Φθινοπωρινὰ Ποικίλα (Προλογικό 175ου Τεύχους)
Τὸ τεῦχος ἐτοῦτο στεγάζει κείμενα ποικίλης θεματικῆς, μὲ κοινὴ ὅμως ραχοκοκαλιά – ὅπως συμβαίνει πάντα μὲ τὰ ποικίλα τεύχη μας. Ἡ ραχοκοκαλιὰ ἐδῶ εἶναι ἡ ἔγνοια ὅτι ἀδιάκοπα χρειαζόμαστε κεντρίσματα γιὰ ζητήματα ποὺ παραμένουν ἀνοιχτὰ καὶ ποὺ πρέπει νὰ μὴ λησμονιέται ὅτι παραμένουν ἀνοιχτά.
Τὸ τεῦχος ἐκδίδεται φθινοπωριάτικα, δηλαδὴ ἐποχὴ γλυκιά, ἐποχὴ ποὺ σηματοδοτεῖ νέες ἐνάρξεις στὶς ἐτήσιες ἀσχολίες μας. Ὡστόσο ἡ συγκυρία τὴν ὁποία ζεῖ ὁ πλανήτης μας –καὶ φυσικὰ ἡ κοινωνία μας– εἶναι συγκυρία δίχως γλύκα. Συγκυρία ἡ ὁποία πεισματικὰ ἀποσπᾶ καὶ παράλογα τονίζει τὸ πρῶτο μονάχα συνθετικὸ τῆς λέξης Φθινόπωρο: τὴν φθίση – τὴν αἴσθηση μείωσης καὶ παρακμῆς. Ἡ ἀγωνία καὶ ἡ ἀνασφάλεια, οἱ πόλεμοι καὶ ἡ ἀποθέωση τῆς ἰσχύος κάνουν τὴν συγκυρία δυστοπική, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐδῶ ἔγκειται τὸ μεγάλο στοίχημα: Ἡ βίωση φθίσης οὔτε νὰ συνεπάγεται συναίνεση οὔτε καὶ νὰ μένει ἀτουφέκιστη. Τὰ κεντρίσματα λοιπὸν ποὺ ἐπιχειρεῖ τὸ τεῦχος ἐκφράζουν τέτοιας λογῆς στάση. Ὥστε ἡ καλὴ ἡ ἔγνοια, ἡ ξαγρύπνια γιὰ τὰ σπουδαῖα τῆς ζωῆς, ἡ ἄρνηση παραίτησης ἀπ’ τὴν ἐλπίδα καί –ἐν τέλει– ἡ λαχτάρα γιὰ γλύκα φθινοπωρινὴ νὰ ἀνοίγουν προοπτικὲς μὲ νόημα καὶ ἀναμετρήσεις μὲ τὸ νόημα. Κάπως σὰν τὸ ποίημα (μήπως προσευχή;) τοῦ Ρίλκε:
Μέρα φθινοπώρου
Κύριε: εἶναι καιρός. Τὸ θέρος τράβηξε πολύ.
Ρίξε τὸν ἴσκιο σου στοῦ ἥλιου τὰ ρολόγια,
λύσ’ τοὺς ἀνέμους σου στὸν κάμπο τὸν πλατύ.
Πρόσταξε τὰ στερνά σου φροῦτα νὰ μεστώσουν,
δῶσ’ τους δυὸ μέρες πιὸ πολλὲς καλοκαιριά,
σπρῶξ’ τα τὸ ἔργο τους ἐκεῖνα νὰ τελειώσουν,
διῶξε τὴ γλύκα τους μὲς στὰ βαριὰ κρασιά.
Ὅποιος δὲν ἔχει σπίτι τώρα, δὲν θὰ χτίσει.
Μόνος ἂν ἔμεινε, ἔτσι θά ’ναι γιὰ πολύ,
θὰ στέλνει γράμματα, πιὰ μάτι δὲν θὰ κλείσει,
μὲς στὶς ἀλλέες θὰ γυρνᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ
καθὼς τὰ φύλλα θὰ μαδοῦν πάνω στὴ γῆ.[1]
Τὸ τεῦχος τὸ ἀνοίγει σχόλιο τοῦ π. Βασίλειου Ἀργυριάδη σὲ μιὰ εὐαγγελικὴ παραβολὴ χαρακτηριστικὴ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ Φθινοπώρου: στὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως ἤ (θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε) στὴν παραβολὴ γιὰ τὴν ἄσκηση στὴν δεξίωση τοῦ σπόρου. Στὴ συνέχεια ὁ π. Ἀντώνιος Πινακούλας ἀνατέμνει τὴν αὐτοβιογραφία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ (1896-1993) ὡς ἐγχείρημα νεωτερικό – ὡς συνάντηση δηλαδὴ τῆς πίστης μὲ τὰ νεωτερικὰ μοτίβα καὶ προτάγματα. Ὁ Δημήτρης Μόσχος ἀποκαλύπτει τὸν πλοῦτο, τὴν συνθετότητα, ἀκόμα καὶ τὴν πολυφωνία ποὺ ἔχει ἀποτυπωθεῖ στὸ Γεροντικό, τὴν συλλογὴ περιστατικῶν καὶ ἀποφθεγμάτων ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Σωτήρης Δεσπότης ἐρευνᾶ τὴν δράση γυναικῶν οἱ ὁποῖες ἄρθρωσαν θεολογικὸ λόγο καὶ ἐπιχείρησαν κοινωνικὴ παρέμβαση στὴ νεώτερη Ἑλλάδα καὶ εἰσηγεῖται ἀναστοχασμὸ τῶν ὁρισμῶν ποὺ δίνονται στὸ παραδοσιακό, τὸ καινοτόμο καὶ τὸ μεταρρυθμιστικό. Ὁ Αὐγουστὴς Μπάλκας συνεχίζει τὴν ἔρευνα γιὰ τὴν ἀμφιλεγόμενη μορφὴ καὶ τὴν ὀδυνηρὴ κατάληξη τοῦ νεοέλληνα κληρικοῦ διαφωτιστῆ Θεόφιλου Καΐρη (1784-1853).
Ὁ π. Ἐμμανουὴλ Κλάψης φέρνει σὲ διάλογο τὴν «Μαύρη Θεολογία» (ἕνα ρεῦμα τῆς Θεολογίας τῆς Ἀπελευθέρωσης, φωνὴ τῶν ἐξουθενωμένων Ἀφροαμερικανῶν) μὲ τὴν Ὀρθόδοξη συνείδηση, καὶ συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀνάγκης γιὰ σπουδὴ καὶ γιὰ κριτικὸ διάλογο, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει πάντα ἑτοιμότητα καὶ προθυμία. Κατόπιν ὁ Κωνσταντίνος Γιαννούλης καὶ ἡ Βαΐτσα Γιαννούλη ἐξετάζουν τὶς θεολογικὲς ἀφορμὲς ἢ ἀναφορὲς τοῦ ζωγράφου Σαλβατὸρ Νταλί (1904-1989), οἱ ὁποῖες ἀφθονοῦν στὰ ἔργα του, παρὰ τὶς δηλώσεις τοῦ ἴδιου περὶ ἀθεΐας του. Ἡ δὲ Ἐβελίνα-Στεφανία Ντένμπεκ φωτίζει μιὰ πλευρὰ τῆς παλαιστινιακῆς συνάφειας στὰ χρόνια του Χριστοῦ, ἀποκρυπτογραφεῖ τὰ συμφραζόμενα καὶ τὶς συνδηλώσεις ποὺ εἶχε ἡ ἐνδυμασία τῶν διαφορετικῶν ἐθνοτικῶν ἢ κοινωνικῶν ὁμάδων.
Ὅπως κάθε τεῦχος Σεπτεμβρίου, ἔτσι καὶ τοῦτο κλείνει μὲ τὴν ἀνάγνωση – ἀξιολόγηση κάποιου ἀξιόλογου ἔργου. Αὐτὴ τὴ φορά, τοῦ ἐν γένει ἔργου τοῦ Ἰταλοῦ φιλοσόφου καὶ ψυχαναλυτῆ Μάσιμο Ρεκαλκάτι (Massimo Recalcati), τὸν ὁποῖο διαβάζουν ὁ π. Εὐάγγελος Γκανᾶς, ὁ π. Χρυσόστομος Τύμπας καὶ ἡ Βασιλικὴ Πηγὴ Χριστοπούλου.
Καὶ ὑπενθυμίζουμε τὸ αἴτημα:
Κύριε […] λύσ’ τοὺς ἀνέμους σου στὸν κάμπο τὸν πλατύ.
Παραχρῆμα ὑπενθύμιση ὅτι ἡ δεξίωση τῶν ἀνέμων ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο σημαίνει στάση ἔμπρακτη καὶ ἔμπονη.
Θ.Ν.Π.
[1] «Rainer Maria Rilke (1875-1926), Δέκα Ποιήματα (μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης)», Ποιεῖν, https://short url.at/QKt21
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ»