ΔΙΑΠΟΙΜΑΝΣH

Ποιμαντικές λύσεις σε προβλήματα Διαποίμανσης από τις πράξεις των Αποστόλων

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Κ. ΜΠΟΛΤΕΤΣΟΣ

Δρ. Ποιμαντικής Θεολογίας & Μεθοδολογίας

Ποιμαντικές λύσεις σε προβλήματα Διαποίμανσης

από τις «Πράξεις των Αποστόλων»

Η καταγραφή των ποιμαντικών προβλημάτων, που αντιμετώπισε η αρχαϊκή, η πρώτη Εκκλησία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και φυσικά η ανάδειξη των θεόπνευστων λύσεων, που δόθηκαν κατά περίπτωση, συναπο­τε­λούν μία εξαιρετικά σημαντική ενότητα για την αναζήτηση ποι­μα­ντι­κών αρ­χών και τρό­­­πων, τακτικών και μεθόδων, στο πλαίσιο της Καινής Διαθήκης, για την επιτυχή και ευλογημένη άσκηση του ποι­μα­ντικού έργου της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η αξία τους φαίνεται ιδιαιτέ­ρως όταν ο εντο­πισμός τους φανε­ρώ­νει πολ­­λές φορές και τις συνέπειές τους για τη ζωή και τη γενικότερη ποι­μα­ντι­κή πρά­ξη της Εκκλησίας και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου, παρελθόν, παρόν και μέλλον.

Θα μπορούσε να πει κανείς, πως ολόκληρη η Αγία Γραφή είναι το Βιβλίο, που δίνει λύσεις σε προβλή­μα­τα[1]. Ήδη από την αρχή της η Παλαιά Διαθήκη, αναφέρεται στο μεγάλο «πρόβλημα» του Βι­βλίου της Γέ­νε­σης. Πε­ρι­στρέφεται, δηλαδή, γύρω από τον άνθρωπο, το πρό­βλη­μα της επι­λο­γής που αντι­μετώπισε, και το «πρόβλημα», που προέκυψε στη συ­νέ­χεια για τον ίδιο τον Θεό, όταν πια ο άν­θρω­πος είχε υποκύψει στον πει­ρα­σμό. Η ουσία του προβλήματος αφο­ρού­σε στο πώς θα μπο­ρού­σε κα­τόπιν να σω­θεί ο δυστυχής άνθρωπος της πτώ­σης. Λύ­ση, όμως, βρέθηκε και δόθηκε με την Καινή Διαθήκη και την εναν­­θρώπηση του ίδιου του Ιησού Χρι­στού.

Σχετικά με το ζήτημα της προβληματολογίας, πολ­λοί πι­στεύ­ουν πως κάθε πρό­βλη­μα είναι κάτι αρνητικό. Ο ίδιος, όμως, ο Κύ­ριος Ιη­σούς αντι­­με­τώ­πι­σε παρόμοιο πρόβλημα με αυτό των πρωτο­πλά­στων, κατά τη διάρκεια των «πειρα­σμών» Του. Αυτή τη φορά, όμως, το πρόβλημα εξε­λίχθηκε σε ευκαιρία να φανε­ρώ­σει ο Χρι­­στός την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπα­­κοή Του προς τον Πα­τέρα.

Επο­μέ­νως, τα προβλήματα δεν αποτελούν απαραιτήτως από­λυ­­τη και αδιάψευστη ένδειξη … «κακο­τυ­χίας». Αντί­θετα, η ισορροπημένη αντι­με­τώ­πι­σή τους και η υιοθέτηση της ενδε­δειγ­μέ­νης λύσης τους, φανερώνει στην πρα­γμα­­τικό­τη­τα την ακριβή πνευ­μα­τική κα­τά­σταση του ανθρώπου.

Έχει, λοιπόν, ιδιαί­τερη αξία να μελετάμε το πώς η Εκ­κλη­σία, μέσα από τη σο­φία Της και το φω­τισμό του Αγίου Πνεύματος, δί­νει λύ­σεις στα συνεχή προ­βλή­μα­τα, που της δη­μιουργούν οι αδύναμοι, επιρρεπείς σε κάθε πειρασμό και αντι­δρα­στι­κοί πι­στοί Της. Το σκε­πτι­κό, άλλωστε, αυτό έχει τη δική του ποι­­­μα­ντική δυ­να­μική. Η Εκ­κλησία αντι­με­τωπίζει τα προβλήματα, που ανα­κύ­πτουν κα­τά την πορεία Της, χωρίς μεμψι­μοι­ρίες, αλλ΄ όμως με προσευχή και εμπι­στο­σύ­νη στο Θεό. Το ίδιο, όπως φαίνεται, οφείλουν να πράττουν, κατ΄ αντιστοιχία, και τα μέλη Της.

Τα Ποιμαντικά Προβλήματα αναδεικνύονται μέσα από την ξεχωριστή επίδραση, που άσκησαν κατά τη χρονική περίοδο, που εκδηλώθηκαν, αλλά επίσης και από τις συνέπειές τους στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον, τόσο στην ποιμαντική πρακτική της Εκκλησίας, όσο και στις ποιμαντικές οδηγίες, που ώθησαν την Εκκλησία να δώσει σχετικά.

Διαπιστώνουμε πως, αναλογικά με τη σχέση που αυτά έχουν τα προβλήματα με την ποιμαντική πράξη καθ΄ αυτή, αντίστοιχα διακρίνονται τρεις υποδιαιρέσεις των ποιμαντικών προ­βλη­­μά­των, που προκύπτουν[2].

Έτσι, έχουμε προβλήματα:

α) κατά την άσκη­ση της Ποιμαντικής (θετική ποιμαντική),

β) από τη μη δυνατότητα άσκησης Ποι­μαντικής (ουδέτερη ποιμα­ντι­κή) &

γ) από την άσκηση της Αντιποιμαντικής (αρνητική ποιμαντική).

Είναι γεγονός πως όποιος ασχολείται με την Ποιμαντική, έχοντας ως βά­ση το πε­ριε­χόμενο των Πράξεων των Αποστόλων, δεν μπορεί να παραβλέψει τα προβλήματα, που καταγράφονται και με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι πρώτοι Χριστιανοί.

Άλλω­στε, η θεο­λο­γι­κή «ατζέντα» των Πράξεων, εκτός από τις αναφορές στη μορφή της πρώ­της Εκ­κλησίας, πε­ριέ­χει σε μεγάλο μέρος προβλήματα και διάφορα άλλα θέ­μα­τα, που Αυτή αντι­με­τώ­πι­σε.[3]

Προβάλλοντας το όφελος αυτής της ενασχόλησης με τα ποιμαντικά προ­βλήματα και τις λύσεις τους, βλέπουμε πως είναι γενικά αποδεκτό πως «η επί­λυ­­ση των πρακτικο-ηθικών προβλημάτων της καθημερινής ζωής των Χρι­στια­νών μπορεί ενδεχομένως να γίνεται με διαφορετικό τρόπο όταν αλλάζουν οι εποχές και τα πρόσωπα. Αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να αγνοείται ή να πα­ρα­θεωρείται η προγενέστερη εκκλησιαστική πρακτική»[4].

Πώς αντιμετωπίστηκαν, λοιπόν, περίπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν, τα πρώτα ποιμαντικά προβλήματα της αρχαϊκής Εκκλησίας; Είναι ενδιαφέρον να σκεφθούμε, πως ένας από τους πρώτους λύτες αυτών ακριβώς των ποιμαντικών προβλημάτων ήταν και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος τα μελετούσε σοβαρά και έδινε την εξει­δικευμένη λύση και την απαιτούμενη προσοχή[5].

Επιγραμματικά, θεωρούμε πως με την παράθεση συγκε­κρι­μένων αυτούσιων ποιμαντικών ζητημάτων, καταφέρνουμε «να δείξουμε τι χα­ρα­κτηρίζει την ύπαρξη σε έναν κόσμο στραμμένο προς το ιερό», κα­θώς «τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το παράδειγμα, το συγκεκριμένο γεγονός»[6].

1. Ποιμαντικά Προβλήματα κατά την άσκηση της Ποιμαντικής (θετική ποιμαντική)

Αυθεντικά Ποιμαντικά Προβλήματα, που οδηγούν την Εκκλησία του Χρι­στού σε δράσεις και αποφάσεις, έχουν να κάνουν με ζητήματα, που ανα­δει­κνύονται μέσα από τη ζωή και την οργάνωσή Της και έχουν πρακτικές συ­νέ­πειες στην ιστορία και τη διδασκαλία Της.

Η εποχή των Πράξεων μέσα από τη σχετική καταγραφή του ιερού βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων» του Ευαγγελιστή Λου­κά, μας δίνει αξιόλογο υλικό, που θα μπορούσε να διαπιστώσει κάποιος πως φανερώνει μία ακόμα πλευρά της εκκλησιαστικής Αγιοπνευματικής κα­θο­δή­γησης. 

1.1 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 1,20-26

Θέμα: Η αναπλήρωση Αποστόλου, εις “Επισκοπήν”.

Υπόθεση: Μετά την απομάκρυνση του Ιούδα από τον κύκλο των Μαθητών του Κυρίου και το τραγικό του τέλος, έπρεπε να βρεθεί ο καταλληλότερος αντι­καταστάτης.

Λύση: Αρχικά Πρόταση δύο προσώπων και κατόπιν Προσευχή και εκλογή με Κλήρο.

Ανάλυση: Υπάρχει μία ιδιαίτερη θεολογία πίσω από την αντικα­τά­στα­ση του Ιούδα. Φαίνεται ότι το ζήτημα της αναπλήρωσης του φιλάργυρου πρώην μα­θη­­τή του Κυρίου έχει βαρύνουσα σημασία για το θέμα της αποστολικής συ­νέ­χειας και δια­δο­χής. Είναι επίσης μεγάλης θεολογικής σημασίας και το γεγονός «ότι η ανα­πλή­­ρωση του Ιούδα λαμβάνει χώρα πριν από την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κα­τά την Πεντηκοστή»[7]. Επιπλέον, όπως φαίνεται από το σχετικό αγιο­γρα­φι­κό από­σπα­σμα, «η κατανόηση από τον ευαγγελιστή Λουκά τόσο της έννοιας της απο­στο­λής, όσο και της έννοιας της επισκοπής, είναι καθαρά εσχα­το­λο­γι­κή»[8].

Ακόμα, «η εμφάνιση του Χριστού στους «ένδεκα», που στην βιβλική αριθ­μη­τική είναι «δώδεκα», δείχνει πως ο Ιούδας τελικά δεν βλάπτει την πλη­ρό­τη­τα. Παρ΄ όλα αυ­τά, όμως, η Εκκλησία της αναστάσεως, προτού ακόμη οδηγηθεί στην Πεντη­­κο­στή, σπεύδει αμέσως στην εκλογή του Ματθία (Πράξ. 1,12-26). … Αν ο Ιούδας δεν «βλάπτει» εσχατολογικά την πληρότητα, ο Ματθίας «ωφελεί» ιστορι­κά την Εκ­κλησία, γιατί η εκλογή του συσχετίζεται άμεσα με το ιστορικό έργο «της δια­κονίας και αποστολής (Πράξ. 1,25)»[9]. Μάλιστα, η απόφαση της αναπλήρωσης ενισχύεται ή και υπαγορεύεται, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά (1,20-21), από σχετική προφητεία των Ψαλμών (Ψαλμ. 108,8).  

1.2 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 5,1-11

Θέμα: Απόπειρα”εξυβρίσεως του Αγίου Πνεύματος”.      

Υπόθεση: Ένα ζευγάρι των πρώτων χριστιανών των Ιεροσολύμων, ο Ανανίας και η Σαπφείρα, υποκριτικά είπαν ψέματα στους Αποστόλους σχετικά με την αξία πώλησης κτήματός τους. Η κατηγορία που τους προσάφθηκε ήταν: “ἐπλή­ρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον”.

Λύση: Η λύση που δόθηκε ήταν παραδειγματική και δραστική. Και οι δύο πεθαίνουν αλληλοδιαδόχως μετά την αποκάλυψη του αμαρτήματός τους.

Ανάλυση: α) Σημειώσαμε το αυστηρό και δραστικό παραδειγματισμό, που εμπεριείχε η λύση που δόθηκε. Ήταν μια ασυνήθι­στη, θα λέγαμε, λύση για το φιλάν­θρω­πο χρι­­­στια­νικό πνεύμα και την κοινή πρακτική της Εκ­κλησίας. Θυ­μί­ζει, όμως, παράλληλα, τα λόγια του αγίου Ιωάν­νη του Προδρόμου «πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποι­οῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10) και παραπέμπει στην πρα­κτική του Κυ­ρίου με την «άκαρπη συκή», όταν «ἰδὼν συκῆν ἀπὸ μα­κρό­θεν ἔχουσαν φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐλθὼν ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα· οὐ γὰρ ἦν και­ρὸς σύκων. καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ· μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μηδεὶς καρπὸν φάγοι» (Μαρκ. 11,13-14). Θυ­μί­ζει, ακόμα, την απάντηση, που αυ­θόρ­μη­τα δόθηκε από όσους είχαν ακούσει την πα­ραβολή με τους κακούς εργάτες του αμπε­λώνα του Κυ­ρίου «κακοὺς κα­κῶς ἀπο­λέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκ­δώ­σεται ἄλλοις γεωργοῖς» (Ματθ. 21,41).

Συνεπώς, η δρα­στι­κότητα και η, κατά τα φαινόμενα, αυστηρότητα μπο­ρεί να αποτελέσει, κατά περίπτωση, χαρα­κτη­ρι­στι­κό μιας λύσης, που συμ­βα­δί­ζει με την ποι­μα­ντική πράξη της Εκ­κλη­σίας, ως εφαρ­μογή των λό­γων του Ευ­αγ­γε­λί­ου. Αρκεί, βέβαια, να περιβάλλεται από την αρετή της πνευμα­τι­κής διά­κρι­σης. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η επιλογή της κατάλληλης τιμω­ρί­ας-επι­τι­μί­ου για κάθε πα­ρά­πτω­μα-αμά­ρτη­μα, που θα παράσχει τον ανάλογο παρα­δει­γμα­τι­σμό τόσο στον επι­τι­μού­με­νο όσο και τους υπόλοιπους πιστούς, με στόχο την ψυχική ωφέλεια όλων.

β) Η υπόθεση, επιπλέον, μοιάζει με την ιστορία των πρωτοπλάστων, όπου με­τά την ανυπακοή και την υποκρισία απέναντι στον παντογνώστη Θεό, απο­μακρύν­θηκαν από κοντά Του, έχοντας, πλέον, την προοπτική του θανάτου σύμ­φυτη στη ζωή τους (Γένεση 3,22). Βασικά, στο σημείο αυτό των Πράξεων έχου­­με το μοναδικό, ίσως, πρα­γματικά «θανάσιμο αμάρτημα», που δε συγχω­ρεί­­ται. Αυτό συμβαίνει, καθώς κά­ποιος, που ψεύδεται απέναντι σε ένα τόσο έν­το­να αποκαλυμμένο Άγιο Πνεύμα, δείχνει πως το αμφισβητεί και το αρνεί­ται, δη­λαδή το «εξυβρίζει»[10].

γ) Πέρα από το γεγονός ότι το αμάρτημα του ζευγαριού έχει να κάνει με την απόπειρα προσβολής και την αποδεδειγμένη άρνηση της δύναμης του Αγίου Πνεύματος, αντιλαμβανόμαστε ότι, ιδιαίτερα εκείνη τη χρονική περίοδο, η φιλαργυρία θα αντιμετωπιζόταν με ιδιαίτερα αρνητική ψυχική φόρτιση από την Εκ­κλη­σία και ιδιαίτερα από τους Μαθητές του προδομένου από τον Ιούδα Θεαν­θρώ­που. «Με πόνον αναφέρουσι το γεγονός οι Άγιοι Ευαγγελισταί. Εις εκ του κύ­κλου των, νοσήσας φιλαργυρία, επώλησε τον Διδάσκαλον! … Η φιλο­χρη­μα­τία διά μέσου των αιώνων πολλά δεινά επεσώρευσεν εις την Εκκλησίαν και εξακολουθεί να επισωρεύη ανεπανορθώτως και σήμερον!»[11].

Είναι ενδιαφέρουσα η ερμηνευτική παρατήρηση πως η πρώτη κρίση (το πρώ­το πρόβλημα) στην ειδυλλιακή ζωή και ατμόσφαιρα της αρχαίας χριστια­νι­κής κοι­νό­τητας δεν προκλήθηκε από κάποιον διωγμό από εξωτερικό παρά­γο­ντα, αλλά από μία προδοσία από μέσα[12]. Θα μπορούσαμε, ίσως, να θεω­ρή­σου­με πως έχου­με ένα πρώτο περιστατικό ενδο-εκκλησιαστικού οικο­νο­μι­κού σκαν­δά­λου. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες έκρυψαν την αποκτηθείσα περιουσία.

Βέβαια, δεν μιλάμε για … φοροδιαφυγή, αλλά για παρα­βία­ση της θείας Ακρί­­βει­ας, ώστε να εξελίσσεται σε ένα σκάνδαλο κατά της θείας Οικονομίας. Η επι­­σή­μαν­ση αυτή δεν έχει απλώς εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον. Έχει ποιμαντικό εν­­δια­­φέ­ρον, καθώς ο ευαγγελιστής Λουκάς καταγράφοντας μια λυπηρή κα­τά­στα­ση, δηλώνει ότι όπου υπάρχει ανθρώπινος παράγοντας πάντοτε να περι­μέ­νουμε και την εκδήλωση της ανθρώπινης αδυναμίας. Δείχνει εντέλει πως είναι απαραί­τητο να ελέγξει η Εκκλησία οποιαδήποτε παρα­σπον­δία των πιστών, όσον αφο­ρά την προσέλευση και προσέγγιση σε αυτήν με έλλειψη «φόβου Θε­ού, πί­στεως και αγάπης», παρά να συγκαλύψει ένα περιστατικό, που ίσως κά­ποιους να στενοχωρήσει ή και να προκαλέσει.

δ) Πάντως, την πρώτη Εκκλησία, όπως περιγράφεται και στα Ευαγγέλια, «απασχο­­λούσε έντονα το ζήτημα της υπο­κρί­σεως, της υποκρισίας, των υπο­κρι­τών. Τα «ουαί» του Κυρίου εναντίον των υπο­κρι­τών Γραμματέων και Φα­ρι­σαί­ων αν­τη­χούν ακόμα στ΄αυτιά των πρώτων Χριστιανών (Ματθ. κγ΄13 κ.ε.). Ο Από­στολος Πέτρος είχε αντιμετωπίσει με πολλή αυστηρότητα την περίπτωση του Ανανία και της Σαπφείρας, που θέ­λη­σαν να φανερώσουν άλλα, απ΄αυτά που είχαν στην καρδιά τους (Πράξεις ε΄ 1-11)»[13].

ε) Επιπλέον, καθώς το περιστατικό με τον Ανανία και τη Σαπφείρα λαμ­βά­νει χώρα στις απαρχές της εκκλησιαστικής ιστορίας, αυτός, ίσως, να είναι ένας επι­πλέον λό­γος για την εφαρμογή μιας τόσο ρηξικέλευθης λύ­σης. Για τον ίδιο λό­­γο, είναι πιθανό να υπήρ­ξαν, κατά τα χρόνια εκείνα, τόσα πολλά, έντο­­να και θε­τικά φαινόμενα θεϊκής πα­ρουσίας. Το όφελος ήταν, μεταξύ άλ­λων, η ενί­σχυ­ση των πιστών, η ξε­κάθαρη απο­τύπωση των δο­μών της πίστης, η άμε­ση απο­μά­κρυνση οποιουδήποτε ανθρώπου ή οποιασδήποτε νοοτροπίας θα μπο­ρούσε να νοθεύσει τη νέα διδα­σκα­λία.

Η εκδήλωση της χριστιανικής αγάπης, με τη μορφή της κοινοκτημοσύνης ή του κοινού ταμείου, αποτελούσε συνέπεια της ορθής βίωσης της νέας αυτής χριστιανικής διδασκαλίας. Είναι σημαντικό ότι η κοινοκτημοσύνη αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνικής ή πολιτικής ιδεολογίας.

Αφετηρία είχε την εκού­­­­­σια εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον. «Τούτο απο­δεικνύεται εκ των λό­γων του Πέτρου προς τον Ανανίαν: «ουχί μένον (δηλ. μη πωλούμενον) σοι έμε­νε και πρα­θέν (πω­λη­θέν) εν τη ση εξουσία υπήρχεν;» (Πραξ. ε΄3). Η κοι­νο­κτη­μοσύνη λοι­­πόν ήτο εκου­σία και ουχί απόλυτος, η δε αύ­ξη­­σις της κοινότητος κα­τέ­­στη­σεν αδύ­­­­νατον την διατήρησιν αυτής»[14]. Παρόλα αυ­τά, τελικά στην πράξη, η αρχή αυ­τή της κοινοκτημοσύνης «καίτοι δεν ήταν υπο­­χρεωτική για τους πι­στούς, δη­μιου­ρ­­γούσε σοβαρά προβλήματα ή και ευ­νόη­τες επιφυλάξεις ως προς τη δίκαιη κα­­­τανομή των κοινών αγαθών από τους υ­πευ­θύνους, γι΄αυτό και τε­λι­κώς δεν επέ­ζησε ως θεσμός. Παρέμεινε πά­ντο­τε ως ιδανικό πρότυπο για την αλ­λη­λεγ­γύη των χριστιανών και για την προ­σφο­ρά των πλούσιων μελών υπέρ των πτωχών του εκκλησιαστικού της σώ­μα­τος»[15]

στ) Τέλος, όπως συμβαίνει συχνά με τα προβλήματα, το αντιπαράδειγμα της φιλο­χρηματίας έχει τον αντίποδά του σε ένα αξιόλογο και επαινετό παρά­δει­­γμα της υπέρβασης του χρήματος.

Αναφέρεται, λοιπόν, το παράδειγμα κάποιου, που έχοντας χρήματα δεν υπο­­τάχθηκε σε αυτά αλλά τα υπέταξε «παρὰ τους πόδας των αποστόλων». Εί­ναι το παράδειγμα αυτού του πιστού, που αντιμετώπισε το πρόβλημα με τέτοιο τρόπο, ώστε εμ­φα­νί­σθηκε υπεράνω των υλικών αγα­θών, ως γνή­σι­ος μα­θητής του Χριστού. Το πρό­σωπο αυτό ήταν ο Ιωσής (4,36-37), ο πρό­θυμος βοη­θός στο έργο της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό του δόθηκε από τους Απο­στό­λους το όνομα Βαρνάβας, το οποίο ερμηνεύεται ως «υιός παρα­κλή­σε­ως». Είναι αξιο­πρό­σεκτο, πως στο πρόσωπο αυτό, που προ­βάλ­λε­ται από τις Πράξεις, αντι­προσω­πεύ­ε­­ται η ένωση Ιουδαίων και Εθνικών, κα­θώς από τη μία πλευρά είναι Λευί­της και διά­κονος του Ναού των Ιεροσολύμων και από την άλλη πλευρά η κα­τα­γω­γή του είναι από την Κύπρο, μία κατεξοχήν περιοχή Εθνι­κών[16].

1.3 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 6,1-6

Θέμα: Η άσκηση ποιμαντικής μέριμνας και διακονίας σε ιδιαίτερη κοινω­νι­κή ομάδα εντός της Εκκλησίας (χήρες Ελληνιστών Ιουδαίων).[17]

Υπόθεση: Γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους, «ὅτι παρε­θεω­ροῦ­ντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν»[18], την ίδια ώρα που οι Από­στο­λοι δεν μπορούσαν να αποσπώνται από το κηρυκτικό τους έργο.

Λύση: «Ἐπισκέψασθε ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύ­ματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης» και στη συνέχεια η Εκλογή επτά (7) Διακόνων[19]. Με το τρόπο αυτό έχουμε τη θε­σμο­θέτηση ενός ποιμαντικού οργάνου, που φρόντιζε συγκεκριμένα κοι­νω­νι­κά και ταυτόχρονα οικονομικά ζητήματα της κοινότητας.

Ανάλυση: Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία εκλέγοντας επτά ανθρώπους, τους οποίους κα­θιέ­ρω­σαν οι Απόστολοι με «επίθεση» των χειρών και προσευχή σε «μια τυ­πική διά­τα­ξη (λειτουργικό Τυπικό), στην οποία από παλιά η (Αρχαία) Εκ­κλη­σία διείδε μυ­στη­ριακή χειροτονία»[20], τους ανέθεσαν ως πρώτιστο έργο[21] μία μορφή ποι­μα­ντικής διακονίας σε πρακτικό επίπεδο. Να μεριμνούν για τις χή­ρες των Ελληνιστών Ιουδαίων. Τελικά όμως, ήδη από εκείνη την εποχή, οι διά­κονοι αυτοί πέρασαν εύκολα από την ποι­μα­ντι­κή δια­κονία των τραπεζών της Αγάπης (διακονία, κοινωνία), στη δια­κονία του λό­γου, το κήρυγμα (μαρτυ­ρία), που ήταν συνυφασμένη απόλυτα με τη τέλεση του μυ­στηρίου της θείας Ευ­χαριστίας (λατρεία)[22]. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο ρόλος των επτά προ­σώ­πων δεν ήταν τυχαίος[23]. Για το λόγο αυτό, εξαρχής, δεν ανα­φέ­ρο­νται απλώς ως υπεύ­­θυνοι για τα βοη­θή­μα­τα ή ως βοηθοί στη διάρκεια των κοινών τρα­πε­ζιών, αλ­­λά ως «άνδρες … πλή­ρεις πνεύματος και σοφίας»­ (6,3), ως κήρυκες (6,10) και ιερα­­πόστολοι (8,5)[24].

1.4 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 15,1-21

Θέμα: Ο τρόπος συσσωμάτωσης των μη Ιουδαίων στην Εκκλησία.

Υπόθεση: «τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωῡσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι».

Λύση: α)Γενική, για ένα σημαντικό εκκλησιαστικό πρόβλημα. Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι (Σύνοδος), με σκοπό «ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου».

β)Ειδική, για το ένα και μοναδικό θέμα της Αποστολικής Συνόδου[25]. Ως λύση αποτέλεσε ένας αρνητικός Κανόνας[26], με το εξής περιεχόμενο:  «ἔδο­ξε γὰρ τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνι­κτοῦ καὶ πορνείας», τον οποίο γνωστοποίησαν στέλνοντας: i) Αν­θρώ­πους και ii) Επιστολή.

Ανάλυση: α) Όσον αφορά την υιοθέτηση της μεθόδου της σύγκλησης μιας Συνόδου, ως γενικής λύσης, για την επεξεργασία, την αντιμετώπιση ενός οξύ­τα­του εκκλη­σιαστικού-ποιμαντικού προβλήματος, βλέπουμε πως λειτούρ­γη­σε με τον πιο άψογο τρόπο, θεμελιώνοντας, και παράλληλα εξασφα­λί­ζο­ντας, αυ­τό που κατ΄ εξοχήν επιδιωκόταν από τις Συνόδους στην μετα-Απο­στο­λι­κή επο­χή και που χαρακτηρίζεται ως «consensus Patrum» (συμφωνία Πατέρων). Η Απο­στο­λική Σύ­νο­δος αποτελεί ουσιαστικό ορόσημο στην Ιστορία της Ποι­μα­ντι­κής, κα­­θώς η Συνο­δικότητα, ως υιοθετούμενη μέθοδος, στήριξε με τους όρους και τους κα­νό­νες, που προέκυψαν από τις μεταγενέστερες Συνόδους, όλο το τετρά­πτυ­χο των λειτουρ­γιών του ποιμαντικού έργου, την μαρτυρία, τη λατρεία, την κοινωνία και την διακο­νί­α.    

β) Όσον αφορά την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου, που λειτούργησε ως καταλύτης στη λύση για το οικουμενικό θέμα, που προέκυψε για την πρώτη Εκκλησία, «η απόφαση αυτής της Αποστολικής Συνόδου αποτελούσε θρίαμβο του πνεύματος ελευθερίας στο έργο του Ευαγγελισμού, το οποίο διακήρυξε ο Απόστολος Παύλος με το όλο αποστολικό του έργο στον ελληνορωμαϊκό κόσμο»[27].

Διακρίνεται μάλιστα πως ο πρώτος κίνδυνος στη διάδοση του Ευαγγελίου ήταν ο εθνοφυλετισμός. Θα μπορούσε να πει κανείς πως και οι ίδιοι οι Από­στο­λοι δυσκολεύτηκαν. Όμως, «το όραμα του Πέτρου στην Ιόππη και τα γε­γονότα που ακολούθησαν στην Καισάρεια στο σπίτι του Κορνήλιου, ήταν η απά­ντηση του Θεού: «ἃ, ὁ Θεὸς ἐκαθάρισεν σὺ μὴ κοίνου» (10,15), «ἐπ᾿ ἀλη­θείας κα­τα­λαμ­βάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσω­πο­λή­πτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φο­βού­με­νος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δι­καιο­σύ­νην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι» (10,34εξ)». Η εισδο­χή των εθνικών στην εκκλησία σκανδαλίζει τους εκ περι­το­μής της Ιε­ρου­σα­λήμ. Κα­τηγορούν τον Πέτρο: «πρὸς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχο­ντας εἰσῆ­λθες καὶ συνέ­φα­γες αὐτοῖς» (11,3). Ο Πέτρος απολογείται και τους κα­θη­συ­χά­ζει: «ἀκού­σα­ντες δὲ ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν λέγοντες· ἄρα γε καὶ τοῖς ἔθνε­σιν ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιαν ἔδωκεν εἰς ζωήν» (11,18). Το θέμα δεν έληξε εκεί. Τέ­θηκε πά­λι με έντονο τρόπο. Αποτέλεσμα να συνέλ­θει η Αποστολική Σύνοδος, στην οποία ο Απόστολος Παύλος, ως Απόστολος των Εθνών θα παίξει κα­θο­ρι­στικό ρό­­λο. Η απόφαση της απο­στο­λι­κής συνόδου έλυσε το πρόβλημα και δια­φύλαξε την οικουμενική αποστολή της εκκλησίας από την αίρεση του εθνο­φυ­λετι­σμού».[28] Έτσι, πρα­γμα­το­ποι­ή­θηκε τελικά η συμφωνία μεταξύ των ιου­δαϊ­ζό­ντων και των εξ εθνών Χρι­στια­­νών.

Στην Αποστολική Σύνοδο του 49 μ.Χ., και μά­­λι­στα με εισή­γη­ση εκείνων που επέμεναν αρχικά στην εφαρμογή της ιου­δαϊ­κής πα­­ρα­­δό­σεως, κατανοή­θη­κε πλήρως η νέα κατάσταση. «Έτσι η σύνοδος δέχ­θη­κε ότι οι Χρι­στια­νοί εξ εθ­νών δεν πρέπει να υποβάλλονται στα καθιερωμένα της ιου­δαϊκής πί­στεως και ιουδαϊκής τελετουργίας (Πράξ. 15,6 εξ., Γαλ. 2,1-10). Δεν ήταν απα­ραί­τητη, λοι­πόν, η περιτομή και ούτε ήταν αναγκαίο να περάσει κα­νείς από την παι­δα­γω­γία της ιουδαϊκής σκέψης και ιουδαϊκής εμπει­ρίας. Και η ει­σήγηση αυτή έγινε από τον απόστολο Πέτρο που εξέφραζε τις απόψεις της ιουδαιο­χρι­στια­νικής κοι­­νότητας»[29]. Βέβαια, οφείλουμε να ση­μειώ­­σουμε πως «μεταξύ των απο­στό­λων και δη του Παύλου και του Πέτρου αι από­ψεις ως προς την θέσιν των Ιου­δαί­ων και των εθνικών εντός της πρώτης Εκκλησίας διῒστα­νται μάλλον ως προς την ακολουθητέαν τακτικήν και όχι κατ΄ουσίαν»[30].  

Στη Σύνοδο αυτή επικυρώθηκε η αυθεντικότητα ενός ρηξικέλευθου πολυ­πο­λιτισμικού ανοίγματος. Ήταν τότε που διακηρύχθηκε περίτρανα ότι η χρι­στιανική πίστη δεν είναι προνόμιο των Ιουδαίων αλλά και των Εθνικών, οι οποίοι μπορούν να γίνουν μέλη της χριστιανικής πίστης χωρίς άλλες προαπαι­τού­μενες διαδικασίες και υποχρεώσεις (συμπόρευση με τις επιταγές, τα έθιμα και τις τελετουργίες του Ιουδαϊσμού) παρά μόνο με τη γνήσια πίστη τους στο πρό­σωπο του Αναστημένου Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού και την υπακοή τους σε βασικές αρχές της διδασκαλίας Του.

Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε, τέλος, πως η αποστολή σχετικής επι­στο­λής, ιδιαίτερου μάλιστα ποιμαντικού περιεχομένου, προς τους πιστούς που προέρχονταν από τα έθνη θα μπορούσε να σημάνει την απαρχή των Εγκυ­κλί­ων Επιστολών, ως η πρώτη Εγκύκλιος[31] της Εκκλησίας, με θέμα: «Απο­φά­σεις της Απο­στολικής Συνόδου – Προϋποθέσεις εισδοχής των εξ εθνών προ­σώπων στην Εκκλησία του Κυρίου Ιησού Χριστού».

2. Ποιμαντικά Προβλήματα από τη μη δυνατότητα άσκησης Ποιμαντικής (ουδέτερη ποιμαντική)

Είναι γεγονός, πως, ενώ η μία και αγία διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ταυτόχρονα καθολική και αποστολική και η Ποιμαντική Της αναφέρεται στον κα­θένα, παντού και πάντοτε, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ποι­μα­ντι­κή της Εκκλησίας δεν είναι εφικτό να εκδηλωθεί, με αποτέλεσμα την ανα­γκα­στική επιλογή μιας ου­δέτερης ποιμαντικής. Τίθεται, λοιπόν, το ερώ­τη­μα: Υπάρ­χουν περιπτώσεις στις οποίες η Εκκλησία δεν ασκεί το ποιμαντικό Της έργο; Έχει, πι­στεύουμε, ενδιαφέρον να δούμε το γιατί, το πότε και το ποιον δεν ποιμαίνει[32] η Εκκλησία των Πράξεων των Αποστόλων.

2.1 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 1,6-7

Θέμα: Ο χρόνος της δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου.

Υπόθεση: Ρώτησαν τον Κύριο λέγοντες· «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀπο­κα­θι­στάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;»

Λύση: «Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ».

Ανάλυση: Ο χρόνος της δευτέρας ελεύσεως και παρουσίας του Κυρίου, όπως και της τελικής Κρίσης, αποτελεί ένα διαρκές και μόνιμο θέμα ενασχόλησης των χρι­στια­νών. Η ασχολία αυτή, ενώ στη βάση της μπορεί να έχει τα μεγαλύτερα οφέλη (πνευματική προετοιμασία πιστού), στην πρα­γμα­τι­κότητα γίνεται πολ­λές φορές αντι­κεί­μενο ημερολογιακής ανα­ζή­τησης και κο­ντόφθαλμης εξή­γη­σης δυσάρεστων πε­ριστάσεων και άσχημων συμβάντων, τόσο σε τοπικό όσο και παγκόσμιο επίπεδο.   

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εκτίμηση πως «η αγωνιώδης αναζήτηση της ακρι­­βούς χρονολογίας του «τέλους της ιστορίας» φανερώνει μία διαστροφή του σχήματος ΠαρελθόνΠαρόνΜέλλον, καθώς η αμφισβήτηση αυτή αποτελεί έκ­­φανση της Ανι­στο­ρικότητας. «Όποιος παραβλέπει ότι μέχρι τα Έσχατα η Εκ­κλη­σία θα βρίσκεται «in statu viae», τότε επιθυμεί να φέρει τη Δευτέρα Πα­ρου­σία πριν την ώρα της, επιθυμεί δηλαδή να διακόψει την ιστορική κυοφορία της Εκκλησίας και με καισαρική τομή να τη βιάσει να γεννήσει στις δικές του μέ­ρες. Είναι πεπεισμένος ότι βρισκόμαστε στον ομφαλό, στο τέρμα, στην ολο­κλή­ρω­ση της εκκλησιαστικής πορείας, κι έτσι χάνει την προοπτική του Μέλ­λο­ντος …»[33].

Ποιμαντικά μπορούμε να επικεντρωθούμε στο «οὐχ ὑμῶν ἐστι» της λύσης του προβλήματος και να αποδώσουμε στην αρνητική αυτή έκφραση τον κεντρι­κό ρόλο, που διαδραματίζει στην πρακτική της Εκκλησίας. Η απάντηση της Εκ­κλησίας σε ορισμένα ζητήματα μπορεί να εκφραστεί και με την άρνηση να δώ­σει συγκε­κρι­μέ­νη απάντηση. Βασικό κριτήριο για μια τέτοια στάση αποτελεί η ωφέλεια της ψυχής των αν­θρώ­πων. Δεν χρειάζεται αλλά και ούτε πρέπει ως Εκκλησία να έχει απάντηση για κά­θε θέμα, που απασχολεί τους «εν τω κό­σμω». Ιδιαίτερα, όταν η απάντηση δεν έχει να ωφε­λήσει την πνευματική του κα­τάσταση και εάν, αντί να ενώσει την ποίμνη, τη διασπά. Τότε προφανώς μπο­ρεί να απαντήσει με την άρνηση ή τη σιωπή Της.

2.2.1 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 13,50-51

Θέμα: Διωγμός Αποστόλων από κατοίκους μιας περιοχής.

Υπόθεση: Στην Αντιόχεια της Πισιδίας, ο Παύλος και ο Βαρνάβας αντι­με­­τω­πί­ζουν τη ζήλεια και την εχθρική στάση Ιουδαίων, οι οποίοι παρότρυναν και έπεισαν ανθρώπους με κύρος και εξουσία στην περιοχή να εκδιώξουν τους Αποστόλους εκτός των ορίων της πόλης (13,50).

Λύση: Με μία συμβολική κίνηση εκτίναξαν «τὸν κονιορτὸν τῶν πο­δῶν αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτοὺς» και απομακρύνθηκαν από την περιοχή.

2.2.2 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 18,5-6

Θέμα: Η εχθρική αντιμετώπιση Αποστόλου από τους Ιουδαίους. 

Υπόθεση: Στην Κόρινθο,οι Ιουδαίοι αντιτάσσονταν και βλασφημούσαν τον απόστολο Παύλο.

Λύση: Οι τρεις κινήσεις του Αποστόλου Παύλου ήταν οι εξής:  α) “ἐκτι­να­ξάμενος τὰ ἱμάτια” β) “εἶπε πρὸς αὐτούς· τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κε­φα­λὴν ὑμῶν” γ) “καθαρὸς ἐγώ· ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὰ ἔθνη πορεύσομαι” (απο­μα­κρύν­θηκε από αυτούς). Με τις ενέργειες αυτές ο Απόστολος κάνει γνωστή την από­­φασή του με μία συμβολική ενέργεια και ταυτόχρονα με μία σκληρή δια­πί­στω­­ση. Κα­τό­πιν ολοκληρώνει την απομάκρυνση από αυτούς με τη διατύπωση της από­φα­σης να απευθυνθεί σε άλλες ομάδες ανθρώπων.

Ανάλυση: Τα δύο πιο πάνω Ποιμαντικά Προβλήματα λει­τουρ­γούν ως μία ενότητα, ως προς την αιτία και ως προς τον τρόπο αντίδρασης απέ­να­ντι στην αρνη­τι­κή αντιμετώπιση κάποιων ανθρώπων απέναντι στους κή­ρυ­κες του Ευαγγελίου. Αποτυπώνεται η διάδοχη κατάσταση και καταγράφεται το επό­μενο βήμα, από όταν ο λαός τους εξευτέλιζε και σκόπευε να τους λι­θο­βο­λή­σει και αυτοί «δεν διέρ­ρη­ξαν τα ιμάτιά των, αλλ΄ υπέμειναν καρτερικώς την αδι­κί­αν και την κατα­φρό­νη­σιν»[34]. Σε αυτή τη συνάφεια και σύμφωνα με αυ­τούς τους κανόνες συμπεριφοράς[35], όταν δεν γίνονταν αποδεκτοί και αντι­θέτως φαι­νόταν ότι αναστάτωναν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες ή και ολό­κλη­ρες πε­ριο­χές αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τους ενάντιους στο λόγο του Ευ­αγ­γε­λίου, στο σκοτάδι και την αμάθειά τους. Έχουμε, λοιπόν, δύο πα­ρα­δεί­γμα­τα, που αποτελούν πρακτική εφαρμογή των λόγων του ίδιου του Κυρίου.

Ο Θεάνθρωπος Ιησούς συμβουλεύει σχετικά τους μαθητές Του και κατ΄ επέ­κταση κάθε πιστό στη διδασκαλία Του: «Καὶ ἐὰν κανεὶς δὲν σᾶς δεχθῇ οὔτε ἀκού­σῃ τοὺς λόγους σας, τότε ὅταν θὰ βγῆτε ἀπὸ τὸ σπίτι ἢ ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκεί­νην, τινάξτε τὴν σκόνην τῶν ποδιῶν σας» (Ματθ. 10,14).

2.3 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 16,6-10

Θέμα: Το αποστολικό έργο εμποδίζεται από το άγιο Πνεύμα με στόχο την ανασύνταξη και την ανακατεύθυνσή του.

Υπόθεση: Ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος συνοδεύεται και από τον Τιμόθεο, εμποδίζεται από το Άγιο Πνεύμα, με δύο, μάλιστα, διαδοχικές επεμβάσεις Του, «λαλῆσαι τὸν λόγον» στην Ασία και τη Βιθυνία.

Λύση: Η υπακοή στο θείο θέλημα και άμεση υλοποίηση του σχεδίου.

Ανάλυση: Στο σημείο αυτό φαίνεται για ακόμα μια φορά στις Πρά­­ξεις Αποστόλων ο ιδιαίτερος ρόλος, που αναλαμβάνει το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης και της Χά­ρι­τος. Σε σχέ­ση με τις άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι Απόστολοι οδη­γού­­νται από τις συνθήκες να αποσυρθούν και να αναστείλουν το ποι­μα­ντι­κό και κηρυκτικό τους έργο, εδώ έχουμε το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, να κάνει τη δια­φορά αποτε­λώ­ντας το κατ΄ εξοχήν εκκλησιαστικό κριτήριο για την υιοθέτηση μιας ουδέτερης ποι­μαντικής. Σε οξεία αντιδιαστολή με τις σχετικές αναφορές των Πράξεων, όπου παράγοντες ανθρώπινοι και εκτός της Εκκλη­σί­ας «πα­ρήγ­γει­λαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνό­μα­τι τοῦ ᾿Ιησοῦ (4,18) ή αλ­λού «παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ» (5,18), όταν το άγιο Πνεύμα επεμβαίνει, οι ένθεοι Από­στο­λοι και διαπρύσιοι Κή­ρυ­κες του Ευαγγελίου υπακούουν και αναστέλλουν ή και αναβάλλουν τα προ­σω­πικά τους σχέδια. Έτσι, αυτοί που ποτέ δεν υπά­κου­σαν σε ανθρώπινες εντο­λές σιω­πής και παύσης του ποιμα­ντι­κού έργου, υπα­κούουν πειθήνια τον θείο παρά­γο­ντα εκτελώντας το σχέδιο του Θεού, το οποίο απο­τρέπει το έργο της ποι­μα­ντι­κής από κάπου, ώστε να σπαρθεί και να καρπο­φορήσει κάπου αλλού.

Σήμερα, βέβαια, όταν δεν υπάρχει σαφής απαγόρευση από το Ευαγγέλιο ή παρουσία του αγίου Πνεύματος, θεωρούμε πως είναι η χριστιανική αρετή της διάκρισης, που μπορεί να αποτελέσει αφορμή μη άσκησης ποιμαντικής[36].

Ειδοποιός διαφορά με τις άλλες περιπτώσεις μη άσκησης ποιμαντικής, όπου το ακροατήριο γενικά αρνείται να δεχθεί το αποστολικό κήρυγμα, είναι ότι, στην περίπτωση που εξετάζουμε εδώ, έχουμε το άγιο Πνεύμα να διοχετεύει την ιεραποστολική δραστηριότητα σε άλλο σημείο και να μην τη σταματά.     Έρ­χεται, λοιπόν, σε όραμα η μορφή ενός Μακεδόνα που καλεί τον Απόστολο, ο οποίος βρίσκεται τώρα στην Τρωάδα, συνεχίσει την ποιμαντική του δραστη­ριό­τη­­­τα στη Μακεδονία, με τα λόγια: «διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (16,9).

Η ποιμαντική απόφαση των γνήσιων μαθητών του Κυρίου, από τη στιγμή που αντιληφθούν ότι κάτι προέρχεται από το Θεό, έχει δύο χαρακτηριστικά, την υπακοή και την αμεσότητα: «ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελ­θεῖν εἰς τὴν Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγ­γε­λί­σα­σθαι αὐτούς» (Πραξ. 16,10).

Συμπερασματικά, μπορούμε να καταλήξουμε πως πραγματικά υπάρχουν συνθήκες, κατά τις οποίες η Εκκλησία δεν πρέπει, δεν ωφελεί, δεν είναι γό­νι­μο και πνευματικά χρήσιμο να προχωρήσει σε ποιμαντικές δράσεις και παρεμ­βά­σεις, να ασκήσει δηλαδή τη θετική Της ποιμαντική. Ακόμα και τότε όμως, η ου­δέτερη αυτή ποιμαντική της Εκκλησίας αποτελεί την ορθότερη αντιμε­τώ­πι­ση της συγκεκριμένης ιδιαίτερης κατάστασης. Τέτοιες αναφορές είναι ακριβέστερο να τις αντι­με­τω­­πίζουμε μάλλον ως εκ­φάνσεις μιας γενικής Ποιμαντικής (όπως είναι η σιω­πή, η προσευχή υπέρ «του σύ­μπα­ντος κόσμου» αλλά και «των μι­σού­ντων ημάς») πα­ρά ως περιπτώσεις απουσίας ποι­μα­ντικής. Η Γενική Ποιμαντική δρα και αυτή συστηματικά, παράλληλα με την πο­λυ­σχι­δή Ει­δι­κή Ποιμαντική και την εξει­δι­κευ­μέ­νη Ειδικότατη Ποιμαντική.[37]

Συνεπώς, στην Ποιμαντική συμπερι­λαμβά­νον­ται κα­τα­στά­­­σεις και αιτίες, σύμ­φω­να με τα δεδομένα από τα Προβλήματα των Πράξεων, που έχουν να κάνουν με συγκε­κρι­μένα θέματα (πχ. προσδιο­­ρι­σμός ημε­ρομηνίας της Δευτέρας Πα­ρου­σί­ας του Κυ­ρίου), με ανά­λο­γες συμπερι­φο­ρές των αν­θρώ­πων (έντονη ή και βίαιη άρνη­ση ακρόασης του θείου Λόγου) και ορισμένους τόπους και χρόνους (σχέδιο Αγ. Πνεύ­­μα­τος), που υπαγορεύουν μία ουδέτερη αντιμετώπιση των θεμάτων.

3. Ποιμαντικά Προβλήματα από την άσκηση της Αντιποι­μα­ντι­κής (αρνητική ποιμαντική)

Έχοντας υπόψη την ανάλυση του αγίου Αθα­να­σί­ου του Παρίου[38] για την «κα­λή Ποιμαντική» είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς πώς μπορούν να προσδιορισθούν τα φαινόμενα της μη άσκησης καλής Ποιμαντικής και εάν, κατά συνέπεια, υπάρ­­χει και «κακή Ποιμαντική».

Αυτή η αντίθετη δρά­ση προς την Ποιμαντική, η αντίθεη κίνηση, η ενά­ντια προς τη σωτηρία του ανθρώπου δραστηριοποίηση, μπορεί να οριστεί ως Αντι­ποι­μα­ντι­κή, προ­κει­μέ­νου να καταδειχθεί η σαφής διά­κρι­ση και η εκ διαμέτρου αντί­θε­ση προς την κα­νο­νική, τη θεόπνευστη Ποιμαντική της Εκ­κλη­σίας[39].

Παρά τις σχε­τι­κές επιφυλάξεις για το εάν μπορεί να σχε­τι­σθεί η Ποιμαντι­κή, μία κατεξο­χήν ευεργετική δραστηριότητα, με ένα αρνητικό επί­θετο όπως είναι το «κακή» ή και με ένα σύνδεσμο όπως το «αντί-», γίνεται εντέλει απο­δε­κτή μια τέτοια προσέγγιση, καθώς υπάρχουν πά­ντοτε περιπτώσεις αντίθεων αιρε­τι­κών και πα­ρα­δείγματα κακών χρι­στιανών (ποι­μέ­νων και λαϊκών), οι οποί­οι χρη­σι­μο­ποιούν το πρόσχημα ή μία επίφαση της Ποιμαντικής, προ­κει­μέ­νου να εξυ­πη­ρετήσουν ιδιοτελή συμφέ­ρο­ντα και αλλότριους προς την Εκκλησία σκοπούς[40].

Πάντως η ενασχόληση με το θέμα αυτό, για το οποίο υπάρχουν ρη­τές ανα­φορές από τον ίδιο τον Κύριο στα ιερά Ευαγγέλια και σαφείς επισημάνσεις στα υπό­λοιπα Βιβλία της Καινής Διαθήκης (από τις Πράξεις και τις Επιστολές μέχρι και την Αποκάλυψη), είναι εξαι­ρετικά χρήσιμη, καθώς οι παραχαράκτες και στρεβλωτές της χριστιανικής δι­δα­σκαλίας, είναι ένα φαινόμενο που εμ­φι­λο­χω­ρεί σε κάθε επο­­χή.

Η εκκλησιαστική, βέβαια, ποιμαντική μέριμνα δεν μένει στη διαπίστωση του φαινομένου, ως μιας ιστορικής πραγματικότητας, αλλά επικεντρώνεται στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση αυτών των επικίνδυνων, για τις ψυχές των ανθρώπων, φαινομένων, εάν είναι δυνατό ήδη από τη στιγμή της γένεσής τους αλλά και κατά τις μετέπειτα εκδηλώσεις τους.

Στη συνάφεια αυτή, είναι χρήσιμο και ενδιαφέρον να πληρο­φο­ρη­θού­με, μέσα από τις διηγήσεις των Πράξεων, συγκε­κρι­μένες περιπτώσεις αντι­ποιμαντικής, όπου μάγοι, αιρετικοί, ψευδοδιδάσκαλοι και ψευδο­μεσσίες επι­διώ­κουν να καπηλευτούν τη θεία Χάρη και να απο­κτήσουν με αλλότριες με­θό­δους το σεβαστό τίτλο του ποιμένα, του θαυ­μα­τουργού, του χαρισματούχου, του δα­σκά­λου, του θεραπευτή, για προσωπικό τους, πάντοτε, όφελος.

Ο στόχος είναι να διαπιστώσουμε πώς αυτοί δρουν, ώστε να καταγραφεί και το πώς η Εκκλησία και οι Απόστολοί Της αντιδρούν σε όλους αυτούς, βάσει της θεω­ρίας και πράξης της πρώτης Εκ­κλησίας.

Στο πνεύμα του εντοπισμού πρακτικών αντιποιμαντικής βρίσκεται και η επι­λογή από τον Holzner του όρου «αντιϊεραποστολή», όταν περιγράφει την πλη­ροφορία του Απόστολου Παύλου (Πράξ. 18,23) ότι «οι αντίπαλοί του σχε­δία­ζαν ν΄αρχίσουν στην Μικρά Ασία μια αντιϊεραποστολή»[41].

Η χριστολογική βάση του ποιμαντικού έργου καθιστά φανερό πως «πάσα επί μέρους δραστηριότης του ποιμένος πρέπει να διαποτίζεται από το πνεύμα των κατωτέρω δύο θεμελιωδών αρχών. α) Ο Κύριος είναι το μοναδικόν θεμέ­λιον του ποιμαντικού έργου. «Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11). β) Παν ό,τι ενεργεί ο ποιμήν, οφείλει να το ενεργή εν τω ονόματι του Κυρίου. «Οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ. 4,12)».[42] Βάσει αυτών των αρχών είναι εμφανές πότε έχουμε αντι-χρι­στολογική ποιμαντική, ή όπως ευρύτερα την ονομάζουμε Αντιποιμαντική.

Στην ενότητα των τεσσάρων πρώτων Ποιμαντικών Προβλημάτων, που ακολου­θούν, φαίνεται πως ο αντιποιμαντικός τους χαρακτήρας στρέφεται γύ­ρω από τη μαγεία και την ευρύτερη επήρεια των πονηρών πνευμάτων. Η αντι­με­τώπιση, όμως, της κάθε μιας ιστορίας κινείται σε διαφορετικό πλαί­­σιο, ανά­λογα με την τελική ποιμαντική τακτική από την πλευρά της Εκκλησίας, η οποία, διερευνώντας τα βα­θύτερα κίνητρα των εμπλεκόμενων προσώπων, άλ­λο­τε χαρίζει την πνευ­ματική ελευ­θερία και άλλοτε καταλογίζει ευθύνες, που επι­σείουν επώδυνες συνέπειες. Άλλωστε, για τον Κύριο σε κάθε περίπτωση δεν έχει αξία η ικανότητα ή η πράξη της θεραπείας από τα δαιμόνια, αλλά, όπως γράφει ο ίδιος ιερός συγγραφέας των Πράξεων Λουκάς στο Ευαγγέλιό του «ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι» (Λουκ. 4,41).

3.1 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων 8,18-24

Θέμα: Απόπειρα[43] εξαγοράς της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.

Υπόθεση: Ο μάγος Σίμων «μαγεύων καὶ ἐξιστῶν» στη Σαμάρεια, προσφέρει στους Αποστόλους χρήματα, προκειμένου με την εξαγορά να λάβει και αυτός το Άγιο Πνεύμα, ώστε να κάνει αντίστοιχα θαύματα.

Λύση: Αντιμετωπίζεται με αυστηρό, προσωπικό και ελεγκτικό τρό­πο, αλλά δίνεται και το περιθώριο για προτροπή σε μετάνοια.

Ανάλυση: Ο Σίμωνας, ως μάγος, επιδίωκε να κατέχει τεχνικές και δυ­νά­μεις οι οποίες θα του εξασφάλιζαν φήμη, δύναμη και απολαβές «λέγων εἶναί τινα ἑαυτὸν μέγαν» (8,9). Αισθανόμενος δέος απέναντι στη δύναμη του λόγου του Θεού, που μετέδιδε ο Απόστολος Φίλιππος ενεργώντας παράλληλα «δυ­νά­μεις και σημεία», πίστεψε στην ανωτερότητα και την εξουσία του Θεού και βα­πτίστηκε, όπως μας λέει η πρώτη για αυτόν αναφορά, που γίνεται στις Πράξεις (8,9-13).

Όταν, λοιπόν, κατά τη δεύτερη φάση της Ιεραποστολής στη Σαμάρεια, ο Πέτρος και ο Ιωάννης μετέδιδαν το Άγιο Πνεύμα σε αυτούς που είχαν βα­πτι­σθεί, ήταν πολύ φυσικό για τον Σίμωνα, ωθούμενος από τη φυσική ανάγκη του για δύναμη, να τους προσεγγίσει και να τους προσφέρει το μο­να­δι­κό μέσο, που γνώ­ριζε ότι υπήρχε για να διεκπεραιώνει υποθέσεις και να υλο­ποιεί τις επι­θυ­μίες του: το χρήμα. Η πρόθεσή του ήταν καθαρά αντι­ποιμα­ντι­κή, καθώς ήθελε να έχει την ικανότητα να μεταδίδει το άγιο Πνεύμα για προσωπικό του όμως όφελος και προκοπή, χωρίς να του δοθεί ως χάρισμα από το Θεό. Ήταν φυσικό να θεωρηθεί ένοχος καθώς «τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι» (8,20).   

Σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, συνεχείς είναι οι αναφορές για τη δω­ρεάν θεραπεία ψυχής και σώματος των χειμαζομένων (π.χ. Ματθ. 10,7-19) από τους Αποστόλους και τους χαρισματούχους μαθητές τους. Η φιλάνθρωπη αυτή τακτική συ­νε­χί­στη­κε, βέβαια, και αργότερα αλλά και διαφυλάχθηκε με τη θέσπιση θείων και ιερών κανόνων, με ουσιαστικό αντικείμενο την αυ­στη­ρό­τα­τη στη­­λίτευση και καταδίκη της σιμωνίας[44] αλλά και της φιλαργυρίας. Αντι­με­τω­πί­ζε­ται, έτσι, με συστηματικό τρόπο από διάφορους κανόνες Συνόδων, όπως είναι ο 2ος Κανόνας της εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου[45], ο 4ος και ο 5ος Κα­νόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου[46] και ο 90ος Κανόνας του Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου «Προς τους υφ΄ εαυτόν Επισκόπους. Ώστε μη χειροτονείν επί χρή­μα­σι»[47].

Τελικά, ο Σίμωνας, αν και η καρδία του δεν ήταν «ευθεία προς το Θεό» έλαβε την ευκαιρία να μετανοήσει, ίσως επειδή είχε βαπτισθεί, αφού πρώτα, όμως, επιτιμήθηκε σφόδρα από τον απόστολο Πέτρο.

3.2 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων  13,6-11                          

Θέμα: Ο μάγος Ελύμας, ένας ψευδοπροφήτης Ιουδαίος, προσπαθεί να διαστρέψει τη διδασκαλία του Κυρίου και να φέρει εμπόδια στο αποστολικό έργο του Ευαγγελισμού των ανθρώπων.

Υπόθεση: Βρισκόμενος ο Βαρνάβας και ο Παύλος στην Πάφο της Κύ­πρου κήρυτταν το Ευαγγέλιο ενώπιον του ανθύπατου Σέργιου Παύλου «ἀνδρὶ συ­νετῷ». Ο μάγος – ψευδοπροφήτης, ο οποίος ανήκε στην ακολουθία του αν­θύ­πα­του, θέλοντας να ασκήσει επιρροή στον Σέργιο Παύλο απο­μα­κρύ­νο­ντας αυτόν από την πίστη στον Χριστό αντιδρούσε σε κάθε λόγο των Αποστόλων.

Λύση: Έμεινε τυφλός σύμφωνα με την πρόβλεψη του αποστόλου Παύλου. «Παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς» (13,11).

Ανάλυση: Από την αγιογραφική διήγηση βλέπουμε πως ένας άνθρωπος (ο Ελύμας), που προσπαθούσε να εμποδίσει τους άλλους αν­θρώ­πους, τον ανθύπατο και όσους παρακολουθούσαν το κήρυγμα των απο­στό­­λων, να βρουν το πνευματικό φως τους, έχασε ο ίδιος το φως του. Η ετυ­μη­γο­ρία, που βγή­κε πριν την ποινή ξεκαθάριζε, πως ο άνθρωπος εκείνος ήταν πλήρης πα­ντὸς δόλου και πά­σης ρα­διουρ­γί­ας, υιός του διαβόλου, εχθρός πάσης δικαιο­σύ­νης, ο οποίος, μάλιστα, διαστρέβλωνε «τὰς ὁδοὺς Κυ­ρί­ου τὰς εὐθείας».

Το γεγονός της τιμωρίας του μάγου εντυπωσίασε τον ανθύπατο, και το πε­ριεχόμενο της διδασκαλίας τον οδήγησε να πιστέψει στον Χριστό. Στην πε­ρί­πτωση, λοι­πόν, αυτή ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία ξεκάθαρη αντι-ευαγγελική και αντι-ποιμαντική δρα­στη­ριότητα. Ένας άνθρωπος, όργανο του διαβόλου, προ­σπαθεί να διαβάλλει και να διαστρέψει με τεχνάσματα και σοφίσματα τον καθαρό και απε­λευ­θερωτικό λόγο του Ευαγγελίου.

Η αντίδραση των αποστόλων αποτελεί μάθημα ποιμαντικής για τους συ­νεχιστές τους. Ενώ πολλές φορές όταν οι ίδιοι κακοπάθαιναν δεν αντιδρού­σαν, κάθε φορά που το κήρυγμα του Ευαγγελίου δεχόταν επίθεση από αν­θρώ­πους που το διαστρέβλωναν με τα λόγια τους ή το κακοποιούσαν με τη συμπε­ρι­φορά τους η αντίδραση ήταν άμεση και ξεκάθαρη.

3.3 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων  16,16-18

Θέμα: Μία δαιμονισμένη κοπέλα ακολουθούσε τους Αποστόλους επι­βε­βαιώνοντας ότι είναι άνθρωποι του Θεού, που κήρυτταν τη σωτηρία.   

Υπόθεση: «Παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος» ακολουθούσε «κατά πό­δας», για πολλές ημέρες, τον Απόστολο Παύλο και τον συνεργάτη του Σί­λα, φω­νάζοντας διαρκώς και αποκαλύπτοντας την αλήθεια. Ότι δηλαδή, ήταν άν­θρω­ποι στη διακονία του Θεού, οι οποίοι μάλιστα έδειχναν στους αν­θρώ­πους που τους άκουγαν το δρόμο για τη σωτηρία. 

Λύση: «Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· πα­ραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ».

Ανάλυση: Θετική κατάληξη για τον άνθρωπο είχε και η δεύ­τε­ρη ποιμαντική περίπτωση. Αποτελεί παράδειγμα ιδιάζουσας αντι-ποι­μα­ντι­κής. Είναι η περίπτωση κατά την οποία ο απόστολος Παύ­λος βρί­­σκεται στους Φι­λίπ­πους και μετά τη βάπτιση μιας ευλαβούς, αγα­θής και επώ­νυ­μης γυναί­κας, της Λυ­δίας, έχουμε από τον συγγραφέα των Πρά­ξεων την αναφο­ρά σε μία κατά αντι­δια­στολή πονηρή, κατειλημμένη από πο­νη­ρό πνεύμα, ανώ­­­νυ­μη νεαρή (παι­δί­­σκη). Ακολουθεί τους Αποστόλους και «συμπεριφέρεται ως άλ­λη (εναλλα­κτι­κή) «από­στολος των αποστόλων» προσφέροντας μια ιδιό­τυπη μα­­θη­τεία αφού δια­­φη­μίζει το έργο τους»[48]. Αυτή τη φορά «το πρόβλημα της μαρτυρίας του δια­βό­λου δεν εντο­πί­ζε­ται στην πλήρη διαστρέβλωση του χρι­­στιανικού κηρύ­γμα­τος αλ­λά στη σχε­τι­κο­ποίησή του και στο γεγονός ότι κατ΄ουσίαν η μαρτυρία του χρη­σιμοποιείται ως μέσον επιβεβαίωσης της μερι­κής και σχετικής αλήθειας που πρεσβεύει. Πρόκειται για ένα σχετικά μόνον ορ­θό μήνυμα με το λάθος μέσον (wrong channel), οπότε δεν λειτουργεί λυτρω­τι­κά»[49].

Βλέπουμε, λοιπόν, όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, στην ενότητα «Ποιος ποι­μαίνει», ότι όσο ασκούν ρόλο ποιμαντικό οι άγγελοι του Υψίστου άλλο τόσο ασκούν αντι-ποιμαντικό ρόλο, χρησιμοποιώντας κάθε δόλιο μέσο, οι άγγελοι του σκότους, οι δαίμονες. 

Το σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι ο πονηρός μπορεί να βάλει αυτούς που έχει κάτω από την επήρειά του να λένε αλήθειες, να διακηρύττουν εμφανώς πράγματα χριστιανικά και θεϊκά, αφανώς, όμως, να εργάζονται με σκοπό τον αποπροσανατολισμό των ανθρώπων, την εκμετάλλευσή τους και εντέλει να κατεργάζονται την απώλειά τους.

Οι κήρυκες του Ευαγγελίου δεν παρασύρονται από τα λόγια των ανθρώ­πων αλλά ούτε αφήνουν τους σεσημασμένους ανθρώπους του σκότους να λένε κα­­λά λόγια για αυτούς, με σκοτεινές σκοπιμότητες. Η συναλ­λα­­γή αυτή δεν προβλέπεται να έχει αγαθά αποτελέσματα και ούτε ότι θα λει­τουργήσει τε­λι­κά «επ΄ωφελεία» των κηρύκων του Ευαγγελίου. Άλλωστε, ο Από­στολος δεν έκα­νε τί­ποτα πιο διαφορετικό απ΄ ό,τι έκανε ο Κύριος, όπως κα­τα­­γρά­φε­­ται στη μαρτυ­ρία που ακολουθεί, από το κατά Λουκά Ευαγγέλιο, σχε­τι­κά με τον Θεάν­θρω­πο Ιησού Χριστό: «Ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι» (Λουκ. 4,41).

Διαπιστώνουμε, συνεπώς, από την παράθεση της δραστηριότητας των δαι­μό­νων, πως ο όρος «αντι-ποιμαντική»[50], τον οποίο χρησιμοποιεί και ο κα­θη­γη­τής Αλέ­ξαν­δρος Σταυρόπουλος όταν μιλάει για την «αντι-ποιμαντική των δαι­μόνων, που επιδιώκουν τη διάσπαση»[51], ισχύει σε κάθε τέτοια πε­ρί­πτω­ση. Τα πονηρά πνεύματα[52], καταδυναστεύοντας τον άνθρωπο, που κείται υπό την εξου­σία τους, διαφθείροντας αυτούς που πιστεύουν πως αποκομίζουν υλι­κά οφέλη από την κατάσταση, και προσπαθώντας ταυτόχρονα να επηρεάσουν το ευρύ κοινό, ασκούν μία πολυδιάστατη αντιποιμαντική δραστηριότητα.

Τελικά, η νεαρή δούλη, η οποία γινόταν αντι­κεί­με­νο εκ­με­τάλ­λευσης τόσο από το πονηρό πνεύμα όσο και από πονηρούς αν­θρώ­­πους, γνωρίζει τη φιλαν­θρωπία του «Πνεύματος της αληθείας» και των ανθρώπων της καλής Ποι­μα­ντι­κής. Για το λόγο αυτό, ο Απόστολος παρέχει τη γνήσια εκκλησιαστική ποι­μα­­ντική λύση, την ελευθερώνει από τα δεσμά της ψυ­χι­κής σκλα­βιάς, παύοντας ταυ­τοχρόνως την εκμετάλλευση από τους αν­θρώ­πους κυρίους της, εφόσον της στερεί τη δυνατότητα άσκησης μαντικής.  

3.4 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων  19,13-16

Θέμα: Η απόπειρα κάποιων εξορκιστών να επικαλεστούν το όνομα  του Κυρίου Ιησού για να εξορκίσουν πονηρά πνεύματα.

Υπόθεση: Στην Έφεσο επτά γιοι του Ιουδαίου Αρχιερέα Σκευά, που πε­ριό­δευαν ως εξορκιστές, προσπάθησαν να εξορκίσουν τα πονηρά πνεύματα επι­καλούμενοι -χωρίς άλλες προϋποθέσεις, αναξίως και ως μαγική λειτουργία- το όνομα του Κυρίου, όπως έβλεπαν πως έκαναν οι Απόστολοι και συγκε­κρι­μέ­να στην περίπτωση αυτή ο απόστολος Παύλος. 

Λύση: Επιτράπηκε από τον Θεό μετά από την άγνοια του ονόματός τους και αγνόηση της προσπάθειάς τους να ορμήξει ο άνθρωπος που ήταν υπό την κυριαρχία του πονηρού πνεύματος «καὶ κατακυριεύσας αὐτῶν ἴσχυσε κατ᾿ αὐτῶν, ὥστε γυμνοὺς καὶ τετραυματισμένους ἐκφυγεῖν ἐκ τοῦ οἴκου ἐκείνου».

Ανάλυση: Ο τρόπος που δούλευαν αυτοί οι εξορκιστές μπορεί να καταγραφεί ως μια απόπειρα εκμεταλλεύσεως της δύναμης του Ιησού Χριστού, χωρίς να έχουν προϋποθέσεις και χωρίς εντέλει να μπορούν να παρουσιάσουν τα απο­τε­λέ­σμα­τα που είχαν οι Απόστολοι.

Η εφαρμογή του ονόματος του Κυρίου, παρότι μπορεί να έχει αποτε­λέ­σμα­τα ακόμα και σε ανθρώπους που δεν ανήκουν στην Εκκλησία, όταν αυτό γί­νε­ται κατά θεία οικονομία και όπως αργότερα φαίνεται προς ψυχική ωφέλεια των ίδιων των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους. Όταν, όμως, η επίκληση του ονόματος του Κυρίου, ασκείται για δύναμη, για οικονομικό προσπορισμό και διάφορες άλλες αιτίες, άσχετες με τη χριστιανική διδασκαλία, τότε επιστρέφει η δύναμη του Θεού ενάντια σε αυτόν που θέλησε να την υποκλέψει. Ειδικότερα, όταν τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνουν χώρα σε χρόνο και τόπο που κινδυνεύει η αυ­θεντικότητα και η καθαρότητα των λόγων του Κυρίου και του Ευαγγελίου τότε τα μέσα είναι δραστικά (όπως και στην περίπτωση του Ανανία και της Σαπ­φείρας).

Το αποτέλεσμα ήταν, μέσα από τη λύση και αντιμετώπιση του αντι­ποι­μα­ντι­­κής αυτής συμπεριφοράς και κατάστασης, για άλλη μια φορά, έντονο στον ψυ­­χικό και συναισθηματικό κόσμο του λαού καθώς όταν το περιστατικό «τοῦτο δὲ ἐγένετο γνωστὸν πᾶσιν Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι τοῖς κατοικοῦσι τὴν Ἔφεσον, καὶ ἐπέπεσε φόβος ἐπὶ πάντας αὐτούς, καὶ ἐμεγαλύνετο τὸ ὄνομα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰησοῦ».

Βέβαια, το σπουδαίο αποτέλεσμα από την καίρια αντιμετώπιση αυτής της αντιποιμαντικής προβληματικής, και φαίνεται μάλιστα το ουσιαστικό πλήγμα που έφερε στη Μαγεία περιγράφεται στους στίχους 18 και 19, όπου αναφέρεται πως «πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καἰ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν. ἱκανοὶ δὲ τῶν τὰ περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον ἐνώπιον πάντων· καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε». Δηλαδή, εκτός από το γεγονός ότι πολλοί, έχοντας νιώσει την πραγματική δύναμη του Κυρίου, μετανοούσαν και εξομο­λο­γού­νταν τις αμαρτίες τους, επιπλέον αρκετοί από εκείνους, που είχαν σχέση με τη μαγεία και τις τελετουργίες της, έφερναν μαζί τους τα μαγικά βιβλία και τα έκαιγαν μπροστά σε όλους. Σύμφωνα μάλιστα με έναν υπολογισμό της τιμής πωλήσεως των βιβλίων αυτών πρέκυψε πως άξιζαν πενήντα χιλιάδες αργυρά νομίσματα.

3.5 Ποιμαντικό Πρόβλημα Πράξεων  20,29-30

Θέμα: Η δράση ψευδοδιδασκάλων μέσα στην Εκκλησία.

Υπόθεση: «ὅτι εἰσελεύσονται … λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν».

Λύση: Ποιμαντική επαγρύπνηση των Επισκόπων και Πρεσβυ­τέ­ρων και διαρκής επιφυλακή όλων των πιστών Χριστιανών.

Ανάλυση: Η φράση αυτή των Πράξεων παραπέμπει συνειρμικά και συ­σχετί­ζεται απόλυτα με το χωρίο του κατά Ματθαίον ιερού Ευαγγελίου όπου κρούεται και πάλι έντονα ο κώδωνας του κινδύνου με την προειδοποίηση «Προσέχετε ἀπό τῶν ψευ­δο­προ­φη­τῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύ­μα­σιν προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες» (Ματθ. 7,15).

Πέρα από την αντι-ποιμαντική δραστηριότητα που ασκείται από τους εκτός της Εκκλησίας, υπάρχει και η άκρως επικίνδυνη και εξίσου καταδικαστέα και αρνητική πρακτική των ανθρώπων εντός της Εκκλησίας. Είναι αυτοί οι οποίοι δρουν ως προβατόσχημοι λύκοι και επιθυμούν να εκμεταλλευτούν και να κατασπαράξουν το αγαθό ποίμνιο του Κυρίου Ιησού. Η εικόνα αυτή, με την οξύ­­μωρη περιγραφή των μεταμφιεσμένων σε πρόβατα λύκων, αποτελεί έκφρα­ση ποιμαντική και συμβουλευτική-παραινετική. Μέσα από την παράσταση αυτή επιδιώκεται να δοθεί μία ικανή περιγραφή της μορφής αυτής της αμαρ­τίας, η οποία αποτελεί σοβαρή απειλή για τους πιστούς. Με αυτό τον εκ­φρα­στι­κό τρό­πο τονίζεται από τη μία πλευρά ο ύπουλος κίνδυνος εξαπάτησης των πι­στών τους από τους ανθρώπους που επιβουλεύονται το ποίμνιο της Εκκλησίας αλλά επίσης κα­τα­κρί­νεται και καταδικάζεται κάθε τέτοιου είδους αμαρτωλή συμπεριφορά εις βάρος των άλλων συνανθρώπων.[53]

Μία ακόμα προσέγγιση του θέματος που σχετίζεται με τα σχίσματα στην πρώ­τη Εκκλησία έρχεται με τη διαπίστωση πως «τα σχίσματα δεν τα δημιουρ­γού­σαν στην πρώτη Εκκλησία μόνο εκείνοι οι οποίοι εμφανώς πα­ρου­σιά­ζονταν ως αιρετικοί, σχισματικοί, ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδά­σκα­λοι, που σ΄αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ εύκολο να επισημανθούν και να απο­κοπούν από το σώ­μα της Εκκλησίας, αλλά και άλλοι με μεγάλες ικα­νό­τη­τες και σημαντική ηγετική θέση, όπως π.χ. ο Απολλώ. Η δυσκολία η μεγάλη, ασφα­λώς, βρίσκεται στο γεγονός της εκφράσεως ακριβώς αυτών των σχι­σμα­τι­κών φαινομένων από τα­λαντούχους και χαρισματούχους ανθρώπους. Εκεί βρί­σκε­ται και η μεγάλη προβληματική, να εντοπίσεις το σφάλμα και το λάθος ενός «μεγάλου». Και αυ­τοί οι άνθρωποι συχνά εντυπωσιάζουν και δημιουργούν οπα­δούς. Ο λαός σ΄ αυ­τούς καταφεύγει, ελπίζοντας στην ικανότητά τους και στα χαρίσματά τους. Και ο λαός είναι πάντα εύπιστος κι ευάλωτος στην ανα­ζή­τη­ση των ηγετών του»[54].

Ολοκληρώνοντας, μπορούμε πλέον να συμπεράνουμε συ­νο­λι­κά, πως όλα τα πιο πάνω, που περιγράφονται ως Ποιμαντικά Προβλήματα, απο­τελούν περιπτώσεις, «δεδικασμένα» θα μπο­ρούσε κά­ποιος να χαρακτη­ρί­σει, που αποκαλύπτουν στον ποιμαντικό θεολόγο και ερευνητή των Πράξεων των Απο­στόλων τη θέση της Εκκλησίας για το α) ποια ήταν η αντιμετώπιση στις περι­στά­σεις που απαιτούσαν θε­τική ποι­μα­ντι­κή, β) ποια η στάση όταν χρεια­ζό­ταν ου­δέ­τερη ποιμα­ντι­κή και γ) ποια η αντίδραση στην αρνητική ποι­μα­ντική.

Συνεπώς, η μεθοδική ενασχόληση με το υλικό αυτό, δεν βοηθάει μόνο στον εντοπισμό των διαφόρων εκκλησιαστικών ζητημάτων, με αποτέλεσμα απλώς να διευ­κρινίζεται, με τον κλασικό ιστορικό τρόπο, το πώς αντιμετωπί­στη­καν ποι­μα­ντι­κά προβλήματα του πα­ρελθόντος, αλ­λά και το εάν υφίστανται αυτά και σήμε­ρα, καθώς και το εάν κά­­ποι­οι τρόποι, έχουν αλλάξει ή έχουν κα­ταργη­θεί.

Οι αναλύσεις των Ποιμαντικών αυτών Προ­βλη­μάτων εμφανώς συντελούν και συν­δρά­μουν στην επαλήθευση ή και τον επαναπρο­γραμ­ματισμό της εκκλη­σια­στι­κής ποιμαντικής θεωρίας και πράξης σε κάθε συναφές και συγγενές σύγχρονο ποι­μαντικό ζήτημα.

Διαβάστε το κείμενο σε μορφή pdf: εδώ


[1] Με ενδιαφέροντα τρόπο αντιμετωπίζει το θέμα ο PEASE Glenn, A Theology οf Problems. Based on Ruth 1:1-4. (Πηγή: www.scribd.com/doc/17743734/A-Theology-of-Problems).

[2] Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο όρος ποιμαντικό πρόβλημα έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποια πε­­ρί­πτωση για να περιγράψει ζητήματα που αφορούν στον πιστό. Έτσι, ενώ υπάρχει η σχε­τι­κή ανά­λυση του ποιμαντικού προβλήματος ως συμπλέγματος κ.λπ., στοχεύει και ασχολείται με μία πιο προσωπική προσέγγιση του πιστού. Στη δική μας περίπτωση, η έρευνα αφο­­­ρά σε συλ­λογικό επίπεδο την Εκκλησία ευρύτερα, σε σχέση, μάλιστα, με θέματα εκκλησιαστικής πε­ριπτω­σιο­­λο­γίας και προβληματικής. Ο ορισμός που δίνεται για το προσωπικό ποιμαντικό πρό­βλη­μα, το «ποιμαντικό πρόβλημα» ως διαδικασία ψυχικής συγκρούσεως, αναφέρεται στο «σύμ­πτω­­μα της βασικής ψυχικής συγκρούσεως που βιώνει ο άνθρωπος». (ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ Ιωάν­­νου Κ., Εγχειρίδιον Ποιμαντικής Ψυχολογίας. Η Ψυχική Σύγκρουση (Περιλήψεις Πανε­πι­στη­μια­κών πα­ραδόσεων), τεύχος Α΄, εκδ. Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1980, σ.116).

[3] Πρβλ. «The nature of the church and the problems and issues which it faced from a major part of the theological agenda of Acts» (MARSHALL I.H., The Acts of the Apostles, jsot press, Sheffield – G. Britain 1992, σ. 65).

[4] ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗ Βασιλείου Ι. (Πρωτοπρ.), Μεθοδολογικά πρότερα της ποι­μα­ντι­κής. Λεντίω ζωννύμενοι, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 23.

[5] Πρβλ. «Paul can, indeed, be seen as a preacher and a pastor, and one, moreover, who studies pastoral problems in detail by giving them his specific and often sustained attention» (ELFORD John (R), The Pastoral Nature of Theology. An Upholding Presence, ed. Cassell, London 1999, σ.5).

[6] ELIADE Mircea, Το ιερό και το βέβηλο, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 2002, σ. 14.

[7] ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Πέτρου, Αποστολή-Διακονία-Επισκοπή. Η συμβολή του βιβλίου των Πράξεων στη διαμόρφωση της [πρωτο]χριστιανικής εκκλησιολογίας, στο συλλογικό έργο της Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών, Οι Πράξεις των Αποστόλων. Εισηγήσεις Ε΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Φραγκαβίλλα, 26-30 Οκτωβρίου 1988, εκδ. Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών (Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών), Αθήνα 1994, υποσημ. 39, σ. 37.

[8] ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ (1994), σ. 37.

[9] ΠΑΤΡΩΝΟΥ Γεωργίου Π., Αγία Γραφή και Ιεραποστολή, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 61 εξ..

[10] Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει μάλιστα αναφορά στο λόγο του περί του Αγίου Πνεύματος (λα΄) χρησιμοποιεί την ιστορία του Ανανία και της Σαπ­φεί­ρας για να καταδείξει το μέγεθος της βλασφημίας, που αποτελεί η άρνηση της θεότητας του Αγίου Πνεύματος: «Αυτοί που λένε και διδάσκουν αυτά και επιπλέον το ονομάζουν «άλλον Παράκλη­τον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί οι οποίοι γνωρίζουν ότι η μόνη ασυγ­χώ­ρητη αμαρτία είναι η βλασφημία σ΄αυτό, αυτοί που τόσο φοβερά στη­λί­τευ­σαν τον Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέματα στο Πνεύμα το άγιο, σαν να είπαν ψέματα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί λοιπόν τι σου φαί­νε­ται από τα δύο, ότι κηρύττουν πως το άγιο Πνεύμα είναι Θεός ή κάτι άλλο; Πόσο στ΄αλήθεια ανόητος είσαι και μακριά από το Πνεύμα, εάν απορείς γι΄αυτό και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει». (ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Στυλ. Γ. (επιμ.), Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. 1600 χρόνια μετά την κοίμησή του, μτφρ. π. Γ. Δορμπαράκης,…Διονύσιος Κακαλέτρης κ.ά., εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1991, σ. 100).

[11] ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Μελετίου (Μητροπ. Κυθήρων), Ο Ποιμήν κατά τας ποιμαντικάς επι­στο­λάς του Αγ. Αποστόλου Παύλου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, εν Αθήναις 1956, σ. 75.

[12] Πρβλ. TARAZI Paul Nadim, The New Testament. An Introduction. Luke and Acts. Vol. 2, St Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York 2001, σ. 199: «The first breakdown of the early Christian community’s idyllic life was caused not by persecution from without but by betrayal from within».

[13] ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Αλεξάνδρου Μ., Μνήμη και Λήθη στη Θεία Λειτουργία, εκδ. Λύχνος, Αθήνα 1989, σ. 81.

[14] ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ευαγγέλου Δ., Ιστορία και Θεωρία της Εκκλησιαστικής Κοινωνικής Διακονίας, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1985, σ. 30.

[15] ΦΕΙΔΑ Βλάσιου Ιω., Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 1992, σ. 38.

[16] Πρβλ. TARAZI (2001), σ. 199: «Ηe represents the joining of Jew and Gentile in his very person insofar as he is on the one hand a Levite – not only a Jew but a Jerusalemite temple server – and on the other hand a native of Cyprus, a thoroughly Gentile land».

[17] Έχει ενδιαφέρον πως στο STOTT John R.W., The Message of Acts. To the ends of the earth, Inter-Varsity Press, Leicester 1990, γίνεται αυτούσια αναφορά, στις σ. 120-124, στο ποιμαντικό πρόβλημα των Πράξεων στο 6,1, κατόπιν στη λύση (solution), στην ανάλυση με τη βασική αρχή (principle), υπογραμμίζοντας μάλιστα πως: «God calls all his people to ministry, that he calls different people to different ministries, and that those called to ‘prayer and the ministry of the word’ must on no account allow themselves to be distracted from their priorities (σ. 122) και κλείνοντας με το συμπέρασμα (result).

[18] Το ιδιαίτερο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τις χήρες, φαίνεται να οφείλεται στο ότι οι Ελληνιστές Ιουδαίοι της Διασποράς πήγαιναν προς το τέλος της ζωής τους στην Ιερουσαλήμ για να πεθάνουν, αφήνοντας έτσι πίσω τους ένα μεγάλο αριθμό γυναικών. Πρβλ. POLHILL, John B., Acts. New American Commentary, vol. 26, Broadman Press, Nashville 1992, σ.179: «In Jewish society widows were particularly needy and dependent, and the Old Testament singles them out along with orphans as the primary objects of charitable deeds. The Hellenist widows may have been a particularly sizable group. Diaspora Jews often moved to Jerusalem in their twilight years to die in the holy city. When the men died, their widows were left far from their former home and family to care for them and were thus particularly in need of charity».

[19] Υπάρχει σχόλιο σχετικά με τα χαρίσματα των επτά Διακόνων στο ΚΑΡΜΙΡΗ Ιωάννου Ν., Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Δογματικής τμ. Ε’, Αθήναι 1973, σ. 462, ότι «οι επτά διάκονοι ήσαν και προ της εκλογής και χειροτονίας των «πλήρεις Πνεύματος αγίου και σοφίας» (Πραξ. 6,3)».

[20] ΤΣΙΤΣΙΓΚΟΥ Σπύρου Κ., Ποιο ήταν το έργο των επτά Διακόνων, (ανάτυπο από το περιοδικό «Εκκλησία» [έτος 1993, σ.450-454]), Αθήνα 1993, υποσημ. 14, σ.7: «Αλλά προφανώς, έτσι έχουμε εδώ όχι διοι­κη­τι­κή «χει­ρο­τονία», αλλά χαρισματική πέμψη ελεύθερη πνευματικά, κοινή και δυνατή για όλους τους πιστούς (ως ευλογίας και ενισχύσεως)».  

[21] Βλ. RADEMACHER, William J., Lay Ministry: A Theological, Spiritual, and Pastoral Handbook, The Crossroad Publishing Company, New York 1991. Στο κεφάλαιο που ασχολείται με την εκλογή «δια­κόνων»(«The “deacons” in Acts 6:1-6» σ. 35-37), υπογραμμίζεται ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν αναφέρεται μέσα στο κείμενο. Επιπλέον, αναφορικά με το διακόνημα αυτό, επισημαίνε­ται ότι «a new ministry emerges in response to complaints from the community; need precedes the formation of ministry; the new ministers are indigenous to the community; this new ministry, even after the laying on of hands, remains very broad and flexible, including preaching the Word, exorcising demons, and serving at table; the church, already at this early stage, feels it can impose qualifications for ministry; and, finally, it is the community that elects and the twelve who accept and confirm the community’s selection» (σ.37).

[22] «Ο κεντρικός στόχος, το «θεοποιείσθαι τε και θεοποιείν», δεν συνεπάγεται υπο­τί­μηση της μέ­ριμνας για το κοινωνικό έργο. «Η διακονία του Λόγου και των μυ­στηρίων (πνευματικό έρ­γο) και η διακονία των τραπεζών (βιοτικό έργο) και με­τά την εκλογή των «Επτά» μένουν αλ­λη­­λένδετες, διακρινόμενες μόνο για λό­γους πρακτικούς. … Εξάλλου η διακονία των «Επτά» μέ­­νει συνηρτημένη με τη Θεία Ευχαριστία, το απόλυτο κέντρο της εν Χριστώ ζωής, της ζωής της Εκκλη­σίας»». (ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗ Αδαμαντίου (Πρωτοπρ.), Ποιμένας και Θεραπευτής. Ζητή­μα­τα ποιμαντικής ψυχολογίας και ποιμαντικής πρακτικής, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999, σ. 37, όπου υπάρ­χει η σχετική παραπομπή στο ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Γεωργίου (Πρωτοπρ.), Η κοι­νωνική πα­ρου­σία του κληρικού, ανάτυπο από το περ. «Απόστολος Βαρνάβας», Λευκωσία 1985, σ. 5εξ.).

[23] Πρβλ. την παρατήρηση ότι «έχομεν εν τη περιπτώσει των «επτά» δια­κό­νων τον τύπον του «ελ­ληνιστού» προφήτου της Εκκλησίας των Ιερο­σο­λύ­μων; Ο Λουκάς πα­ρου­σιάζει τούτους ως άνδρας δαψιλών χαρισμάτων, οίτινες έχαι­ρον φήμης πνευ­ματικών. Ως «μαρτυ­ρού­μενοι» μά­λι­στα υπό του Πνεύματος εξελέγησαν υπό των Αποστόλων εις το χρο­νικώς περιωρισμένον αξίωμα του «διακόνου». Δεν αποτελεί πρόβλημα διά την πρώτην Εκκλησίαν, ως είδομεν και αλ­λαχού, η συνύπαρξις χαρισμάτων και αξιωμάτων εν ενί προσώπω. Η Διδαχή ωσαύτως βε­βαι­οί (11,9), ότι οι προφήται έφε­ρον και ωρισμένην ευθύνην εν τη οργανώσει της φιλανθρω­πίας της κοι­νό­τη­τος». (ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ Ιωάν., Η Εκκλησία των προφητών. Το προφη­τι­κόν χά­ρι­σμα εν τη Εκκλησία των δύο πρώτων αιώνων, εκδ. Στ. Βασιλόπουλος, Αθήναι 1979, σ. 125).

[24] «Και οι επτά έχουν ελληνικά ονόματα: Στέφανος, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων, Παρμενάς, Νικόλαος· ένας από αυτούς, ο Νικόλαος, ήταν προσήλυτος από την Αντιόχεια· δη­λα­δή είχε γεννηθεί εθνικός· οι άλλοι έξι ήταν εκ γενετής Ιουδαίοι, μιλούσαν όμως ελλη­νι­κά». (WEISS (22001), σ. 176 εξ.).

[25] Γλαφυρή προσέγγιση στα συμβάντα της Αποστολικής Συνόδου αποτυπώνεται στο HOLZNER Joseph, ΠΑΥΛΟΣ, (μεταφρ. τ. Αρχιεπ. Αθηνών Ιερωνύμου), εκδ. ΔΑΜΑΣΚΟΣ, Αθήνα, 141996, σ. 141-146.

[26] Πρβλ. ΜΠΟΛΤΕΤΣΟΥ Τριαντάφυλλου Κ., Η Θεολογία της Πολυπολιτισμικότητας στην Καινή Διαθήκη. Η ευλογία της ετερότητας, Αταλάντη 2000, σ. 69-71, κεφ. γ5. «Κανόνες Χριστιανικής Πολυπολιτισμικής συμπε­ριφοράς».

[27] ΦΕΙΔΑ Βλάσιου Ιω., Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 1992, σ. 43.

[28] ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Νεκτάριου (Αρχιμ. – νυν Μητροπολίτου Αργολίδος), Η τιμή των αλλογενών αγίων στην Ορθόδοξη Εκ­κλη­­σία, ανάτυπο από τον τόμο Πρακτικών του Διεθνούς Επι­στημονικού Συνεδρίου «Ξενο­φο­βία και φιλαδελφία κατά τον Απόστολο Παύλο», Βέροια 2008, σ. 95.        

[29] ΠΑΤΡΩΝΟΥ Γεωργίου Π., Θεολογία και Ορθόδοξο Βίωμα. Θέματα θεολογικού προβληματισμού και Ορθόδοξης πνευματικότητας, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1994, σ. 111.

[30] ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ Σάββα, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, Αθήναι 1971, σ.191.

[31] Στη συνέχεια ως Εγκύκλια Επιστολή καταγράφεται η Καθολική Επιστολή Ιακώβου. Πρβλ. ΒΑΚΑΡΟΥ Δημητρίου (Πρωτοπρ.), Από τη Συναγωγή στην Εκκλησία. Η διακονία του λόγου του Θεού κατά τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας των τεσσάρων πρώτων αιώνων, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 203.

[32] Ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη απάντηση στο σχετικό ερώτημα, κυρίως ως προς την ποιμαντική της Ιεραποστολής, δίνεται στο έργο του εξαιρετικού και αείμνηστου καθηγητή μας Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, στο έργο του «Αποφυγή Ασκήσεως Ιεραποστολής εις την Αρχαίαν Εκκλησίαν» (έκδ. «Πορευθέντες», Αθήναις 1970). Με τον τρόπο αυτό έδωσε το στίγμα, ότι η Εκ­κλησία μη ασκώντας Ποιμαντική σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις, βαδίζει και πάλι στα ίχνη της αρχέγονης, αποστολικής Εκκλησίας. Αναφέρεται (4ο κεφ.) στις εν­δεί­­ξεις «αποφυγής διακηρύξεως του Χριστιανισμού εις χλευαστικώς, εχθρικώς και ανετοίμως δια­­κείμενον ακροατήριον» (σ. 169-203). Με την ευκαιρία αξίζει να μνημονεύσουμε, ότι στο αμέ­σως προηγούμενο κεφάλαιο του έργου αυτού (3ο κεφ.) υπογραμμίζεται και το ποιος δεν πρέ­πει να ασκεί Ιεραποστολή, υποδεικνύοντας για πολλαπλούς ποιμαντικούς λόγους τους απ­λοϊκούς πιστούς προς τους πεπαιδευμένους εθνικούς (σ.137-167).  

[33] ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Θανάση Ν., Ανεστιότητα και Παραπεμπτικότητα. Κριτικές Προσεγγίσεις στα Θεολογικά Δρώμενα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998, σ. 33.

[34] ΤΡΕΜΠΕΛΑ Παναγιώτου Ν., Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εκδ. «ΖΩΗ», Αθήναι 1955, σ. 413

[35] Σύμφωνα με τους κανόνες πολυπολιτισμικής συμπεριφοράς που αναγράφονται στο σχε­τι­κό εγχειρίδιό μας (ΜΠΟΛΤΕΤΣΟΥ (2000), σ. 69): «Υπάρχουν, κατ΄επέκταση, κανόνες που συνο­δεύουν τη θεολογία της Πολυπολιτισμικότητας της Καινής Διαθήκης και, ευρύτερα, της Εκ­κλησίας. Οι κανόνες αυτοί, αντίθετα απ΄ότι συνήθως συμβαίνει, είναι στην πλειονότητά τους θετικοί, προτρεπτικοί καί λιτοί. Συνταιριάζουν, δηλαδή, απόλυτα με την υπόλοιπη χρι­στια­νική διδασκαλία. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως μόνο ένας είναι ο αρνητικός και αποτρεπτικός κα­νόνας, για την περίπτωση της συναναστροφής του Χριστιανού με πολιτισμικά στοιχεία ξέ­να και άσχετα με την Εκκλησιαστική πραγματικότητα».

[36] Αξίζει να παραβάλλουμε σχετικά ιστορίες με γέροντες της Εκκλησίας (παλαιούς αλλά και σύγχρονους), οι οποίοι δεν μιλούσαν ή και δεν δέχονταν καθόλου κάποιους από αυτούς που τους επι­σκέ­πτο­νταν, ώστε εκείνοι να έρθουν σε συναίσθηση και να ωφεληθούν ψυχικά.

[37] Κατά το πρότυπο της Γενικής, Ειδικής και Ειδικότατης Πρόνοιας του Θεού, που ανα­φέ­ρε­ται στην Ορθόδοξη Δογμα­τι­κή (ΚΑΡΜΙΡΗ (1995) σ.150).

[38] ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Αλεξάνδρου Μ., «Η Προδοσία των Ποιμένων» και η «Καλή Ποιμαντική». Σχόλια σε ένα πρόσφατο και σε ένα παλαιότερο κείμενο. (Χρήστου Μαλεβίτση και αγίου Αθα­να­σί­ου του Παρίου), Εισήγηση στην Ημερίδα που οργάνωσε η Συνοδικὴ Επιτροπὴ Θείας Λα­τρείας και Ποιμαντικού έργου στις 11 Ἰουνίου 2009 στο Διορθόδοξο Κέντρο της Ιεράς Μονής Πε­­ντέλης με κεντρικὸ θέμα: «Η αποστολή του Ιερέως στο σύγχρονο κόσμο», Πρακτικά ημε­ρί­δος, σειρά: Ποι­μ. Βιβλιοθήκη, αρ. 23, εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2010 (β), σ.179-188. Ολό­κλη­ρο το κείμενο του αγ. Αθανασίου του Παρίου δημοσιεύεται στην ίδια έκδοση, στις σ. 202-207.

[39] Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη και την εκφυλιστική δράση της Αντιποι­μα­ντι­κής, εάν την αντιπαραβάλουμε με ορισμένα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος «στούς Όρους κατ΄επιτομήν λέγει:«Εξ ων παι­δευόμεθα, ότι, καν πολύ γνήσιος τις η, καν υπερβαλ­λό­ντως ένδοξος ο κωλύων το του Κυ­ρί­ου προστεταγμένον, ή προτρέπων ποιείν το υπ΄αυτού κε­κω­λυ­μέ­νον, φευκτός ή βδε­λυ­κτός οφείλει είναι εκάστω των αγαπώντων τον Κύριον». (Ερώ­τη­σις ριδ΄, Ει δη παντί και ότι δήποτε επι­τάσσοντι υπακούειν, PG 31,1160). Πρβλ. και Αρχή των ηθι­κών, όρος οβ΄περί ακροατών. «Ότι δει των ακροατών τους πεπαιδευμένους τας Γραφάς, δο­κι­μά­ζειν τα πα­ρά των διδα­σκά­λων λεγόμενα· και τα μεν σύμφωνα ταις Γραφαίς δέχεσθαι, τα δε αλ­λό­τρια απο­βάλ­­λειν· και τους τοιούτοις διδάγμασιν επιμένοντας αποστρέφεσθαι σφο­δρό­τερον» PG 31,845. Εδώ ο πατήρ δί­δει το δικαίωμα στους ακροατές, που είναι μορφωμένοι κατά Χρι­στόν, να ελέγ­χουν την ορθό­τητα του περιεχομένου του κη­ρύ­γμα­τος». (ΓΚΙΚΑ Αθανασίου (Πρωτοπρ.), Μαθήματα Ποιμαντικής, εκδ. Γ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη 2001, υπο­σημ. 39, σ. 59).

[40] Ο όρος «αντιποιμαντικό» χρησιμοποιείται και από τον Σεβ. Μητροπολίτη Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου κ. Δημήτριο σε κείμενό του, που δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεώς του με τίτλο «Εκκοσμίκευση και Εκκλησία», στη συνάφεια που αναφέρεται ότι «τελικά εκτρεπόμεθα σε ένα αντι­ποιμαντικό “εκμοντερνισμό”, σε ένα αδό­κι­μο συμψηφισμό εκκλησιαστικότητος και κοσμικότητος». (Πηγή: www.imgap.gr/file1/ Ekkosmikefsi.html).

[41] HOLZNER Joseph, ΠΑΥΛΟΣ, (μεταφρ. τ. Αρχιεπ. Αθηνών Ιερωνύμου), εκδ. ΔΑΜΑΣΚΟΣ, Αθήνα,141996, σ. 271, όπου και συνεχίζει ότι «αυτός ίσως είναι ο λόγος που δεν προ­τί­μη­σε τον συντομώτερο δρόμο για την Έφεσο, αλλά, παρ΄όλες τις δυσκολίες, περνώντας για δεύ­τε­ρη φορά τα στενά του Ταύρου, έσπευσε προς την Γαλατία, για να προλάβη, όσο ήταν δυ­να­τό, την επίθεσι των αντιπάλων του, «επιστηρίζων πάντας τους μαθητάς»».

[42] ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ Ιωάννου, Ποιμαντική. Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, εκδ. ΩΜΕΓΑ – Δ. Κυρια­κί­δης, Θεσσαλονίκη σ. 23εξ.

[43] Ο Καθηγητής Παναγιώτης Χριστινάκης ασχολήθηκε με τη θεματική κατά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής, με θέμα: «Η απόπειρα εκκλησιαστικού εγκλήματος. Μελέτη νο­μο­κα­νονική και ιστορικοσυγκριτική», Αθήναι 1978. Σχετική αναφορά γίνεται και στο ΧΡΙ­ΣΤΙ­ΝΑ­­ΚΗ Παναγιώτου, Θέματα Κανονικού και Εκ­κλη­σια­στι­κού Δικαίου, τ. Α΄, Αθή­ναι 1993, σ.119-121.

[44] Για παράδειγμα, τη Σιμωνία ως ποιμαντικό πρόβλημα την αντιμετωπίζει με απαξίωση και αυστηρότητα και ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης. Πρβλ. ΦΟΥΣΚΑ Κωνσταντίνου Μ. (Πρω­το­πρ.), Η Ιερωσύνη κατά τον Ισίδωρο Πηλουσιώτη, ανάτυπο εκ του Χαριστηρίου Τόμου εις τον Γέ­ρο­ντα Μητροπολίτην πρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Αυγουστίνον Ν. Καντιώ­την, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, Φλώρινα 2004, σ. 539 εξ.

Με τη Σιμωνία σε σχέση με το μυστήριο της Χειροτονίας έχει ασχοληθεί σε επίπεδο ει­δί­κευ­σης (master) η ΚΟΝΤΑΛΗ Αθηνά, Η Σιμωνιακή Χειροτονία κατά τους Ιερούς Κανόνες, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εκδόσεις ενοποιηθέντων Κλη­ρο­δο­τη­μά­των Κλη­ρο­νομία Χρυσόστομου Παπαδόπουλου και Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτου (τόμος 1), Αθήνα 2006. 

[45] Πρβλ. ΑΚΑΝΘΟ­ΠΟΥ­ΛΟΥ Προ­δρό­­μου Ι., Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νό­μων (με ερμη­νεία των Ιερών Κα­νόνων, αναθεωρημένη & συμπληρωμένη), εκδ. Αδελφών Κυ­ρια­κί­δη, Θεσσα­λονίκη 22000, σ. 80εξ. και ΑΓΑΠΙΟΥ Ιερομονάχου – Μοναχού ΝΙΚΟΔΗ­ΜΟΥ, ΠΗ­ΔΑ­ΛΙΟΝ της νοητής νηός της μίας αγίας καθολικής και αποστολικής των Ορθο­δό­ξων Εκ­­κλη­σίας, ήτοι άπαντες οι Ιεροί και Θείοι Κανόνες, εκδ. ΑΣΤΗΡ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1957, σ. 185εξ.

[46] ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ (2000), σ. 188-191/ ΠΗΔΑΛΙΟΝ σ. 326εξ.

[47] ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ (2000), σ. 580-583/ ΠΗΔΑΛΙΟΝ σ. 640εξ.

[48] ΔΕΣΠΟΤΗ Σωτηρίου Σ., Η Ιεραποστολική Περιοδεία του Παύλου στον Ελλαδικό χώρο. Μακεδονία-Αχαῒα-Ασία, εκδ. Ουρανός, Αθήνα 2011, σ. 89.

[49] ΔΕΣΠΟΤΗ (2011), σ. 89.

[50] Ως «αντιποιμαντική» ορίζεται από τον π. Φιλόθεο Φάρο, η ποιμαντική αποκλειστικά του σπουδαστηρίου, και μάλιστα ως «ποιμαντολογία», που καταλήγει τελικά να είναι «αντι­ποι­μα­ντική». Για αυτήν την ποιμαντική θεωρία «χωρίς αντίκρυσμα στην καθημερινότητα και την μα­κραίωνη παράδοση» κάνει λόγο ο καθηγητής Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, στο βιβλίο του «Επιστήμη και Τέχνη της Ποιμαντικής» (1997, σ. 90), με ιδιαίτερη αναφορά, στην υποσημείωση 100 της ίδιας σελίδας, στο άρθρο του ΦΑΡΟΥ Φιλόθεου (Αρχιμ.), Ποιμαντολογία αντιποιμα­ντι­κής, περ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 62, 1979, σ. 48-50.

[51] ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Αλέξανδρου Μ., Επιστήμη και Τέχνη της Ποιμαντικής, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1997, σ. 43.

[52] Ενδιαφέρουσα αναφορά στη δύναμη των δαιμόνων γίνεται σε ομότιτλο υποκεφάλαιο (9.1.4) του SPIDLIK Tomas, Η Πνευματικότητα του Ανατολικού Χριστιανισμού. Συστηματικό Εγχειρίδιο, μτφρ. Βασ. Στ. Ψευτογκά, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 305-307.

[53] Για την αίρεση, το σχίσμα και την ενδεικνυόμενη προς τους αιρετικούς και σχισματικούς ποι­μαντική στάση, από την πλευρά των ιερών Κανόνων, με βάση αναλυτική και τεκμη­ριω­μέ­νη ανάπτυξη του θέματος βλ. ΚΑΨΑΝΗ Γεωργίου (Αρχιμ.), Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, εκδ. ΑΘΩΣ, Πειραιεύς 1976, σ. 155-165.

[54] ΠΑΤΡΩΝΟΥ (1994), σ. 115.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

On Key

Σχετικά άρθρα