ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Κ. ΜΠΟΛΤΕΤΣΟΣ
Δρ. Ποιμαντικής Θεολογίας & Μεθοδολογίας
Ποιμαντικές λύσεις σε προβλήματα Διαποίμανσης
από τις «Πράξεις των Αποστόλων»
Η καταγραφή των ποιμαντικών προβλημάτων, που αντιμετώπισε η αρχαϊκή, η πρώτη Εκκλησία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και φυσικά η ανάδειξη των θεόπνευστων λύσεων, που δόθηκαν κατά περίπτωση, συναποτελούν μία εξαιρετικά σημαντική ενότητα για την αναζήτηση ποιμαντικών αρχών και τρόπων, τακτικών και μεθόδων, στο πλαίσιο της Καινής Διαθήκης, για την επιτυχή και ευλογημένη άσκηση του ποιμαντικού έργου της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η αξία τους φαίνεται ιδιαιτέρως όταν ο εντοπισμός τους φανερώνει πολλές φορές και τις συνέπειές τους για τη ζωή και τη γενικότερη ποιμαντική πράξη της Εκκλησίας και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου, παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Θα μπορούσε να πει κανείς, πως ολόκληρη η Αγία Γραφή είναι το Βιβλίο, που δίνει λύσεις σε προβλήματα[1]. Ήδη από την αρχή της η Παλαιά Διαθήκη, αναφέρεται στο μεγάλο «πρόβλημα» του Βιβλίου της Γένεσης. Περιστρέφεται, δηλαδή, γύρω από τον άνθρωπο, το πρόβλημα της επιλογής που αντιμετώπισε, και το «πρόβλημα», που προέκυψε στη συνέχεια για τον ίδιο τον Θεό, όταν πια ο άνθρωπος είχε υποκύψει στον πειρασμό. Η ουσία του προβλήματος αφορούσε στο πώς θα μπορούσε κατόπιν να σωθεί ο δυστυχής άνθρωπος της πτώσης. Λύση, όμως, βρέθηκε και δόθηκε με την Καινή Διαθήκη και την ενανθρώπηση του ίδιου του Ιησού Χριστού.
Σχετικά με το ζήτημα της προβληματολογίας, πολλοί πιστεύουν πως κάθε πρόβλημα είναι κάτι αρνητικό. Ο ίδιος, όμως, ο Κύριος Ιησούς αντιμετώπισε παρόμοιο πρόβλημα με αυτό των πρωτοπλάστων, κατά τη διάρκεια των «πειρασμών» Του. Αυτή τη φορά, όμως, το πρόβλημα εξελίχθηκε σε ευκαιρία να φανερώσει ο Χριστός την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή Του προς τον Πατέρα.
Επομένως, τα προβλήματα δεν αποτελούν απαραιτήτως απόλυτη και αδιάψευστη ένδειξη … «κακοτυχίας». Αντίθετα, η ισορροπημένη αντιμετώπισή τους και η υιοθέτηση της ενδεδειγμένης λύσης τους, φανερώνει στην πραγματικότητα την ακριβή πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.
Έχει, λοιπόν, ιδιαίτερη αξία να μελετάμε το πώς η Εκκλησία, μέσα από τη σοφία Της και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, δίνει λύσεις στα συνεχή προβλήματα, που της δημιουργούν οι αδύναμοι, επιρρεπείς σε κάθε πειρασμό και αντιδραστικοί πιστοί Της. Το σκεπτικό, άλλωστε, αυτό έχει τη δική του ποιμαντική δυναμική. Η Εκκλησία αντιμετωπίζει τα προβλήματα, που ανακύπτουν κατά την πορεία Της, χωρίς μεμψιμοιρίες, αλλ΄ όμως με προσευχή και εμπιστοσύνη στο Θεό. Το ίδιο, όπως φαίνεται, οφείλουν να πράττουν, κατ΄ αντιστοιχία, και τα μέλη Της.
Τα Ποιμαντικά Προβλήματα αναδεικνύονται μέσα από την ξεχωριστή επίδραση, που άσκησαν κατά τη χρονική περίοδο, που εκδηλώθηκαν, αλλά επίσης και από τις συνέπειές τους στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον, τόσο στην ποιμαντική πρακτική της Εκκλησίας, όσο και στις ποιμαντικές οδηγίες, που ώθησαν την Εκκλησία να δώσει σχετικά.
Διαπιστώνουμε πως, αναλογικά με τη σχέση που αυτά έχουν τα προβλήματα με την ποιμαντική πράξη καθ΄ αυτή, αντίστοιχα διακρίνονται τρεις υποδιαιρέσεις των ποιμαντικών προβλημάτων, που προκύπτουν[2].
Έτσι, έχουμε προβλήματα:
α) κατά την άσκηση της Ποιμαντικής (θετική ποιμαντική),
β) από τη μη δυνατότητα άσκησης Ποιμαντικής (ουδέτερη ποιμαντική) &
γ) από την άσκηση της Αντιποιμαντικής (αρνητική ποιμαντική).
Είναι γεγονός πως όποιος ασχολείται με την Ποιμαντική, έχοντας ως βάση το περιεχόμενο των Πράξεων των Αποστόλων, δεν μπορεί να παραβλέψει τα προβλήματα, που καταγράφονται και με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι πρώτοι Χριστιανοί.
Άλλωστε, η θεολογική «ατζέντα» των Πράξεων, εκτός από τις αναφορές στη μορφή της πρώτης Εκκλησίας, περιέχει σε μεγάλο μέρος προβλήματα και διάφορα άλλα θέματα, που Αυτή αντιμετώπισε.[3]
Προβάλλοντας το όφελος αυτής της ενασχόλησης με τα ποιμαντικά προβλήματα και τις λύσεις τους, βλέπουμε πως είναι γενικά αποδεκτό πως «η επίλυση των πρακτικο-ηθικών προβλημάτων της καθημερινής ζωής των Χριστιανών μπορεί ενδεχομένως να γίνεται με διαφορετικό τρόπο όταν αλλάζουν οι εποχές και τα πρόσωπα. Αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να αγνοείται ή να παραθεωρείται η προγενέστερη εκκλησιαστική πρακτική»[4].
Πώς αντιμετωπίστηκαν, λοιπόν, περίπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν, τα πρώτα ποιμαντικά προβλήματα της αρχαϊκής Εκκλησίας; Είναι ενδιαφέρον να σκεφθούμε, πως ένας από τους πρώτους λύτες αυτών ακριβώς των ποιμαντικών προβλημάτων ήταν και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος τα μελετούσε σοβαρά και έδινε την εξειδικευμένη λύση και την απαιτούμενη προσοχή[5].
Επιγραμματικά, θεωρούμε πως με την παράθεση συγκεκριμένων αυτούσιων ποιμαντικών ζητημάτων, καταφέρνουμε «να δείξουμε τι χαρακτηρίζει την ύπαρξη σε έναν κόσμο στραμμένο προς το ιερό», καθώς «τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το παράδειγμα, το συγκεκριμένο γεγονός»[6].
1. Ποιμαντικά Προβλήματα κατά την άσκηση της Ποιμαντικής (θετική ποιμαντική)
Αυθεντικά Ποιμαντικά Προβλήματα, που οδηγούν την Εκκλησία του Χριστού σε δράσεις και αποφάσεις, έχουν να κάνουν με ζητήματα, που αναδεικνύονται μέσα από τη ζωή και την οργάνωσή Της και έχουν πρακτικές συνέπειες στην ιστορία και τη διδασκαλία Της.
Η εποχή των Πράξεων μέσα από τη σχετική καταγραφή του ιερού βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων» του Ευαγγελιστή Λουκά, μας δίνει αξιόλογο υλικό, που θα μπορούσε να διαπιστώσει κάποιος πως φανερώνει μία ακόμα πλευρά της εκκλησιαστικής Αγιοπνευματικής καθοδήγησης.
1.1 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 1,20-26
Θέμα: Η αναπλήρωση Αποστόλου, εις “Επισκοπήν”.
Υπόθεση: Μετά την απομάκρυνση του Ιούδα από τον κύκλο των Μαθητών του Κυρίου και το τραγικό του τέλος, έπρεπε να βρεθεί ο καταλληλότερος αντικαταστάτης.
Λύση: Αρχικά Πρόταση δύο προσώπων και κατόπιν Προσευχή και εκλογή με Κλήρο.
Ανάλυση: Υπάρχει μία ιδιαίτερη θεολογία πίσω από την αντικατάσταση του Ιούδα. Φαίνεται ότι το ζήτημα της αναπλήρωσης του φιλάργυρου πρώην μαθητή του Κυρίου έχει βαρύνουσα σημασία για το θέμα της αποστολικής συνέχειας και διαδοχής. Είναι επίσης μεγάλης θεολογικής σημασίας και το γεγονός «ότι η αναπλήρωση του Ιούδα λαμβάνει χώρα πριν από την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή»[7]. Επιπλέον, όπως φαίνεται από το σχετικό αγιογραφικό απόσπασμα, «η κατανόηση από τον ευαγγελιστή Λουκά τόσο της έννοιας της αποστολής, όσο και της έννοιας της επισκοπής, είναι καθαρά εσχατολογική»[8].
Ακόμα, «η εμφάνιση του Χριστού στους «ένδεκα», που στην βιβλική αριθμητική είναι «δώδεκα», δείχνει πως ο Ιούδας τελικά δεν βλάπτει την πληρότητα. Παρ΄ όλα αυτά, όμως, η Εκκλησία της αναστάσεως, προτού ακόμη οδηγηθεί στην Πεντηκοστή, σπεύδει αμέσως στην εκλογή του Ματθία (Πράξ. 1,12-26). … Αν ο Ιούδας δεν «βλάπτει» εσχατολογικά την πληρότητα, ο Ματθίας «ωφελεί» ιστορικά την Εκκλησία, γιατί η εκλογή του συσχετίζεται άμεσα με το ιστορικό έργο «της διακονίας και αποστολής (Πράξ. 1,25)»[9]. Μάλιστα, η απόφαση της αναπλήρωσης ενισχύεται ή και υπαγορεύεται, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά (1,20-21), από σχετική προφητεία των Ψαλμών (Ψαλμ. 108,8).
1.2 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 5,1-11
Θέμα: Απόπειρα”εξυβρίσεως του Αγίου Πνεύματος”.
Υπόθεση: Ένα ζευγάρι των πρώτων χριστιανών των Ιεροσολύμων, ο Ανανίας και η Σαπφείρα, υποκριτικά είπαν ψέματα στους Αποστόλους σχετικά με την αξία πώλησης κτήματός τους. Η κατηγορία που τους προσάφθηκε ήταν: “ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον”.
Λύση: Η λύση που δόθηκε ήταν παραδειγματική και δραστική. Και οι δύο πεθαίνουν αλληλοδιαδόχως μετά την αποκάλυψη του αμαρτήματός τους.
Ανάλυση: α) Σημειώσαμε το αυστηρό και δραστικό παραδειγματισμό, που εμπεριείχε η λύση που δόθηκε. Ήταν μια ασυνήθιστη, θα λέγαμε, λύση για το φιλάνθρωπο χριστιανικό πνεύμα και την κοινή πρακτική της Εκκλησίας. Θυμίζει, όμως, παράλληλα, τα λόγια του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου «πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10) και παραπέμπει στην πρακτική του Κυρίου με την «άκαρπη συκή», όταν «ἰδὼν συκῆν ἀπὸ μακρόθεν ἔχουσαν φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐλθὼν ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα· οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων. καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ· μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μηδεὶς καρπὸν φάγοι» (Μαρκ. 11,13-14). Θυμίζει, ακόμα, την απάντηση, που αυθόρμητα δόθηκε από όσους είχαν ακούσει την παραβολή με τους κακούς εργάτες του αμπελώνα του Κυρίου «κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς» (Ματθ. 21,41).
Συνεπώς, η δραστικότητα και η, κατά τα φαινόμενα, αυστηρότητα μπορεί να αποτελέσει, κατά περίπτωση, χαρακτηριστικό μιας λύσης, που συμβαδίζει με την ποιμαντική πράξη της Εκκλησίας, ως εφαρμογή των λόγων του Ευαγγελίου. Αρκεί, βέβαια, να περιβάλλεται από την αρετή της πνευματικής διάκρισης. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η επιλογή της κατάλληλης τιμωρίας-επιτιμίου για κάθε παράπτωμα-αμάρτημα, που θα παράσχει τον ανάλογο παραδειγματισμό τόσο στον επιτιμούμενο όσο και τους υπόλοιπους πιστούς, με στόχο την ψυχική ωφέλεια όλων.
β) Η υπόθεση, επιπλέον, μοιάζει με την ιστορία των πρωτοπλάστων, όπου μετά την ανυπακοή και την υποκρισία απέναντι στον παντογνώστη Θεό, απομακρύνθηκαν από κοντά Του, έχοντας, πλέον, την προοπτική του θανάτου σύμφυτη στη ζωή τους (Γένεση 3,22). Βασικά, στο σημείο αυτό των Πράξεων έχουμε το μοναδικό, ίσως, πραγματικά «θανάσιμο αμάρτημα», που δε συγχωρείται. Αυτό συμβαίνει, καθώς κάποιος, που ψεύδεται απέναντι σε ένα τόσο έντονα αποκαλυμμένο Άγιο Πνεύμα, δείχνει πως το αμφισβητεί και το αρνείται, δηλαδή το «εξυβρίζει»[10].
γ) Πέρα από το γεγονός ότι το αμάρτημα του ζευγαριού έχει να κάνει με την απόπειρα προσβολής και την αποδεδειγμένη άρνηση της δύναμης του Αγίου Πνεύματος, αντιλαμβανόμαστε ότι, ιδιαίτερα εκείνη τη χρονική περίοδο, η φιλαργυρία θα αντιμετωπιζόταν με ιδιαίτερα αρνητική ψυχική φόρτιση από την Εκκλησία και ιδιαίτερα από τους Μαθητές του προδομένου από τον Ιούδα Θεανθρώπου. «Με πόνον αναφέρουσι το γεγονός οι Άγιοι Ευαγγελισταί. Εις εκ του κύκλου των, νοσήσας φιλαργυρία, επώλησε τον Διδάσκαλον! … Η φιλοχρηματία διά μέσου των αιώνων πολλά δεινά επεσώρευσεν εις την Εκκλησίαν και εξακολουθεί να επισωρεύη ανεπανορθώτως και σήμερον!»[11].
Είναι ενδιαφέρουσα η ερμηνευτική παρατήρηση πως η πρώτη κρίση (το πρώτο πρόβλημα) στην ειδυλλιακή ζωή και ατμόσφαιρα της αρχαίας χριστιανικής κοινότητας δεν προκλήθηκε από κάποιον διωγμό από εξωτερικό παράγοντα, αλλά από μία προδοσία από μέσα[12]. Θα μπορούσαμε, ίσως, να θεωρήσουμε πως έχουμε ένα πρώτο περιστατικό ενδο-εκκλησιαστικού οικονομικού σκανδάλου. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες έκρυψαν την αποκτηθείσα περιουσία.
Βέβαια, δεν μιλάμε για … φοροδιαφυγή, αλλά για παραβίαση της θείας Ακρίβειας, ώστε να εξελίσσεται σε ένα σκάνδαλο κατά της θείας Οικονομίας. Η επισήμανση αυτή δεν έχει απλώς εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον. Έχει ποιμαντικό ενδιαφέρον, καθώς ο ευαγγελιστής Λουκάς καταγράφοντας μια λυπηρή κατάσταση, δηλώνει ότι όπου υπάρχει ανθρώπινος παράγοντας πάντοτε να περιμένουμε και την εκδήλωση της ανθρώπινης αδυναμίας. Δείχνει εντέλει πως είναι απαραίτητο να ελέγξει η Εκκλησία οποιαδήποτε παρασπονδία των πιστών, όσον αφορά την προσέλευση και προσέγγιση σε αυτήν με έλλειψη «φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης», παρά να συγκαλύψει ένα περιστατικό, που ίσως κάποιους να στενοχωρήσει ή και να προκαλέσει.
δ) Πάντως, την πρώτη Εκκλησία, όπως περιγράφεται και στα Ευαγγέλια, «απασχολούσε έντονα το ζήτημα της υποκρίσεως, της υποκρισίας, των υποκριτών. Τα «ουαί» του Κυρίου εναντίον των υποκριτών Γραμματέων και Φαρισαίων αντηχούν ακόμα στ΄αυτιά των πρώτων Χριστιανών (Ματθ. κγ΄13 κ.ε.). Ο Απόστολος Πέτρος είχε αντιμετωπίσει με πολλή αυστηρότητα την περίπτωση του Ανανία και της Σαπφείρας, που θέλησαν να φανερώσουν άλλα, απ΄αυτά που είχαν στην καρδιά τους (Πράξεις ε΄ 1-11)»[13].
ε) Επιπλέον, καθώς το περιστατικό με τον Ανανία και τη Σαπφείρα λαμβάνει χώρα στις απαρχές της εκκλησιαστικής ιστορίας, αυτός, ίσως, να είναι ένας επιπλέον λόγος για την εφαρμογή μιας τόσο ρηξικέλευθης λύσης. Για τον ίδιο λόγο, είναι πιθανό να υπήρξαν, κατά τα χρόνια εκείνα, τόσα πολλά, έντονα και θετικά φαινόμενα θεϊκής παρουσίας. Το όφελος ήταν, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση των πιστών, η ξεκάθαρη αποτύπωση των δομών της πίστης, η άμεση απομάκρυνση οποιουδήποτε ανθρώπου ή οποιασδήποτε νοοτροπίας θα μπορούσε να νοθεύσει τη νέα διδασκαλία.
Η εκδήλωση της χριστιανικής αγάπης, με τη μορφή της κοινοκτημοσύνης ή του κοινού ταμείου, αποτελούσε συνέπεια της ορθής βίωσης της νέας αυτής χριστιανικής διδασκαλίας. Είναι σημαντικό ότι η κοινοκτημοσύνη αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνικής ή πολιτικής ιδεολογίας.
Αφετηρία είχε την εκούσια εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον. «Τούτο αποδεικνύεται εκ των λόγων του Πέτρου προς τον Ανανίαν: «ουχί μένον (δηλ. μη πωλούμενον) σοι έμενε και πραθέν (πωληθέν) εν τη ση εξουσία υπήρχεν;» (Πραξ. ε΄3). Η κοινοκτημοσύνη λοιπόν ήτο εκουσία και ουχί απόλυτος, η δε αύξησις της κοινότητος κατέστησεν αδύνατον την διατήρησιν αυτής»[14]. Παρόλα αυτά, τελικά στην πράξη, η αρχή αυτή της κοινοκτημοσύνης «καίτοι δεν ήταν υποχρεωτική για τους πιστούς, δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα ή και ευνόητες επιφυλάξεις ως προς τη δίκαιη κατανομή των κοινών αγαθών από τους υπευθύνους, γι΄αυτό και τελικώς δεν επέζησε ως θεσμός. Παρέμεινε πάντοτε ως ιδανικό πρότυπο για την αλληλεγγύη των χριστιανών και για την προσφορά των πλούσιων μελών υπέρ των πτωχών του εκκλησιαστικού της σώματος»[15].
στ) Τέλος, όπως συμβαίνει συχνά με τα προβλήματα, το αντιπαράδειγμα της φιλοχρηματίας έχει τον αντίποδά του σε ένα αξιόλογο και επαινετό παράδειγμα της υπέρβασης του χρήματος.
Αναφέρεται, λοιπόν, το παράδειγμα κάποιου, που έχοντας χρήματα δεν υποτάχθηκε σε αυτά αλλά τα υπέταξε «παρὰ τους πόδας των αποστόλων». Είναι το παράδειγμα αυτού του πιστού, που αντιμετώπισε το πρόβλημα με τέτοιο τρόπο, ώστε εμφανίσθηκε υπεράνω των υλικών αγαθών, ως γνήσιος μαθητής του Χριστού. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο Ιωσής (4,36-37), ο πρόθυμος βοηθός στο έργο της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό του δόθηκε από τους Αποστόλους το όνομα Βαρνάβας, το οποίο ερμηνεύεται ως «υιός παρακλήσεως». Είναι αξιοπρόσεκτο, πως στο πρόσωπο αυτό, που προβάλλεται από τις Πράξεις, αντιπροσωπεύεται η ένωση Ιουδαίων και Εθνικών, καθώς από τη μία πλευρά είναι Λευίτης και διάκονος του Ναού των Ιεροσολύμων και από την άλλη πλευρά η καταγωγή του είναι από την Κύπρο, μία κατεξοχήν περιοχή Εθνικών[16].
1.3 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 6,1-6
Θέμα: Η άσκηση ποιμαντικής μέριμνας και διακονίας σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα εντός της Εκκλησίας (χήρες Ελληνιστών Ιουδαίων).[17]
Υπόθεση: Γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους, «ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν»[18], την ίδια ώρα που οι Απόστολοι δεν μπορούσαν να αποσπώνται από το κηρυκτικό τους έργο.
Λύση: «Ἐπισκέψασθε ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης» και στη συνέχεια η Εκλογή επτά (7) Διακόνων[19]. Με το τρόπο αυτό έχουμε τη θεσμοθέτηση ενός ποιμαντικού οργάνου, που φρόντιζε συγκεκριμένα κοινωνικά και ταυτόχρονα οικονομικά ζητήματα της κοινότητας.
Ανάλυση: Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία εκλέγοντας επτά ανθρώπους, τους οποίους καθιέρωσαν οι Απόστολοι με «επίθεση» των χειρών και προσευχή σε «μια τυπική διάταξη (λειτουργικό Τυπικό), στην οποία από παλιά η (Αρχαία) Εκκλησία διείδε μυστηριακή χειροτονία»[20], τους ανέθεσαν ως πρώτιστο έργο[21] μία μορφή ποιμαντικής διακονίας σε πρακτικό επίπεδο. Να μεριμνούν για τις χήρες των Ελληνιστών Ιουδαίων. Τελικά όμως, ήδη από εκείνη την εποχή, οι διάκονοι αυτοί πέρασαν εύκολα από την ποιμαντική διακονία των τραπεζών της Αγάπης (διακονία, κοινωνία), στη διακονία του λόγου, το κήρυγμα (μαρτυρία), που ήταν συνυφασμένη απόλυτα με τη τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας (λατρεία)[22]. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο ρόλος των επτά προσώπων δεν ήταν τυχαίος[23]. Για το λόγο αυτό, εξαρχής, δεν αναφέρονται απλώς ως υπεύθυνοι για τα βοηθήματα ή ως βοηθοί στη διάρκεια των κοινών τραπεζιών, αλλά ως «άνδρες … πλήρεις πνεύματος και σοφίας» (6,3), ως κήρυκες (6,10) και ιεραπόστολοι (8,5)[24].
1.4 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 15,1-21
Θέμα: Ο τρόπος συσσωμάτωσης των μη Ιουδαίων στην Εκκλησία.
Υπόθεση: «τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωῡσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι».
Λύση: α)Γενική, για ένα σημαντικό εκκλησιαστικό πρόβλημα. Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι (Σύνοδος), με σκοπό «ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου».
β)Ειδική, για το ένα και μοναδικό θέμα της Αποστολικής Συνόδου[25]. Ως λύση αποτέλεσε ένας αρνητικός Κανόνας[26], με το εξής περιεχόμενο: «ἔδοξε γὰρ τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας», τον οποίο γνωστοποίησαν στέλνοντας: i) Ανθρώπους και ii) Επιστολή.
Ανάλυση: α) Όσον αφορά την υιοθέτηση της μεθόδου της σύγκλησης μιας Συνόδου, ως γενικής λύσης, για την επεξεργασία, την αντιμετώπιση ενός οξύτατου εκκλησιαστικού-ποιμαντικού προβλήματος, βλέπουμε πως λειτούργησε με τον πιο άψογο τρόπο, θεμελιώνοντας, και παράλληλα εξασφαλίζοντας, αυτό που κατ΄ εξοχήν επιδιωκόταν από τις Συνόδους στην μετα-Αποστολική εποχή και που χαρακτηρίζεται ως «consensus Patrum» (συμφωνία Πατέρων). Η Αποστολική Σύνοδος αποτελεί ουσιαστικό ορόσημο στην Ιστορία της Ποιμαντικής, καθώς η Συνοδικότητα, ως υιοθετούμενη μέθοδος, στήριξε με τους όρους και τους κανόνες, που προέκυψαν από τις μεταγενέστερες Συνόδους, όλο το τετράπτυχο των λειτουργιών του ποιμαντικού έργου, την μαρτυρία, τη λατρεία, την κοινωνία και την διακονία.
β) Όσον αφορά την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου, που λειτούργησε ως καταλύτης στη λύση για το οικουμενικό θέμα, που προέκυψε για την πρώτη Εκκλησία, «η απόφαση αυτής της Αποστολικής Συνόδου αποτελούσε θρίαμβο του πνεύματος ελευθερίας στο έργο του Ευαγγελισμού, το οποίο διακήρυξε ο Απόστολος Παύλος με το όλο αποστολικό του έργο στον ελληνορωμαϊκό κόσμο»[27].
Διακρίνεται μάλιστα πως ο πρώτος κίνδυνος στη διάδοση του Ευαγγελίου ήταν ο εθνοφυλετισμός. Θα μπορούσε να πει κανείς πως και οι ίδιοι οι Απόστολοι δυσκολεύτηκαν. Όμως, «το όραμα του Πέτρου στην Ιόππη και τα γεγονότα που ακολούθησαν στην Καισάρεια στο σπίτι του Κορνήλιου, ήταν η απάντηση του Θεού: «ἃ, ὁ Θεὸς ἐκαθάρισεν σὺ μὴ κοίνου» (10,15), «ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι» (10,34εξ)». Η εισδοχή των εθνικών στην εκκλησία σκανδαλίζει τους εκ περιτομής της Ιερουσαλήμ. Κατηγορούν τον Πέτρο: «πρὸς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καὶ συνέφαγες αὐτοῖς» (11,3). Ο Πέτρος απολογείται και τους καθησυχάζει: «ἀκούσαντες δὲ ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν λέγοντες· ἄρα γε καὶ τοῖς ἔθνεσιν ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιαν ἔδωκεν εἰς ζωήν» (11,18). Το θέμα δεν έληξε εκεί. Τέθηκε πάλι με έντονο τρόπο. Αποτέλεσμα να συνέλθει η Αποστολική Σύνοδος, στην οποία ο Απόστολος Παύλος, ως Απόστολος των Εθνών θα παίξει καθοριστικό ρόλο. Η απόφαση της αποστολικής συνόδου έλυσε το πρόβλημα και διαφύλαξε την οικουμενική αποστολή της εκκλησίας από την αίρεση του εθνοφυλετισμού».[28] Έτσι, πραγματοποιήθηκε τελικά η συμφωνία μεταξύ των ιουδαϊζόντων και των εξ εθνών Χριστιανών.
Στην Αποστολική Σύνοδο του 49 μ.Χ., και μάλιστα με εισήγηση εκείνων που επέμεναν αρχικά στην εφαρμογή της ιουδαϊκής παραδόσεως, κατανοήθηκε πλήρως η νέα κατάσταση. «Έτσι η σύνοδος δέχθηκε ότι οι Χριστιανοί εξ εθνών δεν πρέπει να υποβάλλονται στα καθιερωμένα της ιουδαϊκής πίστεως και ιουδαϊκής τελετουργίας (Πράξ. 15,6 εξ., Γαλ. 2,1-10). Δεν ήταν απαραίτητη, λοιπόν, η περιτομή και ούτε ήταν αναγκαίο να περάσει κανείς από την παιδαγωγία της ιουδαϊκής σκέψης και ιουδαϊκής εμπειρίας. Και η εισήγηση αυτή έγινε από τον απόστολο Πέτρο που εξέφραζε τις απόψεις της ιουδαιοχριστιανικής κοινότητας»[29]. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε πως «μεταξύ των αποστόλων και δη του Παύλου και του Πέτρου αι απόψεις ως προς την θέσιν των Ιουδαίων και των εθνικών εντός της πρώτης Εκκλησίας διῒστανται μάλλον ως προς την ακολουθητέαν τακτικήν και όχι κατ΄ουσίαν»[30].
Στη Σύνοδο αυτή επικυρώθηκε η αυθεντικότητα ενός ρηξικέλευθου πολυπολιτισμικού ανοίγματος. Ήταν τότε που διακηρύχθηκε περίτρανα ότι η χριστιανική πίστη δεν είναι προνόμιο των Ιουδαίων αλλά και των Εθνικών, οι οποίοι μπορούν να γίνουν μέλη της χριστιανικής πίστης χωρίς άλλες προαπαιτούμενες διαδικασίες και υποχρεώσεις (συμπόρευση με τις επιταγές, τα έθιμα και τις τελετουργίες του Ιουδαϊσμού) παρά μόνο με τη γνήσια πίστη τους στο πρόσωπο του Αναστημένου Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού και την υπακοή τους σε βασικές αρχές της διδασκαλίας Του.
Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε, τέλος, πως η αποστολή σχετικής επιστολής, ιδιαίτερου μάλιστα ποιμαντικού περιεχομένου, προς τους πιστούς που προέρχονταν από τα έθνη θα μπορούσε να σημάνει την απαρχή των Εγκυκλίων Επιστολών, ως η πρώτη Εγκύκλιος[31] της Εκκλησίας, με θέμα: «Αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου – Προϋποθέσεις εισδοχής των εξ εθνών προσώπων στην Εκκλησία του Κυρίου Ιησού Χριστού».
2. Ποιμαντικά Προβλήματα από τη μη δυνατότητα άσκησης Ποιμαντικής (ουδέτερη ποιμαντική)
Είναι γεγονός, πως, ενώ η μία και αγία διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ταυτόχρονα καθολική και αποστολική και η Ποιμαντική Της αναφέρεται στον καθένα, παντού και πάντοτε, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ποιμαντική της Εκκλησίας δεν είναι εφικτό να εκδηλωθεί, με αποτέλεσμα την αναγκαστική επιλογή μιας ουδέτερης ποιμαντικής. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η Εκκλησία δεν ασκεί το ποιμαντικό Της έργο; Έχει, πιστεύουμε, ενδιαφέρον να δούμε το γιατί, το πότε και το ποιον δεν ποιμαίνει[32] η Εκκλησία των Πράξεων των Αποστόλων.
2.1 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 1,6-7
Θέμα: Ο χρόνος της δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου.
Υπόθεση: Ρώτησαν τον Κύριο λέγοντες· «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;»
Λύση: «Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ».
Ανάλυση: Ο χρόνος της δευτέρας ελεύσεως και παρουσίας του Κυρίου, όπως και της τελικής Κρίσης, αποτελεί ένα διαρκές και μόνιμο θέμα ενασχόλησης των χριστιανών. Η ασχολία αυτή, ενώ στη βάση της μπορεί να έχει τα μεγαλύτερα οφέλη (πνευματική προετοιμασία πιστού), στην πραγματικότητα γίνεται πολλές φορές αντικείμενο ημερολογιακής αναζήτησης και κοντόφθαλμης εξήγησης δυσάρεστων περιστάσεων και άσχημων συμβάντων, τόσο σε τοπικό όσο και παγκόσμιο επίπεδο.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εκτίμηση πως «η αγωνιώδης αναζήτηση της ακριβούς χρονολογίας του «τέλους της ιστορίας» φανερώνει μία διαστροφή του σχήματος Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον, καθώς η αμφισβήτηση αυτή αποτελεί έκφανση της Ανιστορικότητας. «Όποιος παραβλέπει ότι μέχρι τα Έσχατα η Εκκλησία θα βρίσκεται «in statu viae», τότε επιθυμεί να φέρει τη Δευτέρα Παρουσία πριν την ώρα της, επιθυμεί δηλαδή να διακόψει την ιστορική κυοφορία της Εκκλησίας και με καισαρική τομή να τη βιάσει να γεννήσει στις δικές του μέρες. Είναι πεπεισμένος ότι βρισκόμαστε στον ομφαλό, στο τέρμα, στην ολοκλήρωση της εκκλησιαστικής πορείας, κι έτσι χάνει την προοπτική του Μέλλοντος …»[33].
Ποιμαντικά μπορούμε να επικεντρωθούμε στο «οὐχ ὑμῶν ἐστι» της λύσης του προβλήματος και να αποδώσουμε στην αρνητική αυτή έκφραση τον κεντρικό ρόλο, που διαδραματίζει στην πρακτική της Εκκλησίας. Η απάντηση της Εκκλησίας σε ορισμένα ζητήματα μπορεί να εκφραστεί και με την άρνηση να δώσει συγκεκριμένη απάντηση. Βασικό κριτήριο για μια τέτοια στάση αποτελεί η ωφέλεια της ψυχής των ανθρώπων. Δεν χρειάζεται αλλά και ούτε πρέπει ως Εκκλησία να έχει απάντηση για κάθε θέμα, που απασχολεί τους «εν τω κόσμω». Ιδιαίτερα, όταν η απάντηση δεν έχει να ωφελήσει την πνευματική του κατάσταση και εάν, αντί να ενώσει την ποίμνη, τη διασπά. Τότε προφανώς μπορεί να απαντήσει με την άρνηση ή τη σιωπή Της.
2.2.1 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 13,50-51
Θέμα: Διωγμός Αποστόλων από κατοίκους μιας περιοχής.
Υπόθεση: Στην Αντιόχεια της Πισιδίας, ο Παύλος και ο Βαρνάβας αντιμετωπίζουν τη ζήλεια και την εχθρική στάση Ιουδαίων, οι οποίοι παρότρυναν και έπεισαν ανθρώπους με κύρος και εξουσία στην περιοχή να εκδιώξουν τους Αποστόλους εκτός των ορίων της πόλης (13,50).
Λύση: Με μία συμβολική κίνηση εκτίναξαν «τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτοὺς» και απομακρύνθηκαν από την περιοχή.
2.2.2 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 18,5-6
Θέμα: Η εχθρική αντιμετώπιση Αποστόλου από τους Ιουδαίους.
Υπόθεση: Στην Κόρινθο,οι Ιουδαίοι αντιτάσσονταν και βλασφημούσαν τον απόστολο Παύλο.
Λύση: Οι τρεις κινήσεις του Αποστόλου Παύλου ήταν οι εξής: α) “ἐκτιναξάμενος τὰ ἱμάτια” β) “εἶπε πρὸς αὐτούς· τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν” γ) “καθαρὸς ἐγώ· ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὰ ἔθνη πορεύσομαι” (απομακρύνθηκε από αυτούς). Με τις ενέργειες αυτές ο Απόστολος κάνει γνωστή την απόφασή του με μία συμβολική ενέργεια και ταυτόχρονα με μία σκληρή διαπίστωση. Κατόπιν ολοκληρώνει την απομάκρυνση από αυτούς με τη διατύπωση της απόφασης να απευθυνθεί σε άλλες ομάδες ανθρώπων.
Ανάλυση: Τα δύο πιο πάνω Ποιμαντικά Προβλήματα λειτουργούν ως μία ενότητα, ως προς την αιτία και ως προς τον τρόπο αντίδρασης απέναντι στην αρνητική αντιμετώπιση κάποιων ανθρώπων απέναντι στους κήρυκες του Ευαγγελίου. Αποτυπώνεται η διάδοχη κατάσταση και καταγράφεται το επόμενο βήμα, από όταν ο λαός τους εξευτέλιζε και σκόπευε να τους λιθοβολήσει και αυτοί «δεν διέρρηξαν τα ιμάτιά των, αλλ΄ υπέμειναν καρτερικώς την αδικίαν και την καταφρόνησιν»[34]. Σε αυτή τη συνάφεια και σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες συμπεριφοράς[35], όταν δεν γίνονταν αποδεκτοί και αντιθέτως φαινόταν ότι αναστάτωναν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες ή και ολόκληρες περιοχές αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τους ενάντιους στο λόγο του Ευαγγελίου, στο σκοτάδι και την αμάθειά τους. Έχουμε, λοιπόν, δύο παραδείγματα, που αποτελούν πρακτική εφαρμογή των λόγων του ίδιου του Κυρίου.
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς συμβουλεύει σχετικά τους μαθητές Του και κατ΄ επέκταση κάθε πιστό στη διδασκαλία Του: «Καὶ ἐὰν κανεὶς δὲν σᾶς δεχθῇ οὔτε ἀκούσῃ τοὺς λόγους σας, τότε ὅταν θὰ βγῆτε ἀπὸ τὸ σπίτι ἢ ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, τινάξτε τὴν σκόνην τῶν ποδιῶν σας» (Ματθ. 10,14).
2.3 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 16,6-10
Θέμα: Το αποστολικό έργο εμποδίζεται από το άγιο Πνεύμα με στόχο την ανασύνταξη και την ανακατεύθυνσή του.
Υπόθεση: Ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος συνοδεύεται και από τον Τιμόθεο, εμποδίζεται από το Άγιο Πνεύμα, με δύο, μάλιστα, διαδοχικές επεμβάσεις Του, «λαλῆσαι τὸν λόγον» στην Ασία και τη Βιθυνία.
Λύση: Η υπακοή στο θείο θέλημα και άμεση υλοποίηση του σχεδίου.
Ανάλυση: Στο σημείο αυτό φαίνεται για ακόμα μια φορά στις Πράξεις Αποστόλων ο ιδιαίτερος ρόλος, που αναλαμβάνει το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης και της Χάριτος. Σε σχέση με τις άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι Απόστολοι οδηγούνται από τις συνθήκες να αποσυρθούν και να αναστείλουν το ποιμαντικό και κηρυκτικό τους έργο, εδώ έχουμε το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, να κάνει τη διαφορά αποτελώντας το κατ΄ εξοχήν εκκλησιαστικό κριτήριο για την υιοθέτηση μιας ουδέτερης ποιμαντικής. Σε οξεία αντιδιαστολή με τις σχετικές αναφορές των Πράξεων, όπου παράγοντες ανθρώπινοι και εκτός της Εκκλησίας «παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ ᾿Ιησοῦ (4,18) ή αλλού «παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ» (5,18), όταν το άγιο Πνεύμα επεμβαίνει, οι ένθεοι Απόστολοι και διαπρύσιοι Κήρυκες του Ευαγγελίου υπακούουν και αναστέλλουν ή και αναβάλλουν τα προσωπικά τους σχέδια. Έτσι, αυτοί που ποτέ δεν υπάκουσαν σε ανθρώπινες εντολές σιωπής και παύσης του ποιμαντικού έργου, υπακούουν πειθήνια τον θείο παράγοντα εκτελώντας το σχέδιο του Θεού, το οποίο αποτρέπει το έργο της ποιμαντικής από κάπου, ώστε να σπαρθεί και να καρποφορήσει κάπου αλλού.
Σήμερα, βέβαια, όταν δεν υπάρχει σαφής απαγόρευση από το Ευαγγέλιο ή παρουσία του αγίου Πνεύματος, θεωρούμε πως είναι η χριστιανική αρετή της διάκρισης, που μπορεί να αποτελέσει αφορμή μη άσκησης ποιμαντικής[36].
Ειδοποιός διαφορά με τις άλλες περιπτώσεις μη άσκησης ποιμαντικής, όπου το ακροατήριο γενικά αρνείται να δεχθεί το αποστολικό κήρυγμα, είναι ότι, στην περίπτωση που εξετάζουμε εδώ, έχουμε το άγιο Πνεύμα να διοχετεύει την ιεραποστολική δραστηριότητα σε άλλο σημείο και να μην τη σταματά. Έρχεται, λοιπόν, σε όραμα η μορφή ενός Μακεδόνα που καλεί τον Απόστολο, ο οποίος βρίσκεται τώρα στην Τρωάδα, συνεχίσει την ποιμαντική του δραστηριότητα στη Μακεδονία, με τα λόγια: «διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (16,9).
Η ποιμαντική απόφαση των γνήσιων μαθητών του Κυρίου, από τη στιγμή που αντιληφθούν ότι κάτι προέρχεται από το Θεό, έχει δύο χαρακτηριστικά, την υπακοή και την αμεσότητα: «ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς» (Πραξ. 16,10).
Συμπερασματικά, μπορούμε να καταλήξουμε πως πραγματικά υπάρχουν συνθήκες, κατά τις οποίες η Εκκλησία δεν πρέπει, δεν ωφελεί, δεν είναι γόνιμο και πνευματικά χρήσιμο να προχωρήσει σε ποιμαντικές δράσεις και παρεμβάσεις, να ασκήσει δηλαδή τη θετική Της ποιμαντική. Ακόμα και τότε όμως, η ουδέτερη αυτή ποιμαντική της Εκκλησίας αποτελεί την ορθότερη αντιμετώπιση της συγκεκριμένης ιδιαίτερης κατάστασης. Τέτοιες αναφορές είναι ακριβέστερο να τις αντιμετωπίζουμε μάλλον ως εκφάνσεις μιας γενικής Ποιμαντικής (όπως είναι η σιωπή, η προσευχή υπέρ «του σύμπαντος κόσμου» αλλά και «των μισούντων ημάς») παρά ως περιπτώσεις απουσίας ποιμαντικής. Η Γενική Ποιμαντική δρα και αυτή συστηματικά, παράλληλα με την πολυσχιδή Ειδική Ποιμαντική και την εξειδικευμένη Ειδικότατη Ποιμαντική.[37]
Συνεπώς, στην Ποιμαντική συμπεριλαμβάνονται καταστάσεις και αιτίες, σύμφωνα με τα δεδομένα από τα Προβλήματα των Πράξεων, που έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα θέματα (πχ. προσδιορισμός ημερομηνίας της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου), με ανάλογες συμπεριφορές των ανθρώπων (έντονη ή και βίαιη άρνηση ακρόασης του θείου Λόγου) και ορισμένους τόπους και χρόνους (σχέδιο Αγ. Πνεύματος), που υπαγορεύουν μία ουδέτερη αντιμετώπιση των θεμάτων.
3. Ποιμαντικά Προβλήματα από την άσκηση της Αντιποιμαντικής (αρνητική ποιμαντική)
Έχοντας υπόψη την ανάλυση του αγίου Αθανασίου του Παρίου[38] για την «καλή Ποιμαντική» είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς πώς μπορούν να προσδιορισθούν τα φαινόμενα της μη άσκησης καλής Ποιμαντικής και εάν, κατά συνέπεια, υπάρχει και «κακή Ποιμαντική».
Αυτή η αντίθετη δράση προς την Ποιμαντική, η αντίθεη κίνηση, η ενάντια προς τη σωτηρία του ανθρώπου δραστηριοποίηση, μπορεί να οριστεί ως Αντιποιμαντική, προκειμένου να καταδειχθεί η σαφής διάκριση και η εκ διαμέτρου αντίθεση προς την κανονική, τη θεόπνευστη Ποιμαντική της Εκκλησίας[39].
Παρά τις σχετικές επιφυλάξεις για το εάν μπορεί να σχετισθεί η Ποιμαντική, μία κατεξοχήν ευεργετική δραστηριότητα, με ένα αρνητικό επίθετο όπως είναι το «κακή» ή και με ένα σύνδεσμο όπως το «αντί-», γίνεται εντέλει αποδεκτή μια τέτοια προσέγγιση, καθώς υπάρχουν πάντοτε περιπτώσεις αντίθεων αιρετικών και παραδείγματα κακών χριστιανών (ποιμένων και λαϊκών), οι οποίοι χρησιμοποιούν το πρόσχημα ή μία επίφαση της Ποιμαντικής, προκειμένου να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα και αλλότριους προς την Εκκλησία σκοπούς[40].
Πάντως η ενασχόληση με το θέμα αυτό, για το οποίο υπάρχουν ρητές αναφορές από τον ίδιο τον Κύριο στα ιερά Ευαγγέλια και σαφείς επισημάνσεις στα υπόλοιπα Βιβλία της Καινής Διαθήκης (από τις Πράξεις και τις Επιστολές μέχρι και την Αποκάλυψη), είναι εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς οι παραχαράκτες και στρεβλωτές της χριστιανικής διδασκαλίας, είναι ένα φαινόμενο που εμφιλοχωρεί σε κάθε εποχή.
Η εκκλησιαστική, βέβαια, ποιμαντική μέριμνα δεν μένει στη διαπίστωση του φαινομένου, ως μιας ιστορικής πραγματικότητας, αλλά επικεντρώνεται στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση αυτών των επικίνδυνων, για τις ψυχές των ανθρώπων, φαινομένων, εάν είναι δυνατό ήδη από τη στιγμή της γένεσής τους αλλά και κατά τις μετέπειτα εκδηλώσεις τους.
Στη συνάφεια αυτή, είναι χρήσιμο και ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε, μέσα από τις διηγήσεις των Πράξεων, συγκεκριμένες περιπτώσεις αντιποιμαντικής, όπου μάγοι, αιρετικοί, ψευδοδιδάσκαλοι και ψευδομεσσίες επιδιώκουν να καπηλευτούν τη θεία Χάρη και να αποκτήσουν με αλλότριες μεθόδους το σεβαστό τίτλο του ποιμένα, του θαυματουργού, του χαρισματούχου, του δασκάλου, του θεραπευτή, για προσωπικό τους, πάντοτε, όφελος.
Ο στόχος είναι να διαπιστώσουμε πώς αυτοί δρουν, ώστε να καταγραφεί και το πώς η Εκκλησία και οι Απόστολοί Της αντιδρούν σε όλους αυτούς, βάσει της θεωρίας και πράξης της πρώτης Εκκλησίας.
Στο πνεύμα του εντοπισμού πρακτικών αντιποιμαντικής βρίσκεται και η επιλογή από τον Holzner του όρου «αντιϊεραποστολή», όταν περιγράφει την πληροφορία του Απόστολου Παύλου (Πράξ. 18,23) ότι «οι αντίπαλοί του σχεδίαζαν ν΄αρχίσουν στην Μικρά Ασία μια αντιϊεραποστολή»[41].
Η χριστολογική βάση του ποιμαντικού έργου καθιστά φανερό πως «πάσα επί μέρους δραστηριότης του ποιμένος πρέπει να διαποτίζεται από το πνεύμα των κατωτέρω δύο θεμελιωδών αρχών. α) Ο Κύριος είναι το μοναδικόν θεμέλιον του ποιμαντικού έργου. «Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11). β) Παν ό,τι ενεργεί ο ποιμήν, οφείλει να το ενεργή εν τω ονόματι του Κυρίου. «Οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ. 4,12)».[42] Βάσει αυτών των αρχών είναι εμφανές πότε έχουμε αντι-χριστολογική ποιμαντική, ή όπως ευρύτερα την ονομάζουμε Αντιποιμαντική.
Στην ενότητα των τεσσάρων πρώτων Ποιμαντικών Προβλημάτων, που ακολουθούν, φαίνεται πως ο αντιποιμαντικός τους χαρακτήρας στρέφεται γύρω από τη μαγεία και την ευρύτερη επήρεια των πονηρών πνευμάτων. Η αντιμετώπιση, όμως, της κάθε μιας ιστορίας κινείται σε διαφορετικό πλαίσιο, ανάλογα με την τελική ποιμαντική τακτική από την πλευρά της Εκκλησίας, η οποία, διερευνώντας τα βαθύτερα κίνητρα των εμπλεκόμενων προσώπων, άλλοτε χαρίζει την πνευματική ελευθερία και άλλοτε καταλογίζει ευθύνες, που επισείουν επώδυνες συνέπειες. Άλλωστε, για τον Κύριο σε κάθε περίπτωση δεν έχει αξία η ικανότητα ή η πράξη της θεραπείας από τα δαιμόνια, αλλά, όπως γράφει ο ίδιος ιερός συγγραφέας των Πράξεων Λουκάς στο Ευαγγέλιό του «ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι» (Λουκ. 4,41).
3.1 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 8,18-24
Θέμα: Απόπειρα[43] εξαγοράς της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Υπόθεση: Ο μάγος Σίμων «μαγεύων καὶ ἐξιστῶν» στη Σαμάρεια, προσφέρει στους Αποστόλους χρήματα, προκειμένου με την εξαγορά να λάβει και αυτός το Άγιο Πνεύμα, ώστε να κάνει αντίστοιχα θαύματα.
Λύση: Αντιμετωπίζεται με αυστηρό, προσωπικό και ελεγκτικό τρόπο, αλλά δίνεται και το περιθώριο για προτροπή σε μετάνοια.
Ανάλυση: Ο Σίμωνας, ως μάγος, επιδίωκε να κατέχει τεχνικές και δυνάμεις οι οποίες θα του εξασφάλιζαν φήμη, δύναμη και απολαβές «λέγων εἶναί τινα ἑαυτὸν μέγαν» (8,9). Αισθανόμενος δέος απέναντι στη δύναμη του λόγου του Θεού, που μετέδιδε ο Απόστολος Φίλιππος ενεργώντας παράλληλα «δυνάμεις και σημεία», πίστεψε στην ανωτερότητα και την εξουσία του Θεού και βαπτίστηκε, όπως μας λέει η πρώτη για αυτόν αναφορά, που γίνεται στις Πράξεις (8,9-13).
Όταν, λοιπόν, κατά τη δεύτερη φάση της Ιεραποστολής στη Σαμάρεια, ο Πέτρος και ο Ιωάννης μετέδιδαν το Άγιο Πνεύμα σε αυτούς που είχαν βαπτισθεί, ήταν πολύ φυσικό για τον Σίμωνα, ωθούμενος από τη φυσική ανάγκη του για δύναμη, να τους προσεγγίσει και να τους προσφέρει το μοναδικό μέσο, που γνώριζε ότι υπήρχε για να διεκπεραιώνει υποθέσεις και να υλοποιεί τις επιθυμίες του: το χρήμα. Η πρόθεσή του ήταν καθαρά αντιποιμαντική, καθώς ήθελε να έχει την ικανότητα να μεταδίδει το άγιο Πνεύμα για προσωπικό του όμως όφελος και προκοπή, χωρίς να του δοθεί ως χάρισμα από το Θεό. Ήταν φυσικό να θεωρηθεί ένοχος καθώς «τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι» (8,20).
Σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, συνεχείς είναι οι αναφορές για τη δωρεάν θεραπεία ψυχής και σώματος των χειμαζομένων (π.χ. Ματθ. 10,7-19) από τους Αποστόλους και τους χαρισματούχους μαθητές τους. Η φιλάνθρωπη αυτή τακτική συνεχίστηκε, βέβαια, και αργότερα αλλά και διαφυλάχθηκε με τη θέσπιση θείων και ιερών κανόνων, με ουσιαστικό αντικείμενο την αυστηρότατη στηλίτευση και καταδίκη της σιμωνίας[44] αλλά και της φιλαργυρίας. Αντιμετωπίζεται, έτσι, με συστηματικό τρόπο από διάφορους κανόνες Συνόδων, όπως είναι ο 2ος Κανόνας της εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου[45], ο 4ος και ο 5ος Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου[46] και ο 90ος Κανόνας του Μεγάλου Βασιλείου «Προς τους υφ΄ εαυτόν Επισκόπους. Ώστε μη χειροτονείν επί χρήμασι»[47].
Τελικά, ο Σίμωνας, αν και η καρδία του δεν ήταν «ευθεία προς το Θεό» έλαβε την ευκαιρία να μετανοήσει, ίσως επειδή είχε βαπτισθεί, αφού πρώτα, όμως, επιτιμήθηκε σφόδρα από τον απόστολο Πέτρο.
3.2 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 13,6-11
Θέμα: Ο μάγος Ελύμας, ένας ψευδοπροφήτης Ιουδαίος, προσπαθεί να διαστρέψει τη διδασκαλία του Κυρίου και να φέρει εμπόδια στο αποστολικό έργο του Ευαγγελισμού των ανθρώπων.
Υπόθεση: Βρισκόμενος ο Βαρνάβας και ο Παύλος στην Πάφο της Κύπρου κήρυτταν το Ευαγγέλιο ενώπιον του ανθύπατου Σέργιου Παύλου «ἀνδρὶ συνετῷ». Ο μάγος – ψευδοπροφήτης, ο οποίος ανήκε στην ακολουθία του ανθύπατου, θέλοντας να ασκήσει επιρροή στον Σέργιο Παύλο απομακρύνοντας αυτόν από την πίστη στον Χριστό αντιδρούσε σε κάθε λόγο των Αποστόλων.
Λύση: Έμεινε τυφλός σύμφωνα με την πρόβλεψη του αποστόλου Παύλου. «Παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς» (13,11).
Ανάλυση: Από την αγιογραφική διήγηση βλέπουμε πως ένας άνθρωπος (ο Ελύμας), που προσπαθούσε να εμποδίσει τους άλλους ανθρώπους, τον ανθύπατο και όσους παρακολουθούσαν το κήρυγμα των αποστόλων, να βρουν το πνευματικό φως τους, έχασε ο ίδιος το φως του. Η ετυμηγορία, που βγήκε πριν την ποινή ξεκαθάριζε, πως ο άνθρωπος εκείνος ήταν πλήρης παντὸς δόλου και πάσης ραδιουργίας, υιός του διαβόλου, εχθρός πάσης δικαιοσύνης, ο οποίος, μάλιστα, διαστρέβλωνε «τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας».
Το γεγονός της τιμωρίας του μάγου εντυπωσίασε τον ανθύπατο, και το περιεχόμενο της διδασκαλίας τον οδήγησε να πιστέψει στον Χριστό. Στην περίπτωση, λοιπόν, αυτή ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία ξεκάθαρη αντι-ευαγγελική και αντι-ποιμαντική δραστηριότητα. Ένας άνθρωπος, όργανο του διαβόλου, προσπαθεί να διαβάλλει και να διαστρέψει με τεχνάσματα και σοφίσματα τον καθαρό και απελευθερωτικό λόγο του Ευαγγελίου.
Η αντίδραση των αποστόλων αποτελεί μάθημα ποιμαντικής για τους συνεχιστές τους. Ενώ πολλές φορές όταν οι ίδιοι κακοπάθαιναν δεν αντιδρούσαν, κάθε φορά που το κήρυγμα του Ευαγγελίου δεχόταν επίθεση από ανθρώπους που το διαστρέβλωναν με τα λόγια τους ή το κακοποιούσαν με τη συμπεριφορά τους η αντίδραση ήταν άμεση και ξεκάθαρη.
3.3 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 16,16-18
Θέμα: Μία δαιμονισμένη κοπέλα ακολουθούσε τους Αποστόλους επιβεβαιώνοντας ότι είναι άνθρωποι του Θεού, που κήρυτταν τη σωτηρία.
Υπόθεση: «Παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος» ακολουθούσε «κατά πόδας», για πολλές ημέρες, τον Απόστολο Παύλο και τον συνεργάτη του Σίλα, φωνάζοντας διαρκώς και αποκαλύπτοντας την αλήθεια. Ότι δηλαδή, ήταν άνθρωποι στη διακονία του Θεού, οι οποίοι μάλιστα έδειχναν στους ανθρώπους που τους άκουγαν το δρόμο για τη σωτηρία.
Λύση: «Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ».
Ανάλυση: Θετική κατάληξη για τον άνθρωπο είχε και η δεύτερη ποιμαντική περίπτωση. Αποτελεί παράδειγμα ιδιάζουσας αντι-ποιμαντικής. Είναι η περίπτωση κατά την οποία ο απόστολος Παύλος βρίσκεται στους Φιλίππους και μετά τη βάπτιση μιας ευλαβούς, αγαθής και επώνυμης γυναίκας, της Λυδίας, έχουμε από τον συγγραφέα των Πράξεων την αναφορά σε μία κατά αντιδιαστολή πονηρή, κατειλημμένη από πονηρό πνεύμα, ανώνυμη νεαρή (παιδίσκη). Ακολουθεί τους Αποστόλους και «συμπεριφέρεται ως άλλη (εναλλακτική) «απόστολος των αποστόλων» προσφέροντας μια ιδιότυπη μαθητεία αφού διαφημίζει το έργο τους»[48]. Αυτή τη φορά «το πρόβλημα της μαρτυρίας του διαβόλου δεν εντοπίζεται στην πλήρη διαστρέβλωση του χριστιανικού κηρύγματος αλλά στη σχετικοποίησή του και στο γεγονός ότι κατ΄ουσίαν η μαρτυρία του χρησιμοποιείται ως μέσον επιβεβαίωσης της μερικής και σχετικής αλήθειας που πρεσβεύει. Πρόκειται για ένα σχετικά μόνον ορθό μήνυμα με το λάθος μέσον (wrong channel), οπότε δεν λειτουργεί λυτρωτικά»[49].
Βλέπουμε, λοιπόν, όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, στην ενότητα «Ποιος ποιμαίνει», ότι όσο ασκούν ρόλο ποιμαντικό οι άγγελοι του Υψίστου άλλο τόσο ασκούν αντι-ποιμαντικό ρόλο, χρησιμοποιώντας κάθε δόλιο μέσο, οι άγγελοι του σκότους, οι δαίμονες.
Το σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι ο πονηρός μπορεί να βάλει αυτούς που έχει κάτω από την επήρειά του να λένε αλήθειες, να διακηρύττουν εμφανώς πράγματα χριστιανικά και θεϊκά, αφανώς, όμως, να εργάζονται με σκοπό τον αποπροσανατολισμό των ανθρώπων, την εκμετάλλευσή τους και εντέλει να κατεργάζονται την απώλειά τους.
Οι κήρυκες του Ευαγγελίου δεν παρασύρονται από τα λόγια των ανθρώπων αλλά ούτε αφήνουν τους σεσημασμένους ανθρώπους του σκότους να λένε καλά λόγια για αυτούς, με σκοτεινές σκοπιμότητες. Η συναλλαγή αυτή δεν προβλέπεται να έχει αγαθά αποτελέσματα και ούτε ότι θα λειτουργήσει τελικά «επ΄ωφελεία» των κηρύκων του Ευαγγελίου. Άλλωστε, ο Απόστολος δεν έκανε τίποτα πιο διαφορετικό απ΄ ό,τι έκανε ο Κύριος, όπως καταγράφεται στη μαρτυρία που ακολουθεί, από το κατά Λουκά Ευαγγέλιο, σχετικά με τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό: «Ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι» (Λουκ. 4,41).
Διαπιστώνουμε, συνεπώς, από την παράθεση της δραστηριότητας των δαιμόνων, πως ο όρος «αντι-ποιμαντική»[50], τον οποίο χρησιμοποιεί και ο καθηγητής Αλέξανδρος Σταυρόπουλος όταν μιλάει για την «αντι-ποιμαντική των δαιμόνων, που επιδιώκουν τη διάσπαση»[51], ισχύει σε κάθε τέτοια περίπτωση. Τα πονηρά πνεύματα[52], καταδυναστεύοντας τον άνθρωπο, που κείται υπό την εξουσία τους, διαφθείροντας αυτούς που πιστεύουν πως αποκομίζουν υλικά οφέλη από την κατάσταση, και προσπαθώντας ταυτόχρονα να επηρεάσουν το ευρύ κοινό, ασκούν μία πολυδιάστατη αντιποιμαντική δραστηριότητα.
Τελικά, η νεαρή δούλη, η οποία γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης τόσο από το πονηρό πνεύμα όσο και από πονηρούς ανθρώπους, γνωρίζει τη φιλανθρωπία του «Πνεύματος της αληθείας» και των ανθρώπων της καλής Ποιμαντικής. Για το λόγο αυτό, ο Απόστολος παρέχει τη γνήσια εκκλησιαστική ποιμαντική λύση, την ελευθερώνει από τα δεσμά της ψυχικής σκλαβιάς, παύοντας ταυτοχρόνως την εκμετάλλευση από τους ανθρώπους κυρίους της, εφόσον της στερεί τη δυνατότητα άσκησης μαντικής.
3.4 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 19,13-16
Θέμα: Η απόπειρα κάποιων εξορκιστών να επικαλεστούν το όνομα του Κυρίου Ιησού για να εξορκίσουν πονηρά πνεύματα.
Υπόθεση: Στην Έφεσο επτά γιοι του Ιουδαίου Αρχιερέα Σκευά, που περιόδευαν ως εξορκιστές, προσπάθησαν να εξορκίσουν τα πονηρά πνεύματα επικαλούμενοι -χωρίς άλλες προϋποθέσεις, αναξίως και ως μαγική λειτουργία- το όνομα του Κυρίου, όπως έβλεπαν πως έκαναν οι Απόστολοι και συγκεκριμένα στην περίπτωση αυτή ο απόστολος Παύλος.
Λύση: Επιτράπηκε από τον Θεό μετά από την άγνοια του ονόματός τους και αγνόηση της προσπάθειάς τους να ορμήξει ο άνθρωπος που ήταν υπό την κυριαρχία του πονηρού πνεύματος «καὶ κατακυριεύσας αὐτῶν ἴσχυσε κατ᾿ αὐτῶν, ὥστε γυμνοὺς καὶ τετραυματισμένους ἐκφυγεῖν ἐκ τοῦ οἴκου ἐκείνου».
Ανάλυση: Ο τρόπος που δούλευαν αυτοί οι εξορκιστές μπορεί να καταγραφεί ως μια απόπειρα εκμεταλλεύσεως της δύναμης του Ιησού Χριστού, χωρίς να έχουν προϋποθέσεις και χωρίς εντέλει να μπορούν να παρουσιάσουν τα αποτελέσματα που είχαν οι Απόστολοι.
Η εφαρμογή του ονόματος του Κυρίου, παρότι μπορεί να έχει αποτελέσματα ακόμα και σε ανθρώπους που δεν ανήκουν στην Εκκλησία, όταν αυτό γίνεται κατά θεία οικονομία και όπως αργότερα φαίνεται προς ψυχική ωφέλεια των ίδιων των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους. Όταν, όμως, η επίκληση του ονόματος του Κυρίου, ασκείται για δύναμη, για οικονομικό προσπορισμό και διάφορες άλλες αιτίες, άσχετες με τη χριστιανική διδασκαλία, τότε επιστρέφει η δύναμη του Θεού ενάντια σε αυτόν που θέλησε να την υποκλέψει. Ειδικότερα, όταν τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνουν χώρα σε χρόνο και τόπο που κινδυνεύει η αυθεντικότητα και η καθαρότητα των λόγων του Κυρίου και του Ευαγγελίου τότε τα μέσα είναι δραστικά (όπως και στην περίπτωση του Ανανία και της Σαπφείρας).
Το αποτέλεσμα ήταν, μέσα από τη λύση και αντιμετώπιση του αντιποιμαντικής αυτής συμπεριφοράς και κατάστασης, για άλλη μια φορά, έντονο στον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του λαού καθώς όταν το περιστατικό «τοῦτο δὲ ἐγένετο γνωστὸν πᾶσιν Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι τοῖς κατοικοῦσι τὴν Ἔφεσον, καὶ ἐπέπεσε φόβος ἐπὶ πάντας αὐτούς, καὶ ἐμεγαλύνετο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ».
Βέβαια, το σπουδαίο αποτέλεσμα από την καίρια αντιμετώπιση αυτής της αντιποιμαντικής προβληματικής, και φαίνεται μάλιστα το ουσιαστικό πλήγμα που έφερε στη Μαγεία περιγράφεται στους στίχους 18 και 19, όπου αναφέρεται πως «πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καἰ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν. ἱκανοὶ δὲ τῶν τὰ περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον ἐνώπιον πάντων· καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε». Δηλαδή, εκτός από το γεγονός ότι πολλοί, έχοντας νιώσει την πραγματική δύναμη του Κυρίου, μετανοούσαν και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, επιπλέον αρκετοί από εκείνους, που είχαν σχέση με τη μαγεία και τις τελετουργίες της, έφερναν μαζί τους τα μαγικά βιβλία και τα έκαιγαν μπροστά σε όλους. Σύμφωνα μάλιστα με έναν υπολογισμό της τιμής πωλήσεως των βιβλίων αυτών πρέκυψε πως άξιζαν πενήντα χιλιάδες αργυρά νομίσματα.
3.5 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 20,29-30
Θέμα: Η δράση ψευδοδιδασκάλων μέσα στην Εκκλησία.
Υπόθεση: «ὅτι εἰσελεύσονται … λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν».
Λύση: Ποιμαντική επαγρύπνηση των Επισκόπων και Πρεσβυτέρων και διαρκής επιφυλακή όλων των πιστών Χριστιανών.
Ανάλυση: Η φράση αυτή των Πράξεων παραπέμπει συνειρμικά και συσχετίζεται απόλυτα με το χωρίο του κατά Ματθαίον ιερού Ευαγγελίου όπου κρούεται και πάλι έντονα ο κώδωνας του κινδύνου με την προειδοποίηση «Προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες» (Ματθ. 7,15).
Πέρα από την αντι-ποιμαντική δραστηριότητα που ασκείται από τους εκτός της Εκκλησίας, υπάρχει και η άκρως επικίνδυνη και εξίσου καταδικαστέα και αρνητική πρακτική των ανθρώπων εντός της Εκκλησίας. Είναι αυτοί οι οποίοι δρουν ως προβατόσχημοι λύκοι και επιθυμούν να εκμεταλλευτούν και να κατασπαράξουν το αγαθό ποίμνιο του Κυρίου Ιησού. Η εικόνα αυτή, με την οξύμωρη περιγραφή των μεταμφιεσμένων σε πρόβατα λύκων, αποτελεί έκφραση ποιμαντική και συμβουλευτική-παραινετική. Μέσα από την παράσταση αυτή επιδιώκεται να δοθεί μία ικανή περιγραφή της μορφής αυτής της αμαρτίας, η οποία αποτελεί σοβαρή απειλή για τους πιστούς. Με αυτό τον εκφραστικό τρόπο τονίζεται από τη μία πλευρά ο ύπουλος κίνδυνος εξαπάτησης των πιστών τους από τους ανθρώπους που επιβουλεύονται το ποίμνιο της Εκκλησίας αλλά επίσης κατακρίνεται και καταδικάζεται κάθε τέτοιου είδους αμαρτωλή συμπεριφορά εις βάρος των άλλων συνανθρώπων.[53]
Μία ακόμα προσέγγιση του θέματος που σχετίζεται με τα σχίσματα στην πρώτη Εκκλησία έρχεται με τη διαπίστωση πως «τα σχίσματα δεν τα δημιουργούσαν στην πρώτη Εκκλησία μόνο εκείνοι οι οποίοι εμφανώς παρουσιάζονταν ως αιρετικοί, σχισματικοί, ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδάσκαλοι, που σ΄αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ εύκολο να επισημανθούν και να αποκοπούν από το σώμα της Εκκλησίας, αλλά και άλλοι με μεγάλες ικανότητες και σημαντική ηγετική θέση, όπως π.χ. ο Απολλώ. Η δυσκολία η μεγάλη, ασφαλώς, βρίσκεται στο γεγονός της εκφράσεως ακριβώς αυτών των σχισματικών φαινομένων από ταλαντούχους και χαρισματούχους ανθρώπους. Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη προβληματική, να εντοπίσεις το σφάλμα και το λάθος ενός «μεγάλου». Και αυτοί οι άνθρωποι συχνά εντυπωσιάζουν και δημιουργούν οπαδούς. Ο λαός σ΄ αυτούς καταφεύγει, ελπίζοντας στην ικανότητά τους και στα χαρίσματά τους. Και ο λαός είναι πάντα εύπιστος κι ευάλωτος στην αναζήτηση των ηγετών του»[54].
Ολοκληρώνοντας, μπορούμε πλέον να συμπεράνουμε συνολικά, πως όλα τα πιο πάνω, που περιγράφονται ως Ποιμαντικά Προβλήματα, αποτελούν περιπτώσεις, «δεδικασμένα» θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει, που αποκαλύπτουν στον ποιμαντικό θεολόγο και ερευνητή των Πράξεων των Αποστόλων τη θέση της Εκκλησίας για το α) ποια ήταν η αντιμετώπιση στις περιστάσεις που απαιτούσαν θετική ποιμαντική, β) ποια η στάση όταν χρειαζόταν ουδέτερη ποιμαντική και γ) ποια η αντίδραση στην αρνητική ποιμαντική.
Συνεπώς, η μεθοδική ενασχόληση με το υλικό αυτό, δεν βοηθάει μόνο στον εντοπισμό των διαφόρων εκκλησιαστικών ζητημάτων, με αποτέλεσμα απλώς να διευκρινίζεται, με τον κλασικό ιστορικό τρόπο, το πώς αντιμετωπίστηκαν ποιμαντικά προβλήματα του παρελθόντος, αλλά και το εάν υφίστανται αυτά και σήμερα, καθώς και το εάν κάποιοι τρόποι, έχουν αλλάξει ή έχουν καταργηθεί.
Οι αναλύσεις των Ποιμαντικών αυτών Προβλημάτων εμφανώς συντελούν και συνδράμουν στην επαλήθευση ή και τον επαναπρογραμματισμό της εκκλησιαστικής ποιμαντικής θεωρίας και πράξης σε κάθε συναφές και συγγενές σύγχρονο ποιμαντικό ζήτημα.
Διαβάστε το κείμενο σε μορφή pdf: εδώ
[1] Με ενδιαφέροντα τρόπο αντιμετωπίζει το θέμα ο PEASE Glenn, A Theology οf Problems. Based on Ruth 1:1-4. (Πηγή: www.scribd.com/doc/17743734/A-Theology-of-Problems).
[2] Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο όρος ποιμαντικό πρόβλημα έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποια περίπτωση για να περιγράψει ζητήματα που αφορούν στον πιστό. Έτσι, ενώ υπάρχει η σχετική ανάλυση του ποιμαντικού προβλήματος ως συμπλέγματος κ.λπ., στοχεύει και ασχολείται με μία πιο προσωπική προσέγγιση του πιστού. Στη δική μας περίπτωση, η έρευνα αφορά σε συλλογικό επίπεδο την Εκκλησία ευρύτερα, σε σχέση, μάλιστα, με θέματα εκκλησιαστικής περιπτωσιολογίας και προβληματικής. Ο ορισμός που δίνεται για το προσωπικό ποιμαντικό πρόβλημα, το «ποιμαντικό πρόβλημα» ως διαδικασία ψυχικής συγκρούσεως, αναφέρεται στο «σύμπτωμα της βασικής ψυχικής συγκρούσεως που βιώνει ο άνθρωπος». (ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ Ιωάννου Κ., Εγχειρίδιον Ποιμαντικής Ψυχολογίας. Η Ψυχική Σύγκρουση (Περιλήψεις Πανεπιστημιακών παραδόσεων), τεύχος Α΄, εκδ. Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1980, σ.116).
[3] Πρβλ. «The nature of the church and the problems and issues which it faced from a major part of the theological agenda of Acts» (MARSHALL I.H., The Acts of the Apostles, jsot press, Sheffield – G. Britain 1992, σ. 65).
[4] ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗ Βασιλείου Ι. (Πρωτοπρ.), Μεθοδολογικά πρότερα της ποιμαντικής. Λεντίω ζωννύμενοι, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 23.
[5] Πρβλ. «Paul can, indeed, be seen as a preacher and a pastor, and one, moreover, who studies pastoral problems in detail by giving them his specific and often sustained attention» (ELFORD John (R), The Pastoral Nature of Theology. An Upholding Presence, ed. Cassell, London 1999, σ.5).
[6] ELIADE Mircea, Το ιερό και το βέβηλο, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 2002, σ. 14.
[7] ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Πέτρου, Αποστολή-Διακονία-Επισκοπή. Η συμβολή του βιβλίου των Πράξεων στη διαμόρφωση της [πρωτο]χριστιανικής εκκλησιολογίας, στο συλλογικό έργο της Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών, Οι Πράξεις των Αποστόλων. Εισηγήσεις Ε΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Φραγκαβίλλα, 26-30 Οκτωβρίου 1988, εκδ. Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών (Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών), Αθήνα 1994, υποσημ. 39, σ. 37.
[8] ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ (1994), σ. 37.
[9] ΠΑΤΡΩΝΟΥ Γεωργίου Π., Αγία Γραφή και Ιεραποστολή, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 61 εξ..
[10] Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει μάλιστα αναφορά στο λόγο του περί του Αγίου Πνεύματος (λα΄) χρησιμοποιεί την ιστορία του Ανανία και της Σαπφείρας για να καταδείξει το μέγεθος της βλασφημίας, που αποτελεί η άρνηση της θεότητας του Αγίου Πνεύματος: «Αυτοί που λένε και διδάσκουν αυτά και επιπλέον το ονομάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί οι οποίοι γνωρίζουν ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι η βλασφημία σ΄αυτό, αυτοί που τόσο φοβερά στηλίτευσαν τον Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέματα στο Πνεύμα το άγιο, σαν να είπαν ψέματα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί λοιπόν τι σου φαίνεται από τα δύο, ότι κηρύττουν πως το άγιο Πνεύμα είναι Θεός ή κάτι άλλο; Πόσο στ΄αλήθεια ανόητος είσαι και μακριά από το Πνεύμα, εάν απορείς γι΄αυτό και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει». (ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Στυλ. Γ. (επιμ.), Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. 1600 χρόνια μετά την κοίμησή του, μτφρ. π. Γ. Δορμπαράκης,…Διονύσιος Κακαλέτρης κ.ά., εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1991, σ. 100).
[11] ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Μελετίου (Μητροπ. Κυθήρων), Ο Ποιμήν κατά τας ποιμαντικάς επιστολάς του Αγ. Αποστόλου Παύλου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, εν Αθήναις 1956, σ. 75.
[12] Πρβλ. TARAZI Paul Nadim, The New Testament. An Introduction. Luke and Acts. Vol. 2, St Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York 2001, σ. 199: «The first breakdown of the early Christian community’s idyllic life was caused not by persecution from without but by betrayal from within».
[13] ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Αλεξάνδρου Μ., Μνήμη και Λήθη στη Θεία Λειτουργία, εκδ. Λύχνος, Αθήνα 1989, σ. 81.
[14] ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ευαγγέλου Δ., Ιστορία και Θεωρία της Εκκλησιαστικής Κοινωνικής Διακονίας, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1985, σ. 30.
[15] ΦΕΙΔΑ Βλάσιου Ιω., Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 1992, σ. 38.
[16] Πρβλ. TARAZI (2001), σ. 199: «Ηe represents the joining of Jew and Gentile in his very person insofar as he is on the one hand a Levite – not only a Jew but a Jerusalemite temple server – and on the other hand a native of Cyprus, a thoroughly Gentile land».
[17] Έχει ενδιαφέρον πως στο STOTT John R.W., The Message of Acts. To the ends of the earth, Inter-Varsity Press, Leicester 1990, γίνεται αυτούσια αναφορά, στις σ. 120-124, στο ποιμαντικό πρόβλημα των Πράξεων στο 6,1, κατόπιν στη λύση (solution), στην ανάλυση με τη βασική αρχή (principle), υπογραμμίζοντας μάλιστα πως: «God calls all his people to ministry, that he calls different people to different ministries, and that those called to ‘prayer and the ministry of the word’ must on no account allow themselves to be distracted from their priorities (σ. 122) και κλείνοντας με το συμπέρασμα (result).
[18] Το ιδιαίτερο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τις χήρες, φαίνεται να οφείλεται στο ότι οι Ελληνιστές Ιουδαίοι της Διασποράς πήγαιναν προς το τέλος της ζωής τους στην Ιερουσαλήμ για να πεθάνουν, αφήνοντας έτσι πίσω τους ένα μεγάλο αριθμό γυναικών. Πρβλ. POLHILL, John B., Acts. New American Commentary, vol. 26, Broadman Press, Nashville 1992, σ.179: «In Jewish society widows were particularly needy and dependent, and the Old Testament singles them out along with orphans as the primary objects of charitable deeds. The Hellenist widows may have been a particularly sizable group. Diaspora Jews often moved to Jerusalem in their twilight years to die in the holy city. When the men died, their widows were left far from their former home and family to care for them and were thus particularly in need of charity».
[19] Υπάρχει σχόλιο σχετικά με τα χαρίσματα των επτά Διακόνων στο ΚΑΡΜΙΡΗ Ιωάννου Ν., Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Δογματικής τμ. Ε’, Αθήναι 1973, σ. 462, ότι «οι επτά διάκονοι ήσαν και προ της εκλογής και χειροτονίας των «πλήρεις Πνεύματος αγίου και σοφίας» (Πραξ. 6,3)».
[20] ΤΣΙΤΣΙΓΚΟΥ Σπύρου Κ., Ποιο ήταν το έργο των επτά Διακόνων, (ανάτυπο από το περιοδικό «Εκκλησία» [έτος 1993, σ.450-454]), Αθήνα 1993, υποσημ. 14, σ.7: «Αλλά προφανώς, έτσι έχουμε εδώ όχι διοικητική «χειροτονία», αλλά χαρισματική πέμψη ελεύθερη πνευματικά, κοινή και δυνατή για όλους τους πιστούς (ως ευλογίας και ενισχύσεως)».
[21] Βλ. RADEMACHER, William J., Lay Ministry: A Theological, Spiritual, and Pastoral Handbook, The Crossroad Publishing Company, New York 1991. Στο κεφάλαιο που ασχολείται με την εκλογή «διακόνων»(«The “deacons” in Acts 6:1-6» σ. 35-37), υπογραμμίζεται ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν αναφέρεται μέσα στο κείμενο. Επιπλέον, αναφορικά με το διακόνημα αυτό, επισημαίνεται ότι «a new ministry emerges in response to complaints from the community; need precedes the formation of ministry; the new ministers are indigenous to the community; this new ministry, even after the laying on of hands, remains very broad and flexible, including preaching the Word, exorcising demons, and serving at table; the church, already at this early stage, feels it can impose qualifications for ministry; and, finally, it is the community that elects and the twelve who accept and confirm the community’s selection» (σ.37).
[22] «Ο κεντρικός στόχος, το «θεοποιείσθαι τε και θεοποιείν», δεν συνεπάγεται υποτίμηση της μέριμνας για το κοινωνικό έργο. «Η διακονία του Λόγου και των μυστηρίων (πνευματικό έργο) και η διακονία των τραπεζών (βιοτικό έργο) και μετά την εκλογή των «Επτά» μένουν αλληλένδετες, διακρινόμενες μόνο για λόγους πρακτικούς. … Εξάλλου η διακονία των «Επτά» μένει συνηρτημένη με τη Θεία Ευχαριστία, το απόλυτο κέντρο της εν Χριστώ ζωής, της ζωής της Εκκλησίας»». (ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗ Αδαμαντίου (Πρωτοπρ.), Ποιμένας και Θεραπευτής. Ζητήματα ποιμαντικής ψυχολογίας και ποιμαντικής πρακτικής, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999, σ. 37, όπου υπάρχει η σχετική παραπομπή στο ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Γεωργίου (Πρωτοπρ.), Η κοινωνική παρουσία του κληρικού, ανάτυπο από το περ. «Απόστολος Βαρνάβας», Λευκωσία 1985, σ. 5εξ.).
[23] Πρβλ. την παρατήρηση ότι «έχομεν εν τη περιπτώσει των «επτά» διακόνων τον τύπον του «ελληνιστού» προφήτου της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων; Ο Λουκάς παρουσιάζει τούτους ως άνδρας δαψιλών χαρισμάτων, οίτινες έχαιρον φήμης πνευματικών. Ως «μαρτυρούμενοι» μάλιστα υπό του Πνεύματος εξελέγησαν υπό των Αποστόλων εις το χρονικώς περιωρισμένον αξίωμα του «διακόνου». Δεν αποτελεί πρόβλημα διά την πρώτην Εκκλησίαν, ως είδομεν και αλλαχού, η συνύπαρξις χαρισμάτων και αξιωμάτων εν ενί προσώπω. Η Διδαχή ωσαύτως βεβαιοί (11,9), ότι οι προφήται έφερον και ωρισμένην ευθύνην εν τη οργανώσει της φιλανθρωπίας της κοινότητος». (ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ Ιωάν., Η Εκκλησία των προφητών. Το προφητικόν χάρισμα εν τη Εκκλησία των δύο πρώτων αιώνων, εκδ. Στ. Βασιλόπουλος, Αθήναι 1979, σ. 125).
[24] «Και οι επτά έχουν ελληνικά ονόματα: Στέφανος, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων, Παρμενάς, Νικόλαος· ένας από αυτούς, ο Νικόλαος, ήταν προσήλυτος από την Αντιόχεια· δηλαδή είχε γεννηθεί εθνικός· οι άλλοι έξι ήταν εκ γενετής Ιουδαίοι, μιλούσαν όμως ελληνικά». (WEISS (22001), σ. 176 εξ.).
[25] Γλαφυρή προσέγγιση στα συμβάντα της Αποστολικής Συνόδου αποτυπώνεται στο HOLZNER Joseph, ΠΑΥΛΟΣ, (μεταφρ. τ. Αρχιεπ. Αθηνών Ιερωνύμου), εκδ. ΔΑΜΑΣΚΟΣ, Αθήνα, 141996, σ. 141-146.
[26] Πρβλ. ΜΠΟΛΤΕΤΣΟΥ Τριαντάφυλλου Κ., Η Θεολογία της Πολυπολιτισμικότητας στην Καινή Διαθήκη. Η ευλογία της ετερότητας, Αταλάντη 2000, σ. 69-71, κεφ. γ5. «Κανόνες Χριστιανικής Πολυπολιτισμικής συμπεριφοράς».
[27] ΦΕΙΔΑ Βλάσιου Ιω., Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 1992, σ. 43.
[28] ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Νεκτάριου (Αρχιμ. – νυν Μητροπολίτου Αργολίδος), Η τιμή των αλλογενών αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ανάτυπο από τον τόμο Πρακτικών του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Ξενοφοβία και φιλαδελφία κατά τον Απόστολο Παύλο», Βέροια 2008, σ. 95.
[29] ΠΑΤΡΩΝΟΥ Γεωργίου Π., Θεολογία και Ορθόδοξο Βίωμα. Θέματα θεολογικού προβληματισμού και Ορθόδοξης πνευματικότητας, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1994, σ. 111.
[30] ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ Σάββα, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, Αθήναι 1971, σ.191.
[31] Στη συνέχεια ως Εγκύκλια Επιστολή καταγράφεται η Καθολική Επιστολή Ιακώβου. Πρβλ. ΒΑΚΑΡΟΥ Δημητρίου (Πρωτοπρ.), Από τη Συναγωγή στην Εκκλησία. Η διακονία του λόγου του Θεού κατά τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας των τεσσάρων πρώτων αιώνων, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 203.
[32] Ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη απάντηση στο σχετικό ερώτημα, κυρίως ως προς την ποιμαντική της Ιεραποστολής, δίνεται στο έργο του εξαιρετικού και αείμνηστου καθηγητή μας Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, στο έργο του «Αποφυγή Ασκήσεως Ιεραποστολής εις την Αρχαίαν Εκκλησίαν» (έκδ. «Πορευθέντες», Αθήναις 1970). Με τον τρόπο αυτό έδωσε το στίγμα, ότι η Εκκλησία μη ασκώντας Ποιμαντική σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις, βαδίζει και πάλι στα ίχνη της αρχέγονης, αποστολικής Εκκλησίας. Αναφέρεται (4ο κεφ.) στις ενδείξεις «αποφυγής διακηρύξεως του Χριστιανισμού εις χλευαστικώς, εχθρικώς και ανετοίμως διακείμενον ακροατήριον» (σ. 169-203). Με την ευκαιρία αξίζει να μνημονεύσουμε, ότι στο αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο του έργου αυτού (3ο κεφ.) υπογραμμίζεται και το ποιος δεν πρέπει να ασκεί Ιεραποστολή, υποδεικνύοντας για πολλαπλούς ποιμαντικούς λόγους τους απλοϊκούς πιστούς προς τους πεπαιδευμένους εθνικούς (σ.137-167).
[33] ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Θανάση Ν., Ανεστιότητα και Παραπεμπτικότητα. Κριτικές Προσεγγίσεις στα Θεολογικά Δρώμενα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998, σ. 33.
[34] ΤΡΕΜΠΕΛΑ Παναγιώτου Ν., Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εκδ. «ΖΩΗ», Αθήναι 1955, σ. 413
[35] Σύμφωνα με τους κανόνες πολυπολιτισμικής συμπεριφοράς που αναγράφονται στο σχετικό εγχειρίδιό μας (ΜΠΟΛΤΕΤΣΟΥ (2000), σ. 69): «Υπάρχουν, κατ΄επέκταση, κανόνες που συνοδεύουν τη θεολογία της Πολυπολιτισμικότητας της Καινής Διαθήκης και, ευρύτερα, της Εκκλησίας. Οι κανόνες αυτοί, αντίθετα απ΄ότι συνήθως συμβαίνει, είναι στην πλειονότητά τους θετικοί, προτρεπτικοί καί λιτοί. Συνταιριάζουν, δηλαδή, απόλυτα με την υπόλοιπη χριστιανική διδασκαλία. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως μόνο ένας είναι ο αρνητικός και αποτρεπτικός κανόνας, για την περίπτωση της συναναστροφής του Χριστιανού με πολιτισμικά στοιχεία ξένα και άσχετα με την Εκκλησιαστική πραγματικότητα».
[36] Αξίζει να παραβάλλουμε σχετικά ιστορίες με γέροντες της Εκκλησίας (παλαιούς αλλά και σύγχρονους), οι οποίοι δεν μιλούσαν ή και δεν δέχονταν καθόλου κάποιους από αυτούς που τους επισκέπτονταν, ώστε εκείνοι να έρθουν σε συναίσθηση και να ωφεληθούν ψυχικά.
[37] Κατά το πρότυπο της Γενικής, Ειδικής και Ειδικότατης Πρόνοιας του Θεού, που αναφέρεται στην Ορθόδοξη Δογματική (ΚΑΡΜΙΡΗ (1995) σ.150).
[38] ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Αλεξάνδρου Μ., «Η Προδοσία των Ποιμένων» και η «Καλή Ποιμαντική». Σχόλια σε ένα πρόσφατο και σε ένα παλαιότερο κείμενο. (Χρήστου Μαλεβίτση και αγίου Αθανασίου του Παρίου), Εισήγηση στην Ημερίδα που οργάνωσε η Συνοδικὴ Επιτροπὴ Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού έργου στις 11 Ἰουνίου 2009 στο Διορθόδοξο Κέντρο της Ιεράς Μονής Πεντέλης με κεντρικὸ θέμα: «Η αποστολή του Ιερέως στο σύγχρονο κόσμο», Πρακτικά ημερίδος, σειρά: Ποιμ. Βιβλιοθήκη, αρ. 23, εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2010 (β), σ.179-188. Ολόκληρο το κείμενο του αγ. Αθανασίου του Παρίου δημοσιεύεται στην ίδια έκδοση, στις σ. 202-207.
[39] Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη και την εκφυλιστική δράση της Αντιποιμαντικής, εάν την αντιπαραβάλουμε με ορισμένα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος «στούς Όρους κατ΄επιτομήν λέγει:«Εξ ων παιδευόμεθα, ότι, καν πολύ γνήσιος τις η, καν υπερβαλλόντως ένδοξος ο κωλύων το του Κυρίου προστεταγμένον, ή προτρέπων ποιείν το υπ΄αυτού κεκωλυμένον, φευκτός ή βδελυκτός οφείλει είναι εκάστω των αγαπώντων τον Κύριον». (Ερώτησις ριδ΄, Ει δη παντί και ότι δήποτε επιτάσσοντι υπακούειν, PG 31,1160). Πρβλ. και Αρχή των ηθικών, όρος οβ΄περί ακροατών. «Ότι δει των ακροατών τους πεπαιδευμένους τας Γραφάς, δοκιμάζειν τα παρά των διδασκάλων λεγόμενα· και τα μεν σύμφωνα ταις Γραφαίς δέχεσθαι, τα δε αλλότρια αποβάλλειν· και τους τοιούτοις διδάγμασιν επιμένοντας αποστρέφεσθαι σφοδρότερον» PG 31,845. Εδώ ο πατήρ δίδει το δικαίωμα στους ακροατές, που είναι μορφωμένοι κατά Χριστόν, να ελέγχουν την ορθότητα του περιεχομένου του κηρύγματος». (ΓΚΙΚΑ Αθανασίου (Πρωτοπρ.), Μαθήματα Ποιμαντικής, εκδ. Γ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη 2001, υποσημ. 39, σ. 59).
[40] Ο όρος «αντιποιμαντικό» χρησιμοποιείται και από τον Σεβ. Μητροπολίτη Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου κ. Δημήτριο σε κείμενό του, που δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεώς του με τίτλο «Εκκοσμίκευση και Εκκλησία», στη συνάφεια που αναφέρεται ότι «τελικά εκτρεπόμεθα σε ένα αντιποιμαντικό “εκμοντερνισμό”, σε ένα αδόκιμο συμψηφισμό εκκλησιαστικότητος και κοσμικότητος». (Πηγή: www.imgap.gr/file1/ Ekkosmikefsi.html).
[41] HOLZNER Joseph, ΠΑΥΛΟΣ, (μεταφρ. τ. Αρχιεπ. Αθηνών Ιερωνύμου), εκδ. ΔΑΜΑΣΚΟΣ, Αθήνα,141996, σ. 271, όπου και συνεχίζει ότι «αυτός ίσως είναι ο λόγος που δεν προτίμησε τον συντομώτερο δρόμο για την Έφεσο, αλλά, παρ΄όλες τις δυσκολίες, περνώντας για δεύτερη φορά τα στενά του Ταύρου, έσπευσε προς την Γαλατία, για να προλάβη, όσο ήταν δυνατό, την επίθεσι των αντιπάλων του, «επιστηρίζων πάντας τους μαθητάς»».
[42] ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ Ιωάννου, Ποιμαντική. Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, εκδ. ΩΜΕΓΑ – Δ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη σ. 23εξ.
[43] Ο Καθηγητής Παναγιώτης Χριστινάκης ασχολήθηκε με τη θεματική κατά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής, με θέμα: «Η απόπειρα εκκλησιαστικού εγκλήματος. Μελέτη νομοκανονική και ιστορικοσυγκριτική», Αθήναι 1978. Σχετική αναφορά γίνεται και στο ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Παναγιώτου, Θέματα Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου, τ. Α΄, Αθήναι 1993, σ.119-121.
[44] Για παράδειγμα, τη Σιμωνία ως ποιμαντικό πρόβλημα την αντιμετωπίζει με απαξίωση και αυστηρότητα και ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης. Πρβλ. ΦΟΥΣΚΑ Κωνσταντίνου Μ. (Πρωτοπρ.), Η Ιερωσύνη κατά τον Ισίδωρο Πηλουσιώτη, ανάτυπο εκ του Χαριστηρίου Τόμου εις τον Γέροντα Μητροπολίτην πρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Αυγουστίνον Ν. Καντιώτην, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, Φλώρινα 2004, σ. 539 εξ.
Με τη Σιμωνία σε σχέση με το μυστήριο της Χειροτονίας έχει ασχοληθεί σε επίπεδο ειδίκευσης (master) η ΚΟΝΤΑΛΗ Αθηνά, Η Σιμωνιακή Χειροτονία κατά τους Ιερούς Κανόνες, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εκδόσεις ενοποιηθέντων Κληροδοτημάτων Κληρονομία Χρυσόστομου Παπαδόπουλου και Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτου (τόμος 1), Αθήνα 2006.
[45] Πρβλ. ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ Προδρόμου Ι., Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων (με ερμηνεία των Ιερών Κανόνων, αναθεωρημένη & συμπληρωμένη), εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 22000, σ. 80εξ. και ΑΓΑΠΙΟΥ Ιερομονάχου – Μοναχού ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, ΠΗΔΑΛΙΟΝ της νοητής νηός της μίας αγίας καθολικής και αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας, ήτοι άπαντες οι Ιεροί και Θείοι Κανόνες, εκδ. ΑΣΤΗΡ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1957, σ. 185εξ.
[46] ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ (2000), σ. 188-191/ ΠΗΔΑΛΙΟΝ σ. 326εξ.
[47] ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ (2000), σ. 580-583/ ΠΗΔΑΛΙΟΝ σ. 640εξ.
[48] ΔΕΣΠΟΤΗ Σωτηρίου Σ., Η Ιεραποστολική Περιοδεία του Παύλου στον Ελλαδικό χώρο. Μακεδονία-Αχαῒα-Ασία, εκδ. Ουρανός, Αθήνα 2011, σ. 89.
[49] ΔΕΣΠΟΤΗ (2011), σ. 89.
[50] Ως «αντιποιμαντική» ορίζεται από τον π. Φιλόθεο Φάρο, η ποιμαντική αποκλειστικά του σπουδαστηρίου, και μάλιστα ως «ποιμαντολογία», που καταλήγει τελικά να είναι «αντιποιμαντική». Για αυτήν την ποιμαντική θεωρία «χωρίς αντίκρυσμα στην καθημερινότητα και την μακραίωνη παράδοση» κάνει λόγο ο καθηγητής Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, στο βιβλίο του «Επιστήμη και Τέχνη της Ποιμαντικής» (1997, σ. 90), με ιδιαίτερη αναφορά, στην υποσημείωση 100 της ίδιας σελίδας, στο άρθρο του ΦΑΡΟΥ Φιλόθεου (Αρχιμ.), Ποιμαντολογία αντιποιμαντικής, περ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 62, 1979, σ. 48-50.
[51] ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Αλέξανδρου Μ., Επιστήμη και Τέχνη της Ποιμαντικής, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1997, σ. 43.
[52] Ενδιαφέρουσα αναφορά στη δύναμη των δαιμόνων γίνεται σε ομότιτλο υποκεφάλαιο (9.1.4) του SPIDLIK Tomas, Η Πνευματικότητα του Ανατολικού Χριστιανισμού. Συστηματικό Εγχειρίδιο, μτφρ. Βασ. Στ. Ψευτογκά, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 305-307.
[53] Για την αίρεση, το σχίσμα και την ενδεικνυόμενη προς τους αιρετικούς και σχισματικούς ποιμαντική στάση, από την πλευρά των ιερών Κανόνων, με βάση αναλυτική και τεκμηριωμένη ανάπτυξη του θέματος βλ. ΚΑΨΑΝΗ Γεωργίου (Αρχιμ.), Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, εκδ. ΑΘΩΣ, Πειραιεύς 1976, σ. 155-165.
[54] ΠΑΤΡΩΝΟΥ (1994), σ. 115.