ΜΕ ΒΑΣΗ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ
Οι διαθέτοντες γρηγορούσα ιστορική συνείδηση και οξυμμένο πνευματικό αισθητήριο είχαν επισημάνει ότι ένας από τους παράγοντες της τραγικής αποτυχίας του «ατυχούς» λεγόμενου Ελληνο-τουρκικού πολέμου του 1897 ήταν η αδιαφορία των κρατούντων της εποχής να έχουν προνοήσει για τη συγκρότηση επαρκώς στελεχωμένης Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν καθόλου στρατιωτικοί ιερείς για να συνοδεύσουν στην πολεμική εκστρατεία του ελληνικό στράτευμα. Το γεγονός αυτό, ισχυρίζονταν, επέδρασε αρνητικά στο αξιόμαχο των ελληνικών δυνάμεων και συνέτεινε -μαζί με άλλους, οπωσδήποτε, παράγοντες- στην ταπεινωτική ήττα.
Το πιο καταλυτικό επιχείρημα υπέρ της αιτιώδους αυτής συνδέσεως ανάμεσα στην παρουσία ιερέων στο στράτευμα αφενός και στο αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αφετέρου -και τούτο ανεξάρτητα από το ποσοστό αλήθειας ή τον βαθμό υπερβολής της εν λόγω κρίσεως- δεν διατυπώθηκε τόσο από κάποιον επιφανή θεωρητικό ή φίλοπάτριδα εκκλησιαστικό παράγοντα ή ακόμα-ακόμα από κάποιον αρμόδιο εκπρόσωπο της Ελληνικής Πολιτείας όπως πράγματι αυτό συνέβη σε συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων∙ διατυπώθηκε, κυρίως από έναν απλό, ολιγογράμματο στρατιώτη των Βαλκανικών Πολέμων, ο οποίος στο προσωπικό του ημερολόγιο αποτύπωνε ένα ακαταμάχητο πρακτικό επιχείρημα ζωής. Συγκεκριμένα, όταν είχε μεταβεί ο ιερέας του συντάγματός του -ένας από τους σαράντα περίπου στρατιωτικούς ιερείς των Βαλκανικών Πολέμων- στα ταμπούρια, στην πρώτη γραμμή του μετώπου, να αγιάσει αυτόν και τους συμπολεμιστές του κατά την ημέρα της πρωτάγιασης, χάραζε τις ακόλουθες γραμμές στο προσωπικό του ημερολόγιο: 5 Ιανουαρίου 1913. Σήμερα ημέρα της πρωτάγιασης ήρθε ο παπάς μας και μας άγιασε στα ταμπούρια. Δόξα σοι ο Θεός! τώρα και να σκοτωθώ για την πατρίδα δεν με μέλλει, είμαι ευχαριστημένος δεν θα με φάνε τα κοράκια σαν το ‘97∙ ο παπάς θα με θάψει. Πολύ καλά έκανε ο Μητροπολίτης και έστειλε τους παπάδες στο στρατό… […]
(Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου)
Περιεχόμενα του βιβλίου: εδώ
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ