ 1971 (δέκα χρόνια πρὶν ἐκδοθεῖ ἡ Σύναξη) γιὰ τὸ ἐμβληματικὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰουστίνου Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, τὸ ὁποῖο εἶχε κυκλοφορήσει στὰ Ἑλληνικὰ τὸ 1969. Αἰσθανόμενοι τὸ εἰδικὸ βάρος αὐτοῦ τοῦ σχολιασμοῦ, καὶ ἔχοντας κατὰ νοῦ καὶ συζητήσεις μας μὲ τὸν Παναγιώτη, τὸν ἀναδημοσιεύσαμε στὴν Σύναξη τὸ 2011 (τ. 118, σσ. 68-78). Σημειωτέον ὅτι καθένας τους παρακολουθοῦσε μὲ ἀγάπη τὸ ἔργο τοῦ ἄλλου, σὲ κάποια μάλιστα ἐπιστολή του ὁ π. Ἰουστίνος ἀναφέρθηκε στὸν ἐν λόγῳ σχολιασμὸ τοῦ Νέλλα (βλ. στὸ παρὸν ἀφιέρωμα τὴν ἑνότητα μὲ ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου).
Ἡ ματιὰ τοῦ Παναγιώτη Νέλλα ἦταν ξεκάθαρα θετικὴ γιὰ τὸ βιβλίο, οὐσιαστικὰ γιὰ τὴν ὅλη συμβολὴ τοῦ π. Ἰουστίνου. Ταυτόχρονα ὅμως, ἔκανε μὲ λεπτότητα κάποιες κριτικὲς ἐπισημάνσεις, οἱ ὁποῖες καὶ ἔχουν ἀποδειχτεῖ διορατικὲς σὲ σχέση μὲ τὶς τροχιὲς τῶν θεολογικῶν μας πραγμάτων. Ἔγραφε, ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, ὁ Νέλλας:
«Τὸ βιβλίον ἐδημιούργησε πολλὰς συζητήσεις, συχνὰ δὲ καὶ παρεξηγήσεις. Ἡ πυκνότης τοῦ ὕφους καὶ ἡ ἀπολυτότης τῶν θέσεών του τὸ καθιστοῦν εἰς πολλοὺς δυσνόητον καὶ εἰς ἄλλους, ὅσον ἀφορᾶ εἰς μερικὰ τουλάχιστον σημεῖα του, “ἀποκρουστικόν”» (σ. 68).
«Κατ’ ἀρχὰς τὸ βιβλίον κρίνει τὴν σύγχρονον ζωήν. Ἡ σκληρότης ἡ ὁποία ὑπάρχει εἰς μερικὰς σελίδας, ὁ σαφὴς καὶ διάχυτος ἀντιευρωπαϊσμός του πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ὑπὸ τὸ πρίσμα αὐτό […]. Ἡ σκληρότης αὕτη εἶναι πράγματι ἀδυσώπητος. Ἀπέχει ὅμως πολὺ ἀπὸ τοῦ νὰ ὀφείλεται εἰς ἕνα ἁπλοῦν συντηρητισμόν. Παρουσιάζεται τεκμηριωμένη καὶ ἔλλογος, συγγενεύουσα περισσότερον πρὸς τὴν εὐαγγελικὴν καὶ ἁγιοπατερικὴν θεραπευτικὴν παιδαγωγίαν παρὰ πρὸς τὸν τυφλὸν φανατισμόν. Καλεῖται συνεπῶς ὁ ἀναγνώστης νὰ μὴ προσκόψῃ ἐξωτερικῶς ἐπ’ αὐτῆς, ἀλλὰ νὰ προσπαθήσῃ νὰ φθάσῃ εἰς τὴν αἰτίαν της, ἡ ὁποία θὰ τοῦ ἀποκαλύψῃ ἴσως μέχρι ἑνὸς σημείου καὶ τὴν αἰτίαν τῆς συγγραφῆς τοῦ βιβλίου» (σ. 71).
«Ὅπως ὁ Ἄρειος –εὐλαβὴς κατὰ τὰ ἄλλα καὶ μὲ ἀγάπην διὰ τοὺς ἀνθρώπους–, οὕτω καὶ ὁ σύγχρονος οὑμανιστικὸς Χριστιανισμὸς ἔχει στοιχεῖα θετικὰ καὶ μερικῶς ἀξιέπαινα. Ἡ περικλειόμενη ὅμως εἰς αὐτὸν αἵρεσις εἶναι τόσο κεντρική, ὥστε κινδυνεύει νὰ ἀλλοιώσῃ καὶ νὰ ἀνατρέψῃ ἐκ βάθρων ὁλόκληρον τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ π. Ἰουστῖνος, θέτων τὸν δάκτυλον ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων, προσπαθεῖ, ἀξιολογῶν τὰς λεπτομερείας ὡς λεπτομερείας, νὰ ἐπισημάνῃ τὴν κεντρικὴν πληγήν […]. Αὐτὸ εἶναι, ἐὰν κατανοοῦμεν ὀρθῶς, τὸ παιδαγωγικὸν καὶ θεραπευτικὸν νόημα τοῦ εὐαγγελικοῦ καὶ προφητικοῦ χαρακτῆρος τῆς σκληρότητός του» (σ. 72).
«Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ διατυπωθῇ διὰ μερικὰ σημεῖα τοῦ βιβλίου καὶ μία ἐπιφύλαξις. Πρόκειται διὰ τὴν ἀπορίαν, τὴν ὁποία δημιουργεῖ ἡ ἀπολυτότης μὲ τὴν ὁποίαν καταδικάζεται, εἰς τὰ πρῶτα κυρίως μελετήματα τοῦ βιβλίου, ὁ πρὸ καὶ ἐκτὸς Χριστοῦ ἄνθρωπος. […] Ἡ ἄθεος ζωὴ εἶναι ὄντως χάος, ἡ ζωὴ ὅμως καθ’ ἑαυτὴν ἠμπορεῖ βεβαίως νὰ μὴ εἶναι φῶς, δὲν εἶναι ὅμως οὔτε χάος καὶ ἔρεβος. Γνωρίζομεν ἐξ ἄλλου ἀσφαλῶς ὅτι ἡ πρὸ Χριστοῦ παιδεία τοῦ Σωκράτους, ὅπως καὶ ἡ ἐκτὸς Χριστοῦ παιδεία τοῦ Gandi δὲν εἶναι “ζούγκλα”…» (σ. 75· χωρὶς τὸν Χριστὸ ὅμως –συνεχίζει– εἶναι καταδικασμένα σὲ μαρασμὸ καὶ θάνατο). […] «Παρακαλεῖται συνεπῶς ὁ σύγχρονος καὶ μὴ ἐξοικειωμένος μὲ τὴν πατερικὴν σκέψιν ἀναγνώστης νὰ μὴ προσκόψῃ εἰς μερικὰς σκληρὰς τυχὸν ἐξωτερικὰς λέξεις, ἀλλὰ νὰ προσπαθήσῃ νὰ φθάσῃ εἰς τὴν οὐσίαν τοῦ βιβλίου καὶ ἐκεῖ νὰ ἐπιμείνῃ. Παρακαλεῖται δὲ καὶ ὁ συντηρητικὸς καὶ “παραδοσιακὸς” μαχητὴς νὰ ὑποβληθῇ εἰς τὸν κόπον νὰ κατανοήσῃ τὴν πραγματικὴ σκέψιν τοῦ συγγραφέως καὶ νὰ μὴ μετατρέπῃ εὐκόλως τὸ βιβλίον εἰς ὁπλοστάσιον φανατικοῦ συντηρητισμοῦ… Ἡ διπλὴ αὐτὴ παράκλησις ἰσχύει κυρίως, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν κατανόησιν τοῦ κατ’ ἐξοχὴν δυσκολονόητου ἄρθρου, τοῦ ἀφιερωμένου εἰς τὴν Β΄ σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, “Σκέψεις περὶ τοῦ ‘ἀλαθήτου’ τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου”» (σ. 76).
«Ἀποτελεῖ δὲ ἀναμφισβητήτως ἔλλειψιν σεβασμοῦ πρὸς τὸν συγγραφέα της τὸ νὰ τὴν μετατρέψῃ κανείς [τὴν φράση τοῦ π. Ἰουστίνου περὶ τριῶν πτώσεων στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Πάπα] εἰς σύνθημα ἀντιδυτικόν» (σ. 77). «Ὁ λόγος εἶναι σκληρός. Εἶναι ὅμως σωστικός. Τουλάχιστον ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι ἀποκαθαίρει τὴν ἀτμόσφαιραν καὶ φωτίζει τὸ πρόβλημα» (σ. 78).
«Βεβαίως εἶναι ἀνάγκη νὰ λεχθῇ ὅτι καὶ εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἐπραγματοποιήθησαν κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετίας εἰς τὴν Δύσιν βήματα σημαντικά. Τὰ βήματα αὐτὰ ἄφησαν ἔκδηλα τὰ ἴχνη των καὶ εἰς τὴν Β΄ σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ. Ὁ π. Ἰουστῖνος διὰ λόγους πρακτικοὺς δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ παρακολουθήσῃ ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὴν σύνοδον καὶ νὰ ἴδῃ τὰς συγκεκριμένας ἀναζητήσεις τῶν συγκεκριμένων ἀνθρώπων, νὰ ψηλαφήσῃ τὰ ἴχνη. Αὐτὸ δὲ εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωσιν, καὶ εἰς μερικὰς περιπτώσεις τὴν βεβαιότητα, ὅτι μερικαὶ ἄξιαι πάσης ἀναγνωρίσεως καὶ ἐπαίνου δυτικαὶ ἐκκλησιαστικαὶ προσπάθειαι καὶ πραγματικότητες ἀγνοοῦνται εἰς τὴν ἐσωτερικὴν ποιότητά των καὶ ὅτι, κατὰ συνέπειαν, ἀδικοῦνται» (σ. 78).
Τὸ ἀφιέρωμά μας λοιπόν, κρατώντας, κατὰ κάποιον τρόπο, τὸ νῆμα τοῦ Παναγιώτη Νέλλα ἐπικεντρώνει σὲ αὐτὴ τὴν δουλειὰ ποὺ χρειαζόμαστε: Στὴν λεπτὴ καὶ διεισδυτικὴ ἀνάγνωση τῶν κόπων τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, μὲ διάκριση, εὐγνωμοσύνη καὶ ψηλάφηση ἐκείνων τῶν μειζόνων κριτηρίων τῆς πίστης, στὰ ὁποῖα ὅλοι ὑποκείμεθα καὶ ὅλα ὑπόκεινται.
Τὸ τεῦχος (τὸ ὁποῖο εὐτυχεῖ νὰ ἀποτυπώνει τὴν μαρτυρία μαθητῶν τοῦ ἁγίου, καὶ μαθητῶν τῶν μαθητῶν του) ἀνοίγει μὲ τὴν παρουσίαση τοῦ βίου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου ἀπὸ τὸν π. Ντούσαν Ντιάκοβιτς. Κατόπιν μιὰ σειρὰ μελετημάτων φωτίζει πλευρὲς τῆς θεολογίας του, ἀκριβῶς πάνω σὲ στασιαζόμενα ζητήματα. Ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος Μίντιτς μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιδιάκονο Ζλάτκο Μάτιτς, καθὼς καὶ ὁ μακαριστὸς ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς ἐξηγοῦν τὴν θέση του ἀπέναντι στὸν Οἰκουμενισμό. Τὸ κείμενο τοῦ ἐπισκόπου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς ἐπαναλαμβάνει συζητήσεις του μὲ τὸν ἅγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη γιὰ τὴν ὁρμητικότητα τοῦ Σέρβου ἀββᾶ. Ὁ Διονύσιος Σκλήρης ἑρμηνεύει τὴν σκέψη τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου ὄχι ὡς ἀπόρριψη, ἀλλὰ ὡς γονιμοποίηση τῶν αἰτημάτων τῆς Δυτικῆς νεωτερικότητας. Ὁ Βλάντιμιρ Τσβέτκοβιτς ἐπιχειρεῖ ἀποκρυπτογράφηση τῆς στάσης του ἀπέναντι στὴν Εὐρώπη καὶ ὁ Σταῦρος Γιαγκάζογλου συζητᾶ μὲ τὸ βιβλίο του Φιλοσοφικοὶ κρημνοί, τὸ ὁποῖο κρίνει τοὺς εὐρωπαϊκοὺς οὑμανισμούς. Ὁ δὲ Ζντένκο Σίρκα μελετᾶ τὴν ἀντίληψή του γιὰ τὸν Προτεσταντισμό.
Στὴ συνέχεια δημοσιεύουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν πλούσια ἀλληλογραφία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, τὰ ὁποῖα μεταφράζονται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ Ἑλληνικά. Σὲ αὐτὰ ἀποτυπώνεται ἡ σχέση του μὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ ἔχουν τὸ μερδικό τους στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογικὴ πορεία, καὶ καταδεικνύεται ἡ ἐκ μέρους του γνώση κι ἐκτίμηση τῶν τεκταινομένων στὸν ἑλληνόφωνο χῶρο. Καὶ ἐδῶ χρειάζεται ἡ λεπτὴ καὶ διεισδυτικὴ ἀνάγνωση, τὴν ὁποία βοηθοῦν τὰ σχόλια τῆς μεταφράστριας Ντράγκιτσας Τάντιτς. Ἕνα εἰσαγωγικὸ σημείωμα τοῦ Ντέγιαν Ρίστιτς κατατοπίζει γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν ἐπιστολῶν ἀπὸ τὴν ἱ. Μονὴ Τσέλιε, ὅπου ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ἦταν πνευματικός. Ἡ ἄδεια τῆς Μονῆς νὰ τὶς μεταφράσουμε εἶναι γιὰ μᾶς εὐλογία.
Πάντα οἱ μικροί μας κόποι παλεύουν μὲ ζητήματα μεγαλύτερά τους. Εἶναι κόποι ποὺ πασχίζουν νὰ κάνουν τὴν σκέψη, τὸν ἀναλογισμό, τὴν κρίση, ὅλα προσ-ευχή. Καὶ μᾶς κρατᾶ στὴν ἐλπίδα ἡ φράση τοῦ π. Ἰουστίνου, «δὲν ὑπάρχουν μικρὲς προσευχές. Κάθε προσευχὴ εἶναι στύλος ἀπὸ τὴν γῆ ὣς τὸν οὐρανό!».
Θ.Ν.Π.
Περισσότερα: εδώ
Πηγή: Σύναξη