Ομιλία εις την Κυριακή του Τυφλού

«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;» [Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;] (Ιω. 9, 1-2)

1. «Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει γιά τήν σωτηρίαν μας καί θέλοντας νά κλείσει τά στόματα τῶν ἀχάριστων, δέν παραλείπει νά κάνει ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνει καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν πρόσεχε. Αὐτό λοιπόν γνωρίζοντας καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγε· «Γιά νά δικαιωθεῖς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσεις μέ τήν κρίση σου» [ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε] (Ψαλμ. 50, 6).

Γιά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶ, ἐπειδή δέν δέχθηκαν τό ὑψηλό νόημα τῶν λόγων του, ἀλλά τόν ὠνόμασαν καί δαιμονισμένο καί ἐπεχειρούσαν καί νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀπό τόν ναό, θεραπεύει τόν τυφλό, καί καταπραΰνοντας τήν ὀργή τους μέ τήν ἀπουσία του καί μέ τήν πραγματοποίηση τοῦ θαύματος μαλακώνοντας τήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνία τους καί κάνοντας πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάνει δέν εἶναι τυχαῖο, ἀλλά τότε συνέβη γιά πρώτη φορά.

Καθ̉  ὅσον λέει· «Ποτέ πρίν δέν ἀκούστηκε, ὅτι ἄνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» [ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου] (Ἰω. 9, 32). Διότι ἴσως κάποιος νά ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ, ἐκ γενετῆς ὅμως, ὄχι ἀκόμη. Καί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναό, ἦλθε ἐπίτηδες νά κάνει τό θαῦμα γίνεται φανερό ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλό, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχή τόν εἶδε, ὥστε καί στούς μαθητές νά κάνει ἐντύπωση.

Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότι, βλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπει μέ τόση προσοχή, ζητοῦσαν νά μάθουν, λέγοντες· «Ποῖος ἁμάρτησε, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;» [τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ;]. Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτηση· διότι πῶς ἦταν δυνατόν νά ἁμαρτήσει πρίν γεννηθεῖ; πῶς δέ, ἄν ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του, ἦταν δυνατόν αὐτός νά τιμωρηθεῖ; Γιατί λοιπόν ἔκαναν αὐτήν τήν ἐρώτηση;

Πρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμα, θεραπεύοντας τόν παράλυτο, ἔλεγε· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνεις εἰς τό ἑξῆς» [ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε] (Ἰω. 5, 14). Αὐτοί λοιπόν ἀντιληφθέντες ὅτι ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, τοῦ λένε· «Ἔστω, ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων του, δι̉ αὐτόν ὅμως τί θά μποροῦσες νά πεῖς; αὐτός ἁμαρτησε; Ἀλλά δέν μπορεῖς νά τό πεῖς, διότι εἶναι τυφλός ἐκ γενετῆς. Μήπως ὅμως ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του; Ἀλλ̉ οὔτε αὐτό, διότι τό παιδί δέν τιμωρεῖται γιά τίς ἀδικίες τοῦ πατέρα του» Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, βλέποντες κάποιο παιδί νά βρίσκεται σε ἄθλια κατάσταση, λέμε, «Τί θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ γι̉ αὐτό; τί ἔκανε τό παιδί;», χωρίς νά ρωτᾶμε, ἀλλά ἐκφράζουμε ἀπορία, ἔτσι λοιπόν καί οἱ μαθητές, δέν τό ἔλεγαν αὐτό τόσο ὑπό μορφή ἐρωτήσεως, ἀλλά ἀπορίας.

Τί ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Χριστός; «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε, οὔτε οἱ γονεῖς του» [οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ] (Ιω. 9, 3). Αὐτό δέ, δέν τό λέει ἀπαλλάσσοντας τους ἀπό τίς ἁμαρτίες (Διότι δέν εἶπε ἁπλῶς, «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε, οὔτε οἱ γονεῖς του», ἀλλά πρόσθεσε, «Διά νά γεννηθῇ τυφλός»), ἀλλά γιά νά δοξασθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἁμάρτησε βέβαια καί αὐτός καί οἱ γονεῖς του, ἀλλά δέν προέρχεται, λέει, ἀπό αὐτή τήν αἰτία ἡ τύφλωση.

Αὐτά δέ τά ἔλεγε, ὄχι γιά νά δείξει αὐτό, ὅτι δηλαδή αὐτός μέν δέν τυφλώθηκε γι̉ αὐτή τήν αἰτίαν, ἐνῶ ὡρισμένοι ἄλλοι τυφλώθηκαν ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν αἰτιῶν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν γονέων τους· καθ̉  ὅσον δέν εἶναι δυνατόν νά ἁμαρτάνει ἄλλος καί νά τιμωρεῖται ἄλλος. Διότι ἐάν τό παραδεχθοῦμε αὐτό, κατ̉ ἀνάγκην θά παραδεχθοῦμε καί ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδή ἁμάρτησε πρίν γεννηθεῖ. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν εἰπών, ὅτι «οὔτε αὐτός ἁμάρτησε», δέν ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν ἐκ γενετῆς ν̉ ἀμαρτήσει καί τιμωρηθεῖ, ἔτσι εἰπών· «Οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ», δέ ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν νά τιμωρηθεῖ ἐξ αἰτίας τῶν γονέων του. Καθ̉  ὅσον διά τοῦ Ἰεζεκιήλ ἀναιρεῖ αὐτή τήν σκέψη «Ὁρκίζομαι στόν ἑαυτό μου, λέει ὁ Κύριος, ὅτι δέν θά λέγεται αὐτή ἡ παροιμία, οἱ πατέρες ἔφαγον ἄγουρα σταφύλια καί μουδίασαν τά δόντια τῶν παιδιῶν τους» [οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν;] (Ἰεζ. 18, 2-3). Καί ὁ Μωϋσῆς δέ λέει· «Δέν θά πεθάνει ὁ πατέρας ἐξ αἰτίας τοῦ υἱοῦ του» [Οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ τέκνων] (Δευτ. 24, 16).

Καί γιά κάποιο βασιλιά λέγεται ὅτι, γι̉ αὐτό τό λόγο δέν τό ἔκανε αὐτό, φυλάσσοντας τόν νόμο τοῦ Μωϋσῆ (Δ´ Βασ. 14, 6). Ἐάν δέ λέει κάποιος, πῶς λοιπόν λέχθηκε: «Αὐτός πού καταλογίζει ἁμαρτίες γονέων στά τέκνα μέχρι τρίτη καί τετάρτη γενεά»; [ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν] (Δευτ. 5, 9). Ἐκεῖνο θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτή δέν λέχθηκε γιά ὅλους, ἀλλά γιά ἐκείνους πού ἐξῆλθαν ἀπό τήν Αἴγυπτο. Αὐτό δέ πού ἐννοεῖ εἶναι τό ἑξῆς: Ἐπειδή αὐτοί πού ἐξῆλθαν ἀπό τήν Αἴγυπτο, εἶχαν γίνει μετά τά σημεῖα καί θαύματα χειρότεροι ἀπό τούς προγόνους τους πού δέν εἶδαν κανένα ἀπό αὐτά, τά ἴδια, λέει, θά πάθουν πού ἔπαθαν ἐκεῖνοι, ἐπειδή διέπραξαν τά ἴδια παραπτώματα. Καί τό ὅτι ἐλέχθη δι̉  ἐκείνους θά τό διαπιστώσει κανείς ἐάν ἐξετάσει ἀκριβέστερα τό χωρίο.

Γιό ποιό λόγο λοιπόν γεννήθηκε τυφλός; «Γιά νά φανερωθεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ» [ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ], (Ιω.. 9, 3} λέει. Νά καί πάλι ἄλλη ἀπορία, ἐάν λοιπόν δέν ἦταν δυνατόν νά φανεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν τιμωρία αὐτοῦ. Βέβαια δέν λέχθηκε αὐτό, ὅτι δέν ἦταν δυνατόν (διότι ἦταν δυνατόν), ἀλλά γιά νά φανερωθεῖ καί σ’ αὐτόν. Τί λοιπόν, λέει, ἀδικήθηκε για τήν δόξα τοῦ Θεοῦ; Ποίαν ἀδικία; πές μου· διότι ἐάν ἤθελε οὔτε κἄν θά τόν ἔφερνε στήν ζωή. Ἐγώ ὅμως λέω, ὅτι καί εὐεργετήθηκε ἀπό τήν τύφλωση, καθ̉  ὅσον ἀνέβλεψε μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς· διότι τί ὠφελήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς; (διότι τιμωρήθηκαν χειρότερα, ἀφοῦ τυφλώθηκαν ὡς πρός τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς)· Ποία δέ ἡ βλάβη σ’ αὐτόν ἀπό τήν τύφλωση; Διότι μέ τήν τύφλωση του αὐτή ἀνέβλεψε.

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν τά κακά δέν εἶναι κακά, δηλαδή τῆς παρούσας ζωῆς, ἔτσι οὔτε τά ἀγαθά δέν εἶναι ἀγαθά, ἀλλά κακό εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ τύφλωση δέν εἶναι κακό. Αὐτός δέ πού τόν ἔφερε στήν ζωή ἀπό τήν ἀνυπαρξία, εἶχε ἐξουσία καί νά τόν ἀφήσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση.

Μερικοί δέ λένε, ὅτι αὐτή ἡ φράση δέν ἔχει αἰτιολογικό χαρακτῆρα, ἀλλά ἐκφράζει τό ἀποτέλεσμα, ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅταν λέει· «Ἐγώ ἦλθα εἰς αὐτόν τόν κόσμον διά κρίσιν, διά ν̉ ἀποκτήσουν τό φῶς τους ἐκεῖνοι, πού δέν βλέπουν καί νά γίνουν τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν» [εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται], (Ἰω. 9, 39) (καί ὅμως δέν ἦλθε γι΄ αὐτό τόν λόγο, γιά νά γίνουν δηλαδή τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν). Καί πάλι ὁ Παῦλος λέει· «Αὐτό πού εἶναι δυνατόν νά γίνει γνωστό περί τοῦ Θεοῦ, τούς το φανέρωσε ὁ Θεός, ὥστε νά εἶναι ἀναπολόγητοι» [τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε…εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους] (Ρωμ. 1, 19-20) (ἄν καί βέβαια δέν τους φανέρωσε τά περί ἑαυτοῦ γι̉ αὐτό τόν λόγο, γιά νά στερηθοῦν τήν ἀπολογία, ἀλλά γιά νά τύχουν ἀπολογίας).

Καί πάλιν ἀλλοῦ λέγει· «Ὁ νόμος δέ δόθηκε, γιά νά πλεονάσουν τά παραπτώματα» [νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα] (Ρωμ. 5, 20) (μολονότι βέβαια δέν εἰσῆλθε στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων γι̉  αὐτό τόν λόγο, ἀλλά γιά νά ἐμποδιστεῖ ἡ ἁμαρτία).

2. Βλέπεις σε ὅλες τίς περιπτώσεις, ὅτι ὁ προσδιορισμός δείχνει τό ἀποτέλεσμα; Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄριστος οἰκοδόμος, τό μέν ἕνα τμῆμα τῆς οἰκίας τό κατασκευάζει, τό δέ ἄλλο τό ἀφήνει ἀτελείωτο, ὥστε μέ τό ὑπόλοιπον νά ἀπολογηθεῖ πρός αὐτούς πού δέν πιστεύουν, γιά ὅλο τό ἔργο του, ἔτσι καί ὁ Θεός, σάν μία οἰκία ἑτοιμόρροπη, συγκολλεῖ τό σῶμα μας καί τό τελειοποιεῖ, θεραπεύοντας τήν ξηρά χεῖρα, δίνοντας ζωή σε παράλυτα μέλη, θεραπεύοντας τούς χωλούς, καθαρίζοντας τούς λεπρούς, θεραπεύοντας τούς ἀσθενεῖς, καθιστώντας ἀρτιμελεῖς τούς ἀναπήρους, ἐπαναφέροντας στήν ζωή ἀπό τόν θάνατο τούς νεκρούς, διανοίγοντας τούς ὀφθαλμούς τῶν τυφλῶν καί δίνοντας ὀφθαλμούς εἰς ἐκείνους πού δέν ἔχουν, καί διορθώνοντας ὅλα αὐτά, πού ἦταν ἀτέλειες τῆς ἐκ φύσεως ἀσθενείας, έδειχνε τήν δύναμη του. Λέγοντας δέ, «Γιά νά φανερωθεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐννοεῖ τόν ἑαυτό του καί ὄχι τόν Πατέρα, διότι ἡ δόξα ἐκείνου ἦταν φανερή.

Ἐπειδή λοιπόν ἄκουγαν, ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα ἀπό τήν γῆ, γιά τοῦτο καί αὐτός ἔπλασε καθ̉  ὅμοιο τρόπο τό χῶμα· διότι τό νά πεῖ, ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού ἔλαβα χῶμα ἀπό τήν γῆ καί ἔπλασα τόν ἄνθρωπον, φαινόταν ὅτι δυσαρεστοῦσε τούς ἀκροατές, ἀποδεικνυόμενο ὅμως αὐτό ἐμπράκτως, δέν θά τούς ἐνοχλοῦσε πλέον.

Διά τοῦτο λοιπόν καί αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα καί τό ἀνέμειξε μέ τό πτύσμα, φανέρωσε μέ τήν ἐνέργεια του αὐτήν τήν κρυμμένη δόξαν του· διότι δέν ἦταν μικρή δόξα τό νά θεωρηθεῖ αὐτός δημιουργός τῆς κτίσεως· καθ̉  ὅσον ἀπό αὐτό ἀκολουθούσαν καί τά ἄλλα καί ἀπό τό ἐπί μέρους γινόταν πιστευτό τό ὅλο· διότι ἡ πίστη γιά τό μεγαλύτερον ἔργον του, ἐπεβεβαίωνε καί τό μικρότερο· καθ̉  ὅσον ὁ ἄνθρωπος, εἶναι τό πολυτιμώτερον ἀπό ὅλα τά ὄντα τῆς κτίσεως, καί ἀπό τά μέλη μας πολυτιμώτερος εἶναι ὁ ὀφθαλμός.

Γι’ αὐτό ἔδωσε τό φῶς στούς ὀφθαλμούς ὄχι ἔτσι ἁπλῶς, ἀλλά μέ ἐκεῖνο τόν τρόπον· διότι ἄν καί εἶναι μικρό τό μέλος αὐτό ὡς πρός τό μέγεθος, ἀλλά ὅμως εἶναι ἀναγκαιότερο ἀπό ὅλα τά μέλη σώματος. Καί αὐτό δηλώνοντας ὁ Παῦλος, ἔλεγε· «Ἐάν πεῖ το αὐτί, ἐπειδή δέν εἶμαι ὀφθαλμός, δέν ἀνήκω στό σῶμα, μήπως παύει, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, νά ἀνήκει στό σῶμα;» [ἐὰν εἴπῃ τὸ οὖς, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὀφθαλμός, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος;] (Α´ Κορ. 12, 16). Διότι ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος μας εἶναι ἀπόδειξη τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερο δέ ὁ ὀφθαλμός. Καθ̉  ὅσον αὐτός διακυβερνᾷ ὁλόκληρον τό σῶμα, αὐτός δίνει τό κάλλος εἰς ὅλον τό σῶμα, αὐτός στολίζει τό πρόσωπο, αὐτός εἶναι ὁ λύχνος ὅλων τῶν μελῶν· διότι αὐτό πού εἶναι ὁ ἥλιος γιά τήν οἰκουμένη, αὐτό εἶναι ὁ ὀφθαλμός γιά τό σῶμα.

Ἄν σβήσεις τόν ἥλιο, ὅλα τά κατάστρεψες καί τά ἀνάτρεψες· ἄν σβήσεις τούς ὀφθαλμούς καί τά πόδια εἶναι ἄχρηστα καί τά χέρια καί ἡ ψυχή· διότι χάνεται ἡ γνώση ἀχρηστευομένων αὐτῶν· καθ̉  ὅσον δι̉ αὐτῶν γνωρίσαμε τόν Θεό· «Διότι τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ, βλέπονται καθαρά ἀπό τότε πού κτίσθηκε ὁ κόσμος, διά μέσου τῶν δημιουργημάτων» [τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται] (Ρωμ. 1, 20). Ἑπομένως δέν εἶναι ὁ ὀφθαλμός μόνον λύχνος στό σῶμα, ἀλλά περισσότερο ἀπό τό σῶμα εἶναι λύχνος τῆς ψυχῆς. Καί ἀκριβῶς λοπόν γι’ αὐτό ἔχει τοποθετηθεῖ, σάν ἀκριβῶς σε κάποια βασιλική θέση, στό ψηλότερο μέρος τοῦ σώματος καί προΐσταται τῶν ἄλλων αἰσθήσεων. Αὐτόν λοιπόν διαπλάσσει.

Στήν συνέχεια, γιά νά μή νομίσεις ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό ὕλη ὅταν δημιουργεῖ, καί γιά νά μάθεις ὅτι οὔτε καί στήν ἀρχή εἶχε ἀνάγκην ἀπό πηλό (διότι αὐτός πού ἔφερε στήν ὕπαρξη τίς σπουδαιότερες οὐσίες πού δέν ὑπῆρχαν, πολύ περισσότερο δημιούργησε αὐτήν χωρίς νά ὑπάρχει ὕλη), γιά νά μάθεις λοιπόν, ὅτι αὐτό δέν τό κάνει ἀπό ἀνάγκη, ἀλλά γιά νά διδάξει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀρχικός δημιουργός, ἀφοῦ ἄλειψε τόν πηλό στούς ὀφθαλμούς εἶπε· «Πήγαινε καί πλύσου» [ὕπαγε νίψαι] (Ιω. 9, 7), γιά νά γνωρίσεις, ὅτι δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό πηλό γιά νά ἀνοίξω τούς ὀφθαλμούς, ἀλλά γιά νά φανερωθεῖ μέ αὐτήν τήν ἐνέργεια μου, ἡ δόξα μου.

Τό ὅτι λοιπόν ὁμιλεῖ περί τοῦ ἑαυτοῦ του, γίνεται φανερό ἀπό τό ὅτι, ἀφοῦ εἶπε, «Γιά νά φανερωθεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», πρόσθεσε· «Ἐγώ πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μέ ἔστειλεν» [ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με] (Ιω. 9, 5)· δηλαδή, ἐγώ πρέπει νά φανερώσω τόν ἑαυτό μου καί νά πράξω ἐκεῖνα πού μποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι πράττω τά ἴδια μέ τόν Πατέρα, ὄχι παρόμοια, ἀλλά τά ἴδια, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει σέ μεγαλύτερο βαθμό ὅτι εἶναι ὅμοια ἀκριβῶς τά ἔργα του, μέ αὐτά τοῦ Πατρός, καί τό ὁποῖο λέγεται ἐπί τῶν πραγμάτων ἐκείνων πού δέν διαφέρουν καθόλου.

Ποῖος λοιπόν θά ἀμφισβητεῖ στό ἑξῆς, βλέποντας αὐτόν νά μπορεῖ νά πράττει τά ἴδια μέ τόν Πατέρα; διότι δέν ἔπλασε μόνο ὀφθαλμούς, οὔτε ἄνοιξε, ἀλλά καί χάρισε καί τήν ὅραση, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἐμφύσησε καί ψυχή· καθ̉  ὅσον ἐάν ἐκείνη δέν ἐνεργεῖ, ὁ ὀφθαλμός, καί ἄν ἀκόμη εἶναι ὑγιέστατος, δέν θά μπορέσει ποτέ νά δεῖ τίποτε. Ὥστε καί τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς χάρισε καί ἔδωσε στό μέλος τά πάντα, καί ἀρτηρίες καί νεῦρα καί φλέβες καί αἷμα καί ὅλα τά ἄλλα, ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται τό σῶμα μας.

«Ἐγώ πρέπει νά ἐργάζομαι ἐν ὅσῳ ἀκόμη εἶναι ἡμέρα». Τί θέλουν νά ποῦν αὐτοί οἱ λόγοι; ποία σημασία ἔχουν; Πολλή. Διότι αὐτό πού λέει ἔχει τήν ἑξῆς σημασία· «ἕως ἡμέρα ἐστίν»· Ἐν ὅσῳ ἀκόμη μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά πιστεύουν σε μένα, ἐν ὅσῳ συνεχίζεται αὐτή ἡ ζωή, πρέπει νά ἐργάζομαι. «Ἔρχεται νύχτα (δηλαδή ὁ μέλλων καιρός), ὁπότε κανείς δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται» [ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι]. Δέν εἶπε, ὁπότε ἐγώ δέν μπορῶ νά ἐργάζομαι, ἀλλά «ὁπότε κανείς δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται», δηλαδή, τότε πού δέν θά ἰσχύει πλέον ἡ πίστη, οὔτε οἱ κόποι, οὔτε ἡ μετάνοια. Τό ὅτι βέβαια ἔργο ὀνομάζει τήν πίστη, γίνεται φανερό ἀπό τήν ἐρώτηση πρός αὐτόν· «Τί θά κάνουμεν, γιά νά ἐκτελέσουμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;» [τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;] (Ἰω. 6, 28). Ἀπαντᾶ· «Αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, γιά νά πιστεύσετε σ’ αὐτόν πού ἀπέστειλε ἐκεῖνος» [τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος] (Ἰω. 6, 29).

Πῶς λοιπόν αὐτό τό ἔργο «δέν μπορεῖ κανείς νά τό πράξει τότε»; Διότι τότε οὔτε ἡ πίστη ἰσχύει, ἀλλά ὅλοι θά ὑπακούσουν, εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι. Γιά νά μή πεῖ λοιπόν κάποιος, ὅτι αὐτό τό κάνει ἀπό φιλοδοξία, δείχνει ὅτι ὅλα τά κάνει ἀπό ἐνδιαφέρον γι̉  αὐτούς πού ἔχουν τήν δυνατότητα μόνον ἐδῶ νά πιστέψουν, καί δέν μποροῦν πλέον ἐκεῖ νά ἔχουν καμμία ὠφέλεια. Γι’ αυτό, ἔκανε αὐτό πού ἔκανε, χωρίς να ἔλθει πρός αὐτόν ὁ τυφλός.

Τό ὅτι βέβαια ἦταν ἄξιος μέν νά θεραπευτεῖ καί, ἐάν ἔβλεπε, θά πίστευε καί θά προσερχόταν, καί, δέν θά ἔδειχνε ἀδιαφορία καί πάλι ἐάν ἄκουγε ἀπό κάποιον πού ἦταν ἐκεῖ, γίνεται φανερό ἀπό τά ἑξῆς, ἀπό τήν ἀνδρεία καί τήν ἴδια τήν πίστη του· καθ̉  ὅσο φυσικό ἦταν νά σκεφθεῖ καί νά πεῖ· Μά τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔκανε πηλό καί ἄλειψε τούς ὀφθαλμούς μου καί μοῦ εἶπε· «Πήγαινε καί πλύσου». Δέν μποροῦσε νά μέ θεραπεύσει καί μετά νά μέ στείλει στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ; Πολλές φορές πλύθηκα ἐκεῖ μαζί μέ ἄλλους πολλούς καί δέν εἶδα καμμία ὠφέλεια· ἐάν εἶχε κάποια δύναμη θά μποροῦσε νά μέ θεραπεύσει παρόντα, πρᾶγμα πού καί ὁ Νεεμάν ἔλεγε πρός τόν Ἐλισσαῖο· καθ̉ ὅσον καί ἐκεῖνος, λαβών ἐντολή νά πάει καί νά λουσθεῖ στόν Ἰορδάνη δυσπιστοῦσε, καί ὅλα αὐτά τήν στιγμή πού τόση φήμη ὑπῆρχε περί τοῦ Ἐλισσαίου (Δ´ Βασ. 5, 10-11).

Ἀλλά ὅμως ὁ τυφλός, δέν ἀπίστησε, οὔτε ἔφερε ἀντίρρηση, οὔτε σκέφτηκε μέσα του· Τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔπρεπε νά ἀλείψει τούς ὀφθαλμούς μου μέ πηλό; αὐτό περισσότερο τυφλώνει· ποῖος ποτέ ἀνάβλεψε μέ αὐτό τόν τρόπο; Ἀλλά τίποτε ἀπό αὐτά δέν σκέφτηκε. Εἶδες πίστη σταθερή καί προθυμία;

«Ἔρχεται ἡ νύκτα». Δείχνει μέ αὐτό ὅτι καί μετά τήν σταύρωση του. πρόκειται νά συνεχίσει τήν πρόνοια του γιά τούς ἀσεβεῖς καί νά ἐπιστρέψει πολλούς στήν πίστη· διότι ἀκόμη εἶναι μέρα. Μετά δέ ἀπό αὐτό τούς ἀπομακρύνει τελείως. Καί θέλοντας νά δηλώσει αὐτό, ἔλεγε· «Ὅσο καιρό εἶμαι στόν κόσμον, εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»· πρᾶγμα πού ἔλεγε καί πρός ἄλλους· «Πιστεύετε ἐν ὅσῳ τό φῶς εἶναι μαζί σας» [ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς] (Ἰω. 12, 36).

3. Καί γιατί λοιπόν ὁ Παῦλος, τήν μέν παροῦσα ζωήν ὠνόμασε νύχτα, τήν δέ μέλλουσα ἡμέρα; Δέν ἀντιτίθεται πρός τόν Χριστό, ἀλλά λέγει τά ἴδια, ἄν καί ὄχι μέ τά ἴδια λόγια, ἀλλά μέ τό ἴδιο νόημα· καθ̉’ ὅσον λέει· «Ἡ νύχτα προχώρησε, ἡ δέ ἡμέρα πλησίασε» [ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν] (Ρωμ. 13, 12). Διότι νύχτα ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωή, για κείνους πού κάθονται στό σκοτάδι, ἤ συγκρίνοντας αὐτήν μέ ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἐνῷ ὁ Χριστός νύχτα ὀνομάζει τήν μέλλουσα ζωή, λόγῳ τοῦ ὅτι δέν συγχωροῦνται τότε τά ἁμαρτήματα, ὁ Παῦλος ὅμως ὀνομάζει τήν παροῦσα ζωή νύχτα ἐπειδή βρίσκονται μέσα στό σκοτάδι, αὐτοί πού ζοῦν μέσα στήν κακία καί τήν ἀπιστία.

Ἀπευθυνόμενος πρός πιστούς, ἔλεγε· «Ἡ νύκτα προχώρησε, ἡ δέ ἡμέρα πλησίασε», καθ̉  ὅσον πρόκειται νά ἀπολαύσουν ἐκεῖνο τό φῶς, καί νύχτα ὀνομάζει τόν παλαιό βίο· διότι λέει· «Ἄς ἀποβάλουμε τά ἔργα τοῦ σκότους» [ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους] (Ρωμ. 13, 12). Βλέπεις πού λέει γιά ἐκείνους ὅτι εἶναι νύχτα; Διά τοῦτο λέει· «Ἄς συμπεριφερόμαστε σεμνά, ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα» [ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν] (Ρωμ. 13, 13), γιά νά ἀπολαύσουμε ἐκεῖνο τό φῶς.

Διότι, ἐάν αὐτό τό φῶς εἶναι τόσο ὡραῖο, σκέψου πόσο ὡραῖο θά εἶναι ἐκεῖνο· ὅσο δηλαδή ἀνώτερο εἶναι τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀπό τοῦ λύχνου, τόσο καί πολύ περισσότερο ἐκεῖνο εἶναι ἀνώτερο ἀπό αὐτό. Καί γιά νά δηλώσει αὐτό, ἔλεγε ὅτι «ὁ ἥλιος θά σκοτιστεῖ» [ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται] (Ματθ. 24, 29), δηλαδή ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς ἄφθονης λαμπρότητας του, οὔτε ὁ ἥλιος θά φανεῖ.

Ἐάν δέ τώρα, δαπανᾶμε ἀμέτρητα χρήματα, γιά νά ἔχουμε φωτεινές καί εὐαέρες οἰκίες, χτίζοντας τες καί ταλαιπωρούμενοι, σκέψου πῶς πρέπει νά μεταχειριζόμαστε τά σώματα, γιά νά οἰκοδομήσουμε λαμπρές οἰκίες στούς οὐρανούς, ὅπου ὑπάρχει τό ἀπερίγραπτο ἐκεῖνο φῶς. Διότι ἐδῶ μέν γίνονται καί μάχες καί φιλονικίες γιά τά σύνορα καί τούς τοίχους, ἐνῷ ἐκεῖ δέν ὑπάρχει τίποτε τό παρόμοιο, οὔτε φθόνος οὔτε κακολογία, καί κανείς δέν θά φιλονικήσει μαζί μας γιά σύνορα κτημάτων. Καί αὐτή μέν τήν οἰκία, εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά τήν ἐγκαταλείψουμε ὁπωσδήποτε, ἐνῷ ἐκείνη θά παραμείνει διαρκῶς. Καί αὐτή μέν κατ̉  ἀνάγκην καταστρέφεται ἀπό τόν χρόνο καί ὑφίσταται μυρίες ζημίες, ἐνῷ ἐκείνη μένει αἰωνίως ἄφθαρτη· Καί αὐτήν μέν, δέν μπορεῖ φτωχός νά τήν οἰκοδομήσει, ἐνῷ ἐκείνη μπορεῖ νά τήν οἰκοδομήσει καί μέ δύο ὀβολούς, ὅπως ἀκριβῶς ἡ χήρα. Διά τοῦτο, λυπᾶμαι ὑπερβολικά, διότι ἄν καί βρίσκονται μπροστά μας τόσα ἀγαθά, ραθυμοῦμε καί ἀδιαφοροῦμε, καί πράττουμε μέν τά πάντα διά νά ἔχουμε ἐδῶ λαμπρές οἰκίες, ἀδιαφοροῦμε ὅμως καί δέν φροντίζουμε νά ἀποκτήσουμε στούς οὐρανούς ἔστω καί ἕνα μικρό κατάλυμα.

Πές μου λοιπόν, πού θά ἤθελες νά ἔχεις οἰκία; ἐδῶ, ἆρά γε στήν ἐρημιά ἤ σέ μία ἀπό τάς μικρές πόλεις; Ἐγώ τουλάχιστον δέν τό νομίζω, ἀλλά θά ἤθελες νά ἔχεις στίς βασιλικωτάτες καί μεγάλες πόλεις, ὅπου ὑπάρχει περισσότερο ἐμπόριο καί μεγαλύτερη πολυτέλεια. Ἀλλά ἐγώ σέ ὁδηγῶ σέ μία τέτοια πόλη, τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖ σέ παρακαλῶ νά χτίζεις καί νά οἰκοδομεῖς μέ λιγώτερα χρήματα καί λιγώτερο κόπο. Ἐκείνη τήν οἰκία, τήν οἰκοδομοῦν τά χέρια τῶν φτωχῶν καί αὐτό πρό πάντων εἶναι οἰκοδομή· διότι αὐτά πού γίνονται τώρα εἶναι δείγματα τῆς πιό φοβερῆς παραφροσύνης. Καθ̉’ ὅσον ἐάν κάποιος σέ ὡδηγοῦσε στήν περσική γῆ διά νά δεῖς τά ἐκεῖ καί νά ἐπανέλθεις καί στήν συνέχεια σέ διέταζε νά χτίσεις οἰκία, ἆρά γε δέν θά ἀπέδιδες σ’ αὐτόν τήν πιό χειρότερη ἀνοησία, μέ τό νά σέ διατάζει νά κάνεις ἄσκοπες δαπάνες; Πῶς λοιπόν κάνεις τό ἴδιο πρᾶγμα στήν γῆν, τήν ὀποία μετά ἀπό λίγο θά ἐγκαταλείψεις;

Ἀλλά, λέει, θά τήν ἀφήσω στά παιδιά μου. Ὅμως καί κεῖνα μετά ἀπό λίγο ἀπό σένα, θά τήν ἐγκαταλείψουν, πολλές φορές δέ καί πρίν ἀπό σένα, καί ὁμοίως καί οἱ μετά ἀπό ἐκείνους. Καί αὐτό τό πρᾶγμα γίνεται σε σένα αἰτία ἀπογοήτευσης, ὅταν δέν δεῖς τούς κληρονόμους σου νά τά κατέχουν αὐτά.

Ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιο δέν εἶναι δυνατόν νά φοβηθεῖς, ἀλλά μένει σταθερά αὐτό πού ἀπέκτησες καί σέ ἐσένα καί στά παιδιά σου καί στά ἐγγόνια σου, ἄν ἐπιδείξουν τήν ἴδια ἀρετή. Τήν οἰκοδόμηση ἐκείνης τῆς οἰκίας τήν κάνει ὁ Χριστός· ἐάν την οἰκοδομεῖς, δέν εἶναι ἀνάγκη νά ὁρίζεις ἐπιστάτες, οὔτε νά φροντίζεις, οὔτε νά μεριμνᾷς· διότι ὅταν ὁ Θεός ἀναλάβει τό ἔργο τί χρειάζεται ἡ φροντίδα; Ἐκεῖνος τά συγκεντρώνει ὅλα καί κτίζει τήν οἰκία. Καί δέν εἶναι αὐτό μόνο τό ἀξιοθαύμαστο, ἀλλά ὅτι αὐτός ἔτσι τήν οἰκοδομεῖ, ὅπως ἀρέσει σέ σένα, ἀλλά καί περισσότερο ἀπό αὐτό πού σοῦ ἀρέσει καί ἀπό αὐτό πού θέλεις· διότι εἶναι τεχνίτης ἄριστος καί φροντίζει πάρα πολύ γιά τά συμφέροντά σου.

Καί ἄν εἶσαι φτωχός καί θελήσεις νά οἰκοδομήσεις αὐτήν τήν οἰκία, κανείς δέν θά σέ φθονήσει οὔτε καί θά σέ κακολογήσει· διότι κανείς δέν τήν βλέπει αὐτήν, ἀπό ἐκείνους πού φθονοῦν, ἀλλά οἱ ἄγγελοι πού γνωρίζουν νά χαίρονται μέ τά δικά σου ἀγαθά. Κανείς δέν θά μπορέσει νά την ἐξουσιάσει, διότι κανείς δέν κατοικεῖ πλησίον της, ἀπό αὐτούς πού πάσχουν ἀπό παρόμοια νοσήματα. Γείτονες ἐκεῖ, ἔχεις τούς ἁγίους, τούς περί τόν Παῦλον καί Πέτρον, ὅλους τούς προφήτες, τούς μάρτυρες, τό πλῆθος τῶν ἄγγελων καί τῶν ἀρχαγγέλων.

Γι’ αυτό λοιπόν, ὅλα αὐτά τά ὑπάρχοντα μας, ἄς τά προσφέρουμε στούς φτωχούς, γιά νά ἐπιτύχουμε ἐκεῖνες τίς σκηνές, τίς ὁποίες μακάρι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι εμεῖς, μέ τήν χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μετά τοῦ ὁποίου, ἀνήκει εἰς τόν Πατέρα δόξα συγχρόνως καί εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αναδημοσίευση από Ελληνική Πατρολογία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

On Key

Σχετικά άρθρα