ΟΜΙΛΙΑ ΝΓʹ
Εις την προς τα ΄Αγια των Αγίων Είσοδον και τον εν Αυτοίς θεοειδή βίον της Πανυπεράγνου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
(Απόδοσις Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου)
Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου, και εις την ισάγγελον ζωήν οπού διεπέρασεν Αυτή μέσα εις τα ΄Αγια των Αγίων. Ευλόγησον, Πάτερ!
[1] Εις κάθε πράγμα, ευλογημένοι πατέρες και αδελφοί, όπου υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, είτε λόγοι εγκωμιαστικοί, οπού υπερβαίνουσι την ανθρωπίνην ρητορικήν· εις αυτά λέγω τα υπέρμετρα πράγματα, τόσον εκείνοι οπού είναι ανδρείοι κατά το σώμα, ίσοι λογίζονται με τους αδυνάτους· όσον και εκείνοι οπού είναι εις τους λόγους ευδόκιμοι και σοφοί, ίσοι νομίζονται με τους ασόφους και αδοκίμους. Διατί ούτε οι ανδρείοι ημπορούν να ασηκώσουν το υπέρ δύναμιν βάρος, ούτε οι σοφοί εις τους λόγους δύνανται να φθάσουν εις τα υπέρ λόγον εγκώμια· αλλά και τα δύο μέρη παρόμοια αποτυγχάνουν του σκοπού.
Και καθώς λόγου χάριν, ένας άνθρωπος, οπού επιχειρίζεται να πιάση τα άστρα του ουρανού με το χέρι του, καν και είναι μακρύτερος από όλους τους ανθρώπους, καν και τεντώση το χέρι του υψηλότερα, δεν ημπορεί να φθάση όμως τα ύψη του ουρανού, αλλά απέχει από αυτά παρόμοια με τους άλλους ανθρώπους, και τους πλέον κοντότερους, δια το άπειρον σχεδόν του ουρανού διάστημα· τοιουτοτρόπως και εις τα πράγματα οπού είναι επάνω από κάθε λόγον και διάνοιαν, δεν φαίνονται καλλίτεροι κατ’ ουδένα τρόπον οι ρήτορες και σοφοί, από τους αμαθείς και ασόφους.
[2] Εις την υπόθεσιν όμως της ανωτέρας πάντων των αγίων Μητρός του Θεού, η οποία διαβαίνει σήμερον ψαλμικώς «ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς», και εμβαίνει μέσα εις τα άγια των αγίων, «ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως, καὶ ἐξομολογήσεως» θείου ήχου, και των τότε λαμπαδηφόρων παρθένων, και των σήμερον εορταζομένων ημών εις την υπόθεσιν, λέγω, ταύτης όχι μόνον ένας ρήτωρ, ο πλέον διαλεκτός από όλους, δεν ήθελε φθάση να εγκωμιάση κατ’ αξίαν, αλλά αν ήτον δυνατόν να ευρεθούν και να γένουν ένα στόμα όλοι όσοι εσώθησαν με τον άφθορον τόκον της, πάλιν δεν ήθελε φθάσουν ουδέ εις το ελάχιστον· διότι, ανίσως και όλη η κτίσις δεν είναι ικανή να προσφέρη εις αυτήν καν σήμερον την δοξολογίαν, ωσάν οπού έγινε μήτηρ του Κτίστου των απάντων, πως ήθελεν είναι ικανή η δύναμις μόνων των ανθρώπων, καν και ολονών είπης, να δοξολογήση τα μεγαλεία της; και δεν ήθελε φανή ωσάν μικροτάτη ρανίδα έμπροσθεν εις μίαν άβυσσον δόξης; Τόσον είναι υψηλότερον από την δύναμίν μου, αδελφοί, τούτο το επιχείρημα· και τόσον είμαι μακράν, από το να νομίζω, πως θέλει εννοήσω λόγον εγκωμιαστικόν ισόμετρον με το υπερφύσιν θαύμα της Παρθένου, το αληθώς μακάριον, και όλης της κτίσεως υψηλότερον·
[3] αλλ’ όμως με ποίον άλλον τρόπον ήθελεν, ή τον πόθον μου να τελειώσω, ή το χρέος μου να πληρώσω, ή να ευχαριστήσω δια τας απείρους χάριτας οπού έλαβον από την Παρθένον, πάρεξ με το να την υμνολογήσω το κατά δύναμιν; διατί ο μεν πόθος οπού έχω προς Αυτήν, με αναπτερώνει εις τούτο, το δε χρέος και το κοινόν και το εδικόν μου με βιάζει· και οι χάριτες, οπού έλαβον από Αυτήν έως τώρα, και προς τούτοις η ακένωτος της Παρθένου φιλανθρωπία υπόσχονται να μοι συγχωρήσουν δια τούτο. Επειδή και Αυτή ωσάν μία ψυχή, συγκρατεί όλους της τους υπηκόους, και ευρισκομένη πάντοτε κοντά εις όλους οπού την επικαλούνται, τελεί πάντα προς το συμφέρον, με την ακατάπαυστον προς τον Υιόν της πρεσβείαν, καθώς ημείς εμπράκτως εγνωρίσαμεν, και έχομεν την πίστιν βεβαιοτέραν από τα αγαθά οπού αυτή μας εχάρισεν.
[4] Αυτήν λοιπόν την φιλανθρωπίαν της Παρθένου επικαλούμενος εγώ, οπού τώρα καταβιβάζω τον εαυτόν μου εις το πέλαγος των θαυμάτων της, ελπίζω να την έχω δια να μοι βοηθή, και να με αλαφρώνη μέχρι τέλους· από εσάς δε τους ακροατάς, και από όσους άλλους τύχωσι τον παρόν μου λόγον, ούτε νομίζω αναγκαίον να ζητήσω συγχώρησιν, επειδή και παρευθύς όλοι θέλετέ μοι συγχωρήσει, στοχαζόμενοι όλα ομού, και εμέ δηλαδή, τον λέγοντα, και τους λόγους ότι είναι ασθενείς, κατά το υπερβολικόν της υποθέσεως.
Μάλιστα δε στοχαζόμενοι, πως κι ο καθείς από λόγου σας χρειάζεται να λάβη την συγχώρησιν από τους άλλους, όταν υμνολογήτε την Θεομήτορα, εις την οποίαν χρεωστείτε να προσφέρετε τους οφειλομένους επαίνους, και καθ’ ένας ξεχωριστά και όλοι ομού. Και πάλιν να γνωρίζετε ότι δεν ημπορείτε κατ’ αξίαν να την επαινέσητε· όθεν τούτο ηξεύροντες, δεν λείπετε να την επαινήτε, με όλας τας ιεράς μελωδίας οπού δι’ Αυτήν συνετέθησαν από τους αιώνας, συγκροτούντες εν τη Εκκλησία κάθε ημέραν και ώραν ένα χορόν εναρμόνιον.
[5] Ελάτε λοιπόν, ω θεία παρεμβολή των Οσίων Πατέρων, όχι μόνον δια να ακροασθήτε προσεκτικώς τον παρόντα μου λόγον, αλλά και δια να συμβοηθήσητε με τας καθαράς ευχάς σας, ίνα με αξιώση ο του Πατρός Λόγος να μην ειπώ κανένα ανάρμοστον, αλλά εναρμόνιον εις τας ιεράς ακοάς σας. Επειδή και τη αληθεία χρείαν έχουσι της θείας βοηθείας εκείνοι οπού εμβαίνουσιν εις τοιαύτα υψηλά νοήματα, τα οποία εστάθησαν αποτελέσματα μόνης της του Θεού παντοδυναμίας, τα πλέον οικειότερα εις τον Θεόν και τα πλέον τελειότερα, από όσα άλλα εκ των αιώνων έγιναν.
Επειδή γαρ ο Θεός εδημιούργησεν εξ αρχής κάθε είδος των αισθητών κτισμάτων, και των αισθητικών αλόγων ζώων, μα κανένα από αυτά δεν είχε νου λογικόν, εδημιούργησεν ύστερα και τον άνθρωπον στολισμένον με τον νου. Πάλιν επειδή κανένας από τους δημιουργηθέντας και πληθυνθέντας ύστερον ανθρώπους, δεν ευρέθη καθόσον έπρεπε δεκτικός του Θεού, δια τούτο, εις όλον το ύστερον εποίησε και την αειπάρθενον Μαρίαν ωσάν ένα βασίλειον εδικόν του, δια να γένη δεκτική από την άκραν της καθαρότητα, του πληρώματος της αυτού θεότητος σωματικώς· και όχι μόνον δεκτική, αλλά και γεννητική (ω του θαύματος) και πρόξενος θείας συγγενείας, τόσον εις τους προγενεστέρους της, δηλαδή τους προπάτορας, όσον και εις τους μεταγενεστέρους της, δηλαδή τα έθνη ημάς.
[6] Δύο γαρ γενεαί ανθρώπων εδιαλέχθησαν από τον Θεόν εξ όλου του κόσμου, η των Ιουδαίων και η των εθνικών, ανάμεσα δε εις αυτάς εστάθη η Θεοτόκος ωσάν ένα άγαλμα ζωντανόν κάθε καλού, και θείων και ανθρωπίνων χαρίτων συνάθροισμα. Και του μεν νέου Ισραήλ, των εθνικών δηλαδή, έγινεν αρχή (γεννήσασα) τον αίτιον των πάντων Θεόν και απέδειξεν αυτούς ουρανίους αντί γηΐνους, και τέκνα Θεού αντί τέκνα σαρκός. Τον δε παλαιόν Ισραήλ, ήτοι τους προγόνους της Ιουδαίους, εις τόσην τιμήν ανεβίβασεν, ώστε οπού ηξιώθησαν να ονομάζωνται Θεοπάτορες.
Τι λέγω, ότι εστάθη ανάμεσα εις Ιουδαίους και εθνικούς! Αυτή εστάθη ανάμεσα Θεού και ανθρώπων, και τον μεν Θεόν υιόν ανθρώπου εποίησε, τους δε ανθρώπους, υιούς Θεού απειργάσατο. Και μοναχή αυτή έγινε Μήτηρ μεν φυσική του Θεού, Βασίλισσα δε όλων των επιγείων και ουρανίων κτισμάτων· επειδή δια μέσου του εξ αυτής γεννηθέντος, «ὅλα τὰ πάντα ἔγιναν καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὅ γέγονε», κατά τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην.
[7] Σημεία δε της βασιλείας αυτής εστάθησαν, όχι βασιλικά διαδήματα και πετράδια και χρώματα και ιμάτια πολύτιμα και άλλοι βασιλικοί στολισμοί, πράγματα οπού είναι υλικά και γήϊνα, αλλά μάλιστα χάριτες ανεκλάλητοι, και δυνάμεις και ενέργειαι υπερφυσικαί, υπερβαίνουσαι και αυτούς τους αγγέλους· χαιρετισμοί και μηνύματα θεία, οπού μεταβάνουσιν εις το καλλίτερον τους νόμους της φύσεως· θείου Πνεύματος έλευσις και υψίστου δυνάμεως επισκίασις, και ένωσις συλλήψεως ομού και παρθενίας· Θεού Λόγου κένωσις· αειπαρθένου κόρης κύησις· και το θαύμα εν θαύμασι, γέννησις παιδός εξ απειράνδρου κόρης, ήτις δεν έλυσεν, αλλά σώα διεφύλαξεν της παρθενίας τα σύμβολα.
[8] Ποίος νους ήθελε δυνηθή δεν λέγω να χωρήση μέσα εις το βάθος, αλλ΄ ουδέ όλως να παρακύψη, καν εις τα προαύλια της θείας ταύτης σκηνής, δηλαδή της Παρθένου, εις την οποίαν εκατοίκησεν ο υπεράνω πάντων των όντων Θεός; ο των Ουρανών Βασιλεύς; ο των κυριοτήτων Κύριος; ο έχων το κράτος πάντων εκ φύσεως; ποιος λόγος ήθελε σιμώση καν ολίγον, κοντά εις την αξίαν των επαίνων της; και αφίνοντας τα ουσιώδη αυτής μυστήρια, καν να διηγηθώ τα προ του τοκετού και μετά τον τοκετόν αυτής θαυμάσια; ήτοι την δι’ αγγέλου φερομένην εις αυτήν τροφήν; την δι’ αστέρος οδηγίαν των εις προσκύνησιν του τόκου της ελθόντων Μάγων; και την υπό των Αγγέλων δοξολογίαν, ήτις εσύναψε την γην με τα ουράνια; και εις την βασιλίδα ταύτην τα υπέταξε;
Προτού όμως από όλα αυτά, δια ταύτην την Παρθένον έγιναν αι προρρήσεις των Προφητών, τα παλαιά θαύματα οπού προεικόνιζον αινιγματωδώς τούτο το μέγα θαύμα· ο νόμος οπού επροτύπωνε την μέλλουσαν αλήθειαν· αι μεταβολαί τόσων γενεών και πραγμάτων, αι οποίαι απέβλεπον εις το τέλος τούτου του καινού μυστηρίου.
Εξόχως δε και μάλιστα δι’ αυτήν έγινεν η υπόσχεσις του Θεού προς τον Ιωακείμ και την ΄Ανναν, εις το να γεννήσουν θυγατέρα εν τω γήρει αυτών· και εξ εναντίας η υπόσχεσις του Ιωακείμ και της ΄Αννης προς τον Θεόν, εις το να χαρίσουν εις Αυτόν χάρισμα την χαρισθείσαν εις αυτούς θυγατέρα. Δια την οποίαν ταύτην υπόσχεσιν έγινε και η σημερινή της Παρθένου άνοδος εις τον θείον ναόν, και η εις τα άγια των αγίων θαυμαστή αυτή είσοδος, τα οποία ήτον ο αφιερωμένος τόπος εις μόνον τον Θεόν, μέσα εις τον οποίον συνωμίλει Αυτός με μοναχούς τους αρχιερείς, οπού εκεί έμβαιναν μίαν φοράν τον χρόνον. Εις αυτόν λοιπόν τον τόπον εμβήκε σήμερον η Παρθένος και έκαμε δώδεκα χρόνους δια την σωτηρίαν μας.
[9] Δια τούτο πανηγυρίζομεν σήμερον βλέποντες τον στέφανον οπού έλαβε δια την ασύγκριτον αυτής υπομονήν, όστις είναι η κατάβασις του Θεού εις την γην, και η εδική μας ανάβασις εις τον ουρανόν. Διότι εκεί ευρισκομένη η Θεοτόκος, τόσας υψηλάς «ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς διέθετο», ώστε οπού έφθασαν, έως και εις αυτόν τον ουρανόν. Και από εκεί ετράβιξαν εις του λόγου μας τον Δεσπότην του ουρανού· εκεί όλη «ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν», κατά το δαβιτικόν· από της οποίας την παρθενίαν, ωσάν από χρυσίον πολύτιμον, ηθέλησε να κατασκευάση μίαν εικόνα ομοίαν του ο ποιητής των απάντων, και γενόμενος άνθρωπος, να αναβιβάση το πλάσμα του εις την αξίαν του πλάσαντος.
[10] Βλέπετε του παρθενικού τούτου στεφάνου το πλέξιμον; βλέπετε της βασιλικής πορφύρας ταύτης το κοινόν όφελος; διότι η παμβασιλίς Παρθένος δεν ηθέλησε να υποτάσση μόνον όλους τους άλλους εις τον εαυτόν της και να βασιλεύη εις αυτούς, καθώς είναι οι νόμοι των επιγείων βασιλείων, όχι· αλλ’ Αυτή με το μέσον το εδικόν της, υψώσασα όλους τους υπηκόους της, και αντί επιγείους καταστήσασα ουρανίους, ούτως ηξιώθη να χειροτονηθή από τους ουρανούς βασίλισσα εις αυτούς και να λάβη μίαν υψηλοτέραν αξίαν και δύναμιν· λάμπουσα εις όλα τα μέρη σώματος και ψυχής.
Διότι φαίνεται πως ο Θεός ηθέλησε να ζωγραφίση μίαν εικόνα κάθε καλού, και επάνω εις αυτήν να δείξη καθαρά εις τους αγγέλους και εις τους ανθρώπους, την παντεχνήμονα σοφίαν του· και να την κατασκευάση ένα κοινόν στολισμόν και μίαν ανακεφαλαίωσιν θείων και ανθρωπίνων χαρίτων, οπού να στολίζη και τους δύο κόσμους, τον αισθητόν και τον νοητόν. Και αυτή η εικών δεν ήτον άλλη, πάρεξ η Παρθένος Μαρία, εις την οποίαν διαμοιράζοντας εστόλισεν όλα τα ποιήματά του· και ούτω μας απέδειξεν ένα άλλον τρόπον μιας εξαιρέτου δημιουργίας, ο οποίος έπρεπεν εις μόνην την Μητέρα του.
[11] Και καθώς όταν εις την αρχήν του κόσμου έκαμεν ο Θεός τον μέγα φωστήρα της ημέρας ήλιον, πρώτον μεν εδημιούργησε το φως, εις την πρώτην ημέραν διεσκορπισμένον εις όλον το πάν, ύστερον δε έκαμε τον δίσκον του ηλίου, και εσύναξε εις αυτόν όλον εκείνο το διασκορπισμένον φως το πρωτόγονον, τοιουτοτρόπως εκατασκεύασε και την Μητέρα του ένα φωστήρα ακτινοβολούντα από κάθε φως των αρετών, το οποίον ήταν προτού, κεχυμένον εις όλους τους εναρέτους, και εσύναξεν εις Αυτήν κάθε είδος αρετής και όσα άλλα χαρίσματα την αρετήν υπερβαίνουσιν.
Και λοιπόν όσα χαρίσματα εμοιράσθησαν εις όλους τους απ’ αιώνος Αγίους, και όσα αξιώματα έλαβον όλοι ομού οι του Θεού φίλοι, τόσον άγγελοι όσον οι άνθρωποι, όλα αυτά τα εσύναξεν η Παρθένος εις τον εαυτόν της, και μοναχή έχει τα προνόμια πάντων. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και περιττεύει ακόμη από αυτά τόσον ασυγκρίτως, ώστε οπού υπερεκχέει εις εκείνους οπού την τιμούν δαψιλείς και πλουσίας τας χάριτας· χαρίζουσα εις αυτούς το να αποβλέπουν εις Αυτήν ωσάν εις ηλιακόν δίσκον τόσων μεγάλων χαρισμάτων, και εκβλύζουσα εις αυτούς παντοτεινά μεγαλυτέρας χάριτας δια την ιδικήν της αγαθότητα· αλλ’ ούτε θέλει παύσει ποτέ από το να χαρίζη εις όλους τους ανθρώπους τοιαύτας δωρεάς και τοιαύτην φιλάνθρωπον διάθεσιν και αγάπην.
[12] Πλήν ει μεν θεωρήσει τινάς εις τοιαύτην παντός καλού ένωσιν, και εις την μετάδοσιν οπού κάμνει εις ημάς τους ανθρώπους, θέλει ειπεί πως η Παρθένος είναι ανάμεσα εις τας αρετάς και εις τους εναρέτους, εκείνο το ίδιον οπού είναι και ο αισθητός ήλιος ανάμεσα εις τα άλλα φώτα και τα φωτιζόμενα ζώα· και πως ο τρόπος της δημιουργίας του ηλίου, ήτον ένας τύπος των ύστερων γενομένων μεγαλείων της Παρθένου. Ει δε και ήθελε θεωρήση προς τον εξ Αυτής ανατείλαντα νοητόν ήλιον της δικαιοσύνης Χριστόν, ο οποίος έχει φύσει, όσα η Μήτηρ αυτού έχει χάριτι, παρευθύς η Παρθένος θέλει φανή ουρανός τόσον λαμπρότερος από όλους τους αγίους και τους αγγέλους, όσον είναι μεγαλύτερος ο ουρανός από τον ήλιον, και ο ήλιος λαμπρότερος από τον ουρανόν.
[13] Αλλ’ ω Θεομήτορ Παρθένε, και ποιος λόγος δύναται να επαινέση το θείον σου κάλλος; επειδή τα εδικά σου χαρίσματα δεν περιορίζονται από λόγους και νοήματα, διότι υπερβαίνουν κάθε λόγον και διάνοιαν· όμως είναι συγκεχωρημένον εις ημάς να σε επαινούμεν, ωσάν οπού εσύ δέχεσαι τα εγκώμια με φιλανθρωπίαν· διατί είσαι πλήρωμα όλων των χαρίτων, και κάθε αρετής και καλοκαγαθίας εικών ζωντανή, επειδή και ηξιώθης να κάμης κάτοικον μέσα εις αυτά τα σπλάχνα σου εκείνον τον Θεόν, εις τον οποίον ευρίσκονται όλοι οι θησαυροί των χαρίτων· ο οποίος και κατά το σώμα από βρέφος τοσούτον σε ηγάπησεν, εις τρόπον ότι από τόσην νηπιώδη ηλικίαν σε απεδέχθη να σε κάμη συγκάτοικόν του, και να σε δείξη των εδικών του χαρίτων κατοικητήριον.
[14] Τόσα μεγάλα, και υπέρ άνθρωπον ηξιώθης προνόμια, ώστε οπού και η γέννησίς σου να γένη παράδοξος, και η ανατροφή σου παραδοξοτέρα, και ο απείρανδρος τόκος σου παραδοξότατος· και η μεν εκ των γεννητόρων σου γέννησις εστολίσθη με τας εκ Θεού και ανθρώπων υποσχέσεις· διατί καθώς ο Θεός υπεσχέθη εις τους γονείς σου να σε γεννήσουν, έτσι αντιστρόφως και οι γονείς σου σε υπεσχέθησαν εις τον Θεόν. Συ δε, ω Παρθένε, εστολίσθης και εστόλισες όλον τον κόσμον με τας ουρανίους υποσχέσεις οπού κατά καιρόν έλαβες. Επειδή μετ’ ολίγον καιρόν υπεσχέθη να γεννηθή από λόγου σου ο ίδιος εκείνος Θεός, από τον οποίον και δια τον οποίον γίνεται κάθε υπόσχεσις· ώστε οπού, όσαι υποσχέσεις γίνονται και έγιναν εκ του Θεού από αιώνος εις τους εδικούς του φίλους, και όσαι μεγάλαι αποκαλύψεις και θεωρίαι, όλαι εστάθησαν ωσάν τα μυστικά αινίγματα του υπερφυούς μυστηρίου σου. Δια τούτο εσύ μοναχή ετελείωσας όλων τας θεωρίας, και έγινες επάνω από κάθε φύσιν, όχι μόνον δια τον ανερμήνευτον τόκον σου, αλλά και δια την προλαβούσαν ένωσιν οπού έκαμες με τον Θεόν εις όλας τας αρετάς από την άκραν σου καθαρότητα.

[15] ΄Επρεπε δε βέβαια να είναι ασύγκριτος εις όλα τα χαρίσματα, και να λάβη από τον υιόν της κατά το σώμα ένα θαυμαστόν κάλλος, και μίαν εκπληκτικήν ωραιότητα, εκείνη οπού έμελλε να γεννήση «τὸν ὡραῖον κάλλει παρὰ πάντας ἀνθρώπους», διατί και αυτός ο υιός της έμελλε να γένη ύστερον όμοιος με την Μητέρα του εις το κάλλος, και να γνωρίζεται ότι είναι παιδίον τοιαύτης αειπαρθένου και από την εξωτερικήν του προσώπου ωραιότητα· ώστε κάθε ένας βλέποντάς τον να κηρύττη πως ο απάτωρ έχει τοιαύτην κατά σάρκα Μητέρα. Επειδή ποίον λογαριασμόν έχει, εκείνος οπού με τον λόγον του εκαλλώπισεν όλον το πάν, με τόσας θαυμαστάς ωραιότητας, να μη χαρίση εις την Μητέρα του κάθε ωραιότητα, την οποίαν ήξευρεν, ότι και αυτός είχε ύστερα να λάβη από αυτήν κατά την ανθρωπότητα;
Δια τούτο λοιπόν ο Θεός οπού στολίζει τα κρίνα του αγρού περισσότερον από την βασιλικήν πορφύραν του Σολομώντος, αυτός εστόλισεν υπερφυώς και την άχραντον Μητέρα του, από την οποίαν έλαβε και το ανθρώπινον ένδυμα, και την κατεσκεύασεν ένα κατοικητήριον, και κάθε καλού χωριστά και όλων ομού των καλών, εις τρόπον ότι μοναχή Αυτή από τους εξ αιώνος ανθρώπους να μη φανή ελλιπής εις κανένα χάρισμα, αλλά να υπερβαίνη όλους εις όλα με τόσον ασύγκριτον διάστημα, όσον απέχει ο ουρανός από την γην, και τόσον μακράν να φαίνεται εις ημάς τους Αυτήν βλέποντας, καθ’ όσον και οι αστρονόμοι βλέπουν από την γην τα ουράνια.
[16] Και λοιπόν ανίσως και είναι λόγος, πως έκαμεν ο Θεός τον άνθρωπον δια τούτον τον σκοπόν, ώστε να βλέπη τα φαινόμενα κάλλη των κτισμάτων, και δια μέσου αυτών να αναβαίνη με τον νου εις τα κάλλη των αοράτων κτισμάτων, και ούτω να δοξάζη τον τούτων δημιουργόν· η Παρθένος όμως δεν ημπορεί να ειπή τινάς πως έγινε δια τούτο το τέλος, όχι· αλλά μάλιστα Αυτή, με το να είναι θαύμα θαυμάτων εις την γην, και υπερβαίνη τους ουρανίους φωστήρας και νόας, καταπείθει με τας διαφόρους αυτής ωραιότητας εκείνους οπού την βλέπουσι, να θαυμάζουν και να δοξάζουν δια μέσου αυτής τον δημιουργόν, και με δίκαιον τρόπον, διατί αγκαλά και «ὅλη ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν», όμως και τα έξωθεν Αυτής είναι σύμφωνα.
[17] Και τούτο θέλει το καταλάβης, ανίσως στοχασθής με επιστασίαν του Ψαλμωδού την έννοιαν. Επειδή δεν είπεν εντός, αλλ’ έσωθεν η δόξα της θυγατρός του βασιλέως, οπού θέλει να ειπή, καθώς το φως χύνεται από τα έσω προς τα έξω, τοιουτοτρόπως και η δόξα της Παρθένου, από τα έσωθεν εις τα έξω χεομένη, δεικνύει εις εκείνους οπού την βλέπουν πόσον είναι πάγκαλος η παρθενική της ψυχή. Και αν ο σώφρων Ιωσήφ ωνομάσθη δικαίως πάγκαλος, πως η Παρθένος δεν είναι αξιωτάτη να λάβη τούτο το όνομα; και πως δεν θέλει διαφέρη η παρθενία από την σωφροσύνην; και παρθενία ισάγγελος και ομοία με τους ασωμάτους; ή δια να ειπώ καλλίτερα, όσον διαφέρει από την σωφροσύνην και η παρθενία και κάθε άλλη χάρις και αρετή. Δια τούτο εις μεν τον Ιωσήφ δεν αρμόζει κατά πάντα, το, πάγκαλος όνομα, ή αρμόζει κατά μόνον το σώμα. Αλλά η Παρθένος, και το σώμα πάγκαλον έχει και την ψυχήν παγκαλεστάτην· η οποία ψυχή της, εις μεν τα εδικά μας υλικά ομμάτια, γνωρίζεται από τα έξωθεν· εις δε τα προφητικά ομμάτια, από τα έσωθεν διακρίνεται.
[18] Τοιαύτα δε φυσικά και θεία χαρίσματα έχουσα η Παρθένος από αυτήν την κοιλίαν της μητρός της, δεν ηγάπησε να αποκτήση και κανένα επίκτητον χάρισμα, δηλαδή τέχνας και μαθήματα· αλλά τον μεν ηγεμόνα της νου, τον έκαμε τελείως υπήκοον εις τον Θεόν· τας δε διδασκαλίας των ανθρώπων ολοκλήρως παραιτήσασα, την άνωθεν σοφίαν έλαβε πλουσίαν. Διό και εις την ηλικίαν εκείνην, εις την οποίαν οι γονείς βάλλουσι τα παιδία εις τον διδάσκαλον στανικώς, η Παρθένος αφιερώθη παρά των γονέων της εις τον Θεόν, μέσα εις αυτά τα άγια των αγίων, ωσάν μέσα εις θεία βασίλεια ένας έμψυχος και βασιλικός θρόνος, υψηλότερος από κάθε χαμερπές πράγμα, και όλος κατασκευασμένος από τας αρετάς εκείνας, οπού έπρεπαν εις τον επ’ αυτού μέλλοντα αναπαυθήναι βασιλέα Θεόν.
[19] Διότι δεν ήτον πρέπον να είναι εμπρός εις τα ομμάτια ο έμψυχος θάλαμος του παμβασιλέως, αλλά να είναι αθεώρητος, καθώς είναι αθεώρητον και απλησίαστον και το φως εκείνο, εις το οποίον κατοικεί ο Θεός, κατά τον θείον απόστολον, «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». ΄Οθεν επειδή δεν έπρεπε να έχη κανένα θεατήν της ζωής της το σκήνωμα το άγιον, εις το οποίον κατεσκήνωσεν επί γης ο ύψιστος Θεός, δια τούτο εδόθησαν εις την Μητροπάρθενον ταύτην εκ βρέφους δια κατοικίαν τα άγια των αγίων, τα οποία ήτον σκήνωμα του θείου ονόματος κατά τον θείον Δαβίδ.
Διατί που αλλού ήτον αρμοδιώτερον να πηχθή η όντως σκηνή του Θεού, ει μη επάνω εις την σκηνήν την τυπικήν, σκηνή εις την οποίαν κατεσκήνωσεν ο πάσης ουσίας ανώτερος αληθινός βασιλεύς και των βασιλευόντων Δεσπότης; ο φορέσας την θαυμαστήν και πολυποίκιλον αλουργίδα, ήτις εξυφάνθη από φύσιν κτιστήν και άκτιστον; σκηνή οπού δεν έλαμπεν από λαμπρότητα χρυσίου και αργυρίου, αλλά από νοητάς χάριτας· σκηνή οπού δεν περιέχει των ασωμάτων Χερουβίμ, ή των σωματικών τύπων τας απαρχάς, αλλά φέρει εις τον εαυτόν της νοεράς καθαρότητας, υπερφυσικάς αστραπάς· δηλαδή την θεοειδή γνώμην, την θεοτερπή της παρθενίας αίγλην, και όλων των καλών τας θεοπρεπείς λαμπρότητας, και δια να ειπώ με συντομίαν σκηνή οπού περιέχει τον αληθινόν τόπον του Θεού, οπού συγκρατεί τα πάντα;
[20] Και λοιπόν δια ταύτην την παρθένον, οπού έμελλε να γένη χωρίον έμψυχον του Θεού, προβλεπτικώς ο Μωϋσής κατεσκεύασεν εκείνην την άψυχον σκηνήν, και δια ταύτην προητοίμασε τα άγια των αγίων· και μαθών παρά του Θεού τα μέλλοντα ταύτης μυστήρια, ωνόμασε αυτά με τέτοια άγια και υψηλά ονόματα, και προλαβών έδειξεν εις όλους έργω και λόγω την από βρέφους υπερβολικήν αξίαν της παρθένου.
Η δε παρθένος όχι μόνον εύρεν τον τόπον όμοιον με την γνώμην και την αξίαν της, αλλά δια του τόπου εφανέρωνεν ακόμη και ένα σημείον του μέλλοντος αυτής μεγάλου μυστηρίου. Διατί τον τόπον εκείνον όπου ήτον αφιερωμένος εις μόνον τον Θεόν, μέσα εις τον οποίον επιστεύετο από όλους να κατοική παντοτινά, και από τον οποίον εσυνωμίλει με τον Μωϋσήν και Ααρών και τους ομοίους των μερικές φορές, αυτόν τον ίδιον τόπον η Παρθένος Μαρία έλαβεν εις κατοικίαν εδικήν της εν διαστήματι πολλών χρόνων, και με τούτο επροκήρυττεν εις κάθε φρόνιμον πως θέλει γένει εξάπαντος αληθινή κατοικία του Θεού, και ένα ιλαστήριον ασυγκρίτως καλλίτερον από εκείνο το ιλαστήριον, και ένα θεοπρεπές ταμείον των πλέον υψηλοτέρων μυστηρίων του Πνεύματος.
[21]. Και κοντά εις αυτά, και σιωπώσα η παρθένος, έδιδεν εις τους βλέποντας αυτήν απολογίαν, πως όχι χωρίς λογαριασμόν προτιμά μίαν τοιαύτην ήσυχον και ακοινώνητον από όλους ζωήν. Διατί ανίσως τα άγια των αγίων ήτον σχεδόν αθεώρητα από κάθε οφθαλμόν, και ήτον κλεισμένα εις κάθε άνδρα και γυναίκα με τόσα και τόσα καταπετάσματα, και εις κανένα άλλον δεν ηνοίγοντο, παρά εις τον κατά νόμους αρχιερέα μόνον, και όχι πάντοτε, αλλά μίαν μόνην φοράν τον χρόνον δια εξιλασμόν αυτού τε και όλου του λαού· πως η Παρθένος, η μυστική τράπεζα της των αγγέλων τρυφής, η άρουρα του αειθαλούς φυτού, το κοινόν ιλαστήριον όλου του γένους, επάνω εις το οποίον κατέβη άπαξ των αιώνων ο μόνος αρχιερεύς Ιησούς Χριστός και ήνωσεν αμερίστως τον Θεόν με τον άνθρωπον· πως, λέγω, η Παρθένος δεν ήτον πρέπον να διατηρήται μέσα εις τα άγια των αγίων ταύτα, δια να περνά ζωήν αθεώρητον;
[22]. Και αν όλων των παλαιών αγίων «δὲν ἦτον ὁ κόσμος ἄξιος», κατά τον απόστολον, πως ήθελεν ευρεθή άξιος ταύτης της αειπαρθένου, της αγιωτέρας και αυτών των αγγέλων; Λοιπόν κατάλαβε και από τούτο πόση μεγάλη είναι της Παρθένου η υπεροχή· διότι εις μεν τους αγίους εκείνους οπού έφευγον την συναναστροφήν των ανθρώπων, εδόθησαν εις κατοικίαν «τὰ ὄρη καὶ αἱ τρύπαι τῆς γῆς»· εις δε την αειπάρθενον εδόθησαν τα άγια των αγίων, μέσα εις τα οποία έλαβε κάθε άδειαν να διατρίβη και προτού ακόμη να φθάση εις ηλικίαν παιδικήν, εφάνη φρονιμωτέρα και από τους τελείους κατά την ηλικίαν, ως ο λόγος θέλει δείξει παρέμπροσθεν.
[23]. Επειδή γαρ αυτή ήτον χαρισμένη από του Θεού εις τον Θεόν προ της γεννήσεώς της (και πως δεν έπρεπε να χαρισθή από του Θεού αυτή οπού ήτον προωρισμένη εις κατοικίαν του ποιητού των αιώνων;). Επειδή λέγω αυτή ήτον χαρισμένη εις κατοικίαν, ως καρπός προσευχής των γονέων της (ω πτερά της προσευχής εκείνης! ω παρρησία την οποίαν εύρε προς τον Θεόν! ω καρδίαι εκείναι, οπού εδυνήθησαν να προσφέρουν εις τον Θεόν τοιαύτην δραστικήν προσευχήν!), δια τούτο ως καρπός προσευχής τοιαύτης, πάλιν δια προσευχής επροσφέρθη από τους γονείς της εις τον χαρισάμενον ταύτην Θεόν, ως πλέον θεάρεστον αφιέρωμα.
΄Ω ζεύγος άριστον! ω ανδρόγυνον διαλεκτόν! το οποίον εγεώργησεν (εις τον Θεόν) τοιούτον ποθεινότατον εις τον Θεόν ενδιαίτημα! Επροσφέρετο λοιπόν η Θεοτόκος ωσάν από μίαν ρίζαν αγίαν ένας βλαστός ανθισμένος, ένας βλαστός υπεράγιος, ο οποίος έφθασεν από της γης έως εις τον ουρανόν δια το μέγεθος του αξιώματος· βλαστός οπού έμελλεν ύστερον από ολίγον καιρόν να αναβλαστήση το προαιώνιον και αμάραντον άνθος· βλαστός οπού έμελλε να βλαστήση Εκείνον τον Θεόν, με του οποίου μοναχόν τον λόγον όλη η φύσις και τα υπέρ φύσιν εβλάστησαν. Επροσφέρετο δε ο βλαστός ούτος, δια να εμφυτευθή, καθώς ψάλλει ο θείος Δαβίδ, «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ» και ωσάν ένα δένδρον οπού μέλλει να καρποφορήση «παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων» του πνεύματος, και να φέρη το τέλος των του Θεού μυστηρίων.
[24]. Και επροσφέρετο, όχι δεκατεσσάρων χρόνων ή είκοσι, αλλά τριών μόνον, οπού χθες και προχθές αφήκε το μητρικόν βυζί. Αλλ’ όμως και εις τέτοιαν ηλικίαν ευρισκομένη προεκήρυττεν εις τους διακριτικούς τι υπόληψιν πρέπει να έχουν περί αυτής. Διατί ήρχετο εις τον ναόν με μίαν θαυμαστήν και απόρρητον αγαλλίασιν.
΄Οταν δε έφθασε κοντά εις τα προπύλαια του ναού, επειδή αι ευγενικαί κόραι και λαμπαδηφόροι νεάνιδες την περιεκύκλωσαν, και με μίαν μεγαλοπρεπή προπομπήν και εύτακτον κοσμιότητα την προέπεμπον εις τα άγια των αγίων, τότε η παρθένος εφάνη να εκατάλαβε καθαρά καθαρά τόσον τα τότε εις αυτήν γενόμενα, όσον και τα μέλλοντα εις αυτήν γενέσθαι, και δι’ αυτήν τελεσθήναι μυστήρια· βλέπουσα με ένα σχήμα και ήθος και φρόνημα πολλά σταθερόν, και με τόσην ευταξίαν ανάμεσα εις τας άλλας παρθένους προήρχετο, οπού δεν ήτον δυνατόν να το φανερώση τινάς.
΄Υστερον δε συγκεράσασα το τακτικόν περιπάτημά της με προθυμίαν, και ολίγον γληγορώτερα περιπατούσα, επροσπέρασεν όλον τον χορόν των παρθένων εκείνων, δια να πληρωθή το ψαλμικόν εκείνο «ἀπενεχθήσονται τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς· αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονται εἰς ναὸν βασιλέως».
[25]. Επειδή δε και ο αρχιερεύς ευγήκε να την προϋπαντήση, και της είπε βέβαια το προφητικόν εκείνο, το «ἄκουσον θύγατερ καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου, καὶ τοῦ οἴκου τοῦ Πατρός σου, καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου»· τότε η παρθένος εστάθη πολλά σεμνοπρεπώς, και ανασηκώθη ολίγον δια να τα ακούη, παρευθύς δε παραιτήσασα όλους, και γονείς και ανατροφούς και συνηλικιώτιδας και παραμερίσασα από το πλήθος των παρθένων μοναχή από όλας φαιδρά φαιδρώς έρχεται κοντά εις τον αρχιερέα, και αυτόν μόνον έβλεπε με ένα γλυκύτατον όμμα και χαριέστατον, και με όσα σχήματα εδύνετο να κάμη κατά την ηλικίαν της, και με όσα ψελλίσματα ημπόρει να ομιλήση εβεβαίωνε την προς τον Θεόν αυτής ολόκληρον αφιέρωσιν.
[26]. Τάχα δεν προξενείται εις όλους θαυμασμός, πως η τριετής παρθένος έγινε όλη δι’ όλου οικεία του οικονομούντος πανσόφως Θεού τα εδικά της μυστήρια; δεν θαυμάζεται, πως έκαμεν κρίσιν σοφωτάτην ανάμεσα εις την φύσιν και τον πλάστην της φύσεως, και δίδει μεν το καλλίτερον μέρος εις τον πλάστην, και προτιμά τον Θεόν περισσότερον από τας αγκάλας τας πατρικάς και μητρικάς; προκρίνει δε τον ναόν του Θεού και τον αρχιερέα, καλλίτερα από τους συγγενείς και τον οίκον της; και όλα μεν τα καταφρονά, μόνον δε τον Θεόν εναγκαλίζεται, και προστρέχει εις αυτόν χαίρουσα; ΄
Οντως περί αυτής είπεν ο Δαβίδ προς τον Θεόν, «δικαιοσύνη καὶ κρίμα ἑτοιμασία τοῦ θρόνου σου» και πάλιν «δικαιοσύνη καὶ κρίμα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ»· επειδή και η Παρθένος θρόνος Θεού εχρημάτισεν, ή μάλλον ειπείν, Αυτής μόνης είναι το προνόμιον τούτο, το να ονομάζεται θρόνος· διότι αι μεν ανώταται τάξεις των αγγέλων, δεν ονομάζονται ενικώς και κυρίως θρόνος, αλλά θρόνοι. Δια μέσου δε του θρόνου τούτου της Θεοτόκου περισσότερον παρά δι’ εκείνων των θρόνων έγινεν η κατόρθωσις του μεγάλου κρίματος και της απορρήτου δικαιοσύνης του Θεού. Τέτοιαν γνώμην είχεν η Παρθένος κριτικωτάτην και ένδοξον, την οποίαν απέδειξεν εις όλους αληθινήν, και προτού να φθάση εις μέτρον ηλικίας.
[27]. Και ο μεν Μωϋσής ευρισκόμενος εις τοιαύτην νηπιώδη ηλικίαν, είχε τόσην αγνωσίαν, οπού επροτίμησε να πιάση τα αναμμένα κάρβουνα, παρά το χρυσάφι, το οποίον έβαλεν ο Φαραώ, δια να δοκιμάση ανίσως με γνώσιν έρριψε τον βασιλικόν στέφανον από την κεφαλήν του, καθώς άδεται λόγος· όθεν και η γλώσσα του εκάη και έμεινεν (αγκαλά να ήτον και φυσικά βραδεία) από ταύτην την αφορμήν τραυλός· το δε να ῥίψη τον στέφανον του Φαραώ εις την γην, αγκαλά και ήτον σημείον της ψυχικής του ανδρείας, όμως συγκρινόμενον με τα έργα της Παρθένου δεν είναι σχεδόν τίποτε. Διατί ποίαν αγάπην ημπορεί να προξενήση εις τα νήπια στέφανος βασιλικός κεκοσμημένος από λίθους πολυτίμους, ωσάν αι αγκάλαι της μητρός και η αγάπη των γονέων και η ανατροφή και θεραπεία η αρμόζουσα εις τα νήπια;
Ταύτα δε όλα η Παρθένος μοναχή από όλας τας συνηλίκους της θεληματικώς κατεφρόνησε· το δε και να προσδράμη εις τον Θεόν εν ηλικία τοιαύτη, με ένα ανερμήνευτον έρωτα, και να απομείνη μοναχή μέσα εις τα άγια εις τοσούτων χρόνων διάστημα· τούτο, λέγω, το προνόμιον συνέβη ποτέ εις τον Μωϋσέα. Ο γαρ Μωϋσής ανεχώρησε, ναι, από τας βασιλείους αυλάς και αναπαύσεις του Φαραώ, όχι όμως από αγάπην Θεού, αλλά από φόβον και στανικώς· και όχι εις νηπιώδη ηλικίαν, αλλά εις ανδρικήν· όστις ύστερον από την εν ερήμω ησυχίαν και τους υπέρ αρετής αγώνας· ύστερα από την του Θεού θεωρίαν εις το όρος, μόλις και μετά βίας ηξιώθη να ιδή τους τύπους της Παρθένου ταύτης· δηλαδή την καιομένην βάτον και να υπηρετήση ωσάν δούλος εις αυτούς.
[28]. ΄Ομως αφήνοντας τα του Μωϋσέως εις ένα μέρος, ας αναφέρουμε τον λόγον εις εκείνους οπού αφ’ εαυτού των έφθασαν εις την επίγνωσιν του Θεού. Θαυμάζομεν τον πατριάρχην Αβραάμ και τον περιβόητον Μελχισεδέκ, πως εγνώρισαν τον Θεόν από λόγου τους, όμως εις ηλικίαν ανδρικήν και φρονίμην, και είδον πρώτον τον μέγαν τούτον κόσμον, όστις είναι μία απόδειξις της του Θεού σοφίας· ήγουν εστοχάσθησαν την γην και τα άλλα στοιχεία και την συμφωνίαν οπού γεννάται από τας εναντίας τούτων ποιότητας· εστοχάσθησαν τον ουρανόν, οπού περιορίζει όλα τα αισθητά, το πλήθος των αστέρων, τόσον των απλανών όσον και των πλανητών και την διάφορον αυτών κίνησιν, η οποία δεν είναι ούτε απλή, ούτε πάλιν εναντία, αλλά σύμμετρος και εναρμόνιος. Εστοχάσθησαν τας περιόδους αυτών, τας συνόδους, τας παραλλάξεις, τους διαφόρους σχηματισμούς, καθώς φιλοσοφούσιν οι αστρονόμοι· και ούτως αφού είδον ταύτα πάντα, και όλα τάλλα, τα οποία κηρύττουσι τον Θεόν με την φυσικήν των κίνησιν, τότε εγνώρισαν τον Θεόν.
[29]. Η δε Παρθένος, χωρίς να θεωρήση κανένα από τα ειρημένα δια το άωρον της ηλικίας της, εννοεί τον Θεόν, και χαίρει μάλιστα πως προσφέρεται εις αυτόν. Μάλλον δε αυτή μοναχή της με αυτοθέλητον γνώμην προσφέρεται και πλησιάζει εις Αυτόν, ωσάν να ήτον εκ φύσεως επτερωμένη εις τον ένθεον έρωτα. Δια τούτο και ο αρχιερεύς, επειδή και εκατάλαβεν το παράδοξον τούτο, δηλαδή πως εκείνα τα χαρίσματα, οπού μόλις δίδονται μετά την τελείαν ηλικίαν εις τους άλλους εκλεκτούς του Θεού, ταύτα είχεν η Παρθένος εγκάτοικα εις τον εαυτόν της από βρέφους, και πως με αυτά θέλει είναι συντροφευμένη εις όλην της την ζωήν· δια τούτο λέγω την ηξίωσε των πλέον υψηλοτέρων τόπων, και την έμβασε μέσα εις τα άγια των αγίων.
Και εκατέπεισε τους άλλους Ιουδαίους να στέρξουν προς τούτο, συνεργούντος βεβαιότατα αοράτως του Θεού και συμβοηθούντος εις το γινόμενον δικαιότατα. Επειδή και Αυτή έμελλε να γένη σκεύος εκλογής αυτού του ίδιου Θεού· όχι ωσάν η κιβωτός γεμάτη από σκιάς και αινίγματα, αλλά σκεύος εκλεκτόν αυτής της αληθείας· και όχι δια να βαστάση το θείον όνομα εναντίον εθνών και βασιλέων, ως ο Παύλος, αλλά δια να βαστάση εις την κοιλίαν της, και να γεννήση εκείνον, του οποίου «τὸ ὄνομα εἶναι τόσον θαυμαστόν», οπού έδειξεν αντί Σαύλου τον Παύλον πλέον ονομαστόν, από όλους τους άλλους, οπού εφάνηκαν από του αιώνος ονομαστοί.
[30]. Δια τούτο και όποιος ήθελε θεωρήση, όχι μονάχα την αρχήν της ζωής των κατά καιρούς αγίων, αλλά ακόμη και όλον τον δρόμον της αρετής των, και αυτά τα υστερινά έπαθλα της ζωής των, όλα αυτά θέλει τα εύρη πολλά κατώτερα από την αρχήν ταύτην των έργων της Παρθένου, την οποίαν εορτάζει σήμερον κάθε γένος ανθρώπων, ενθυμούμενοι με ανεκλάλητον χαράν την από των ανθρώπων εις τα άγια των αγίων μετάθεσίν της.
Διατί μετετέθη και ο Ενώχ από τους ανθρώπους, όμως δια την μετάθεσίν του δεν συγκροτείται εορτή και πανήγυρις πάνδημος· ηρπάγη και ο Ηλίας με άρμα πύρινον, ως εις ουρανόν, όμως δεν έγινεν εις όλον τον κόσμον τόσης μεγάλης εορτής υπόθεσις.
Εμετοικίσθη δε ύστερα από αυτούς και η Παρθένος Μαρία τριών χρόνων παιδίον, και όλος ο κόσμος εχάρη, και τα σύμπαντα εγέμωσαν από θείαν έκστασιν. Βαβαί! Τι είναι το θαύμα τούτο; τι είναι η τόσο μεγάλη δύναμις της παιδός; τι είναι η τόση ακρότης της αρετής και μεγαλειότητός της; ποία είναι αυτή «ὁποὺ ἐνίκησε τὸν κόσμον» και έλυσε την λύπην από τους ανθρώπους, ήτις είναι ο καρπός της προγονικής κατάρας, και εφύτευσεν εις τον κόσμον την ένθεον χαράν, και την κοινήν ταύτην και ετήσιον εορτήν; Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την ακολουθίαν του λόγου μας.
[31] Εμετετέθη ως είπομεν και ο Ενώχ, αλλ’ όταν ήτον τριακοσίων εξήκοντα χρόνων και πέντε· η δε παρθένος μετετέθη ακόμη τριών χρόνων παιδίον και ενήργησε τας υπερφυσικάς χάριτας, και προτού να αρχίση εδώ εις την γην, η δόξα της ανέβη έως εις αυτόν τον ουρανόν, και όλα τα πάντα εγέμισαν. Εμετετέθη και ο Ενώχ, μα άραγε εις τον ουρανόν; άπαγε! διότι «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», και ο εκ της αγίας ταύτης Παρθένου δι’ ημάς καθ’ ημάς γεγονώς, ο ών εν τω ουρανώ, κατά τον ευαγγελιστήν. ΄Ωστε αν είναι γεγραμμένον πως τον εμετάθεσεν ο Θεός, όχι όμως εις τον ουρανόν, αλλά πάλιν επάνω εις την γην· λοιπόν βεβαιότατα συμπεραίνομεν, πως τον εμετάθεσεν εις ένα τόπον πολλά κατώτερον από τον τόπον εις τον οποίον εμετάθεσε σήμερον την Παρθένον και Θεοτόκον· επειδή και κανένας άλλος τόπος δεν ήτον ανώτερος και αγιώτερος τον καιρόν εκείνο από τα άγια των αγίων.
΄Επειτα η μεν του Ενώχ μετάθεσις δεν ωφέλησε τόσον το γένος των ανθρώπων· μήτε την αμαρτίαν κατήργησε. Διατί ύστερα από αυτόν μετά τρεις γενεάς έγινεν ο παγκόσμιος εκείνος κατακλυσμός· αλλά σήμερον δια μέσου της Θεοτόκου εφανερώθη ο ανακαινισμός των ανθρώπων. Δι’ αυτήν ο ουρανός μας ήνοιξε τας πύλας του, όχι δια να φέρη βροχήν θανατηφόρον εις πάσαν την γην και εις πάσαν πνοήν ως επί του κατακλυσμού· αλλά δια να φέρη τον δροσισμόν και γλυκασμόν των ψυχών μας, και «τὸ ἀπρόσιτον καὶ μέγα φῶς τῆς Θεότητος, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
[32] Ει δε τινας ήθελεν ειπή διατί η Παρθένος δεν εστάθη παντοτινά εις τα άγια των αγίων, αλλά πάλιν εβγήκεν εις τους ανθρώπους, ο τοιούτος ας ηξεύρη ότι μάλιστα τούτο της φέρει μεγάλην τιμήν· διατί καθώς ο μονογενής Υιός της εκατέβη δια λόγου μας από τους αγίους ουρανούς, έτσι και η Παρθένος και μήτηρ του εβγήκε δια λόγου μας από τα άγια του ναού. Δια τούτο και αρραβωνιαστική εγίνηκε θνητού ανθρώπου του Ιωσήφ η ανύμφευτος νύμφη του αθανάτου Πατρός· όχι πως αυτή εχρειάζετο τοιαύτην μνηστείαν και αρραβώνα, αλλά δια να μας δείξη με μάρτυρα το θαύμα της ασπόρου λοχείας της, και ούτω να μας σώση πιστεύσαντας.
Και πάλιν καθώς ο ήλιος όταν ανατέλη εις ημάς και κάμνη όλου του χρόνου την κυκλοφορίαν, κανένας δεν ημπορεί να κρυφθή από την θέρμην και το φως του, διατί εβγαίνει από το ένα άκρον του ουρανού, και πηγαίνει και καταντά πάλιν εις το αυτό άκρον, κατά το ψαλμικόν «ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἔξοδος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατάντημα αὐτοῦ ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ». Ούτω και η Παρθένος εβγήκεν από τους ανθρώπους και επήγεν εις τα άγια των αγίων, και πάλιν εγύρισεν εις τους ανθρώπους, δια να μεταδώση εις όλους την δωρεάν του αγιασμού, ως εργαστήριον ούσα της αγιότητος, χωρίς να απομείνη κανένα μέρος της οικουμένης αμέτοχον, μήτε αυτά τα κρύφια των αγίων.
[33] Αλλά όσα μεν χαρίζει ο ήλιος εις ημάς, με το να είναι φθαρτά και τρεπτά, δια τούτο χρειάζεται να κάμη αυτός πολλάς κυκλοφορίας, δια να τα γεννά και να τα αυξάνη. Τα δε χαρίσματα της Παρθένου με το να είναι αθάνατα, μίαν και μόνην κυκλοφορίαν αυτή εχρειάσθη να κάμη, και με αυτήν την μίαν όλους φωτίζει ακαταπαύστως. Επειδή και μας ανέτειλε τον νοητόν εκείνον ήλιον «παρ᾿ ᾧ οὐκ ἔστι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα», κατά τον αδελφόθεον Ιάκωβον. Είπομεν δια την μετάθεσιν του Ενώχ, ας ιδούμε δε τώρα και δια την αρπαγήν του προφήτου Ηλιού, ο οποίος ετέλεσε και μεγαλύτερα θαύματα από τον Ενώχ, διατί αφήκε την μηλωτήν του εις τον Ελισαίον τον μαθητήν του με την οποίαν ενήργησεν εκείνος περισσότερα θαύματα.
΄Ομως και από αυτά πολλά υψηλότερα είναι τα της Παρθένου τεράστια. Επειδή όχι μόνον αυτή εστάθη ένα θαύμα θαυμάτων εις την γην, και κοινωφελέστατον εις όλους τεράστιον, αλλά και το αδαμιαίον δέρμα εχάρισεν εκ της γαστρός της εις τον Υιόν του Θεού, δια μέσου του οποίου προσκυνητού δέρματος, όσα θαύματα έγιναν «ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν οὐδὲ αὐτὸς ὅλος ὁ κόσμος, στοχάζομαι, θέλει χωρέσει τὰ γραφόμενα βιβλία», καθώς ο θεολογικώτατος Ιωάννης εβόησεν.
[34] Αλλά τι δημηγορούμαι τους επί γης λάμψαντας ανθρώπους και δεν πλέκω και τον παρθενικόν στέφανον, ήτοι δεν φέρω εις εγκώμιον της Παρθένου τους ασωμάτους αγγέλους; Επειδή γαρ η Παρθένος έμελλε να γεννήση τον φύσει ανώτερον από όλα, και ουράνια και επίγεια, Θεόν· δια τούτο και Αυτή, από βρέφος ακόμη, έγινε και αυτών των αγγέλων υψηλοτέρα. Διατί εις ποίον άγγελον ερέθη εκείνο οπού ελέχθη εις Αυτήν νηπιάζουσαν έτι, ήγουν, το «ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου»; Δεν επεθύμησαν και αυτοί οι άγγελοι να παρακύψουν εις τα δια μέσου αυτής χαρισθέντα μυστήρια, κατά τον κορυφαίον Πέτρον; Και δια μεν την ανωτάτην των αγγέλων ταξιαρχίαν, γράφει ο Ησαΐας, ότι «καὶ Σεραφεὶμ εἰστήκεσαν κύκλῳ αὐτοῦ». Δια δε την Παρθένον γράφει ο Δαβίδ «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου».
Βλέπεις την διαφορετικήν στάσιν; μάνθανε λοιπόν και την διαφορετικήν τάξιν· διότι τα μεν Σεραφείμ είναι τριγύρω εις τον Θεόν· η δε βασιλίς παρθένος ευρίσκεται πλησίον εις Αυτόν, η οποία θαυμάζεται και επαινείται απ’ αυτόν τον Θεόν· ΄Οστις ωσάν να την κηρύττη εις όλας τας αγγελικάς δυνάμεις φωνάζει κατά το ΄Ασμα· «τί καλὴ εἶναι ἡ πλησίον μου», φωτός είναι φωτεινοτέρα, του παραδείσου ευανθεστέρα, και κόσμου παντός ορατού και αοράτου κοσμιωτέρα. Ου μόνον δε πλησίον εις τον Θεόν ευρίσκεται η Παρθένος, αλλά και εκ δεξιών· και έτζι είναι το πρέπον. Διατί οπού ο Υιός της εκάθισεν «ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλοσύνης» εν ουρανοίς, εκεί στέκεται και η Παρθένος μήτηρ του, όχι μόνον διατί αγαπά και ανταγαπάται περισσότερον από όλους, δια τους φυσικούς νόμους της Μητρότητος, αλλά και διατί αληθώς θρόνος είναι του Θεού· όπου δε κάθηται ο βασιλεύς, εκεί εξ ανάγκης πρέπει να στέκεται και ο θρόνος του.
[35] Αυτόν τον θρόνον έβλεπε και ο Ησαΐας ανάμεσα εις εκείνον τον χορόν των Σεραφείμ και έλεγεν αυτόν «ὑψηλὸν καὶ ἐπηρμένον», φανερώνοντας με ταύτα τα ονόματα την υπέρ τους αγγέλους υπεροχήν της Παρθένου. Διατί αγκαλά και ύστερα από την Παρθένον να έχωσι τώρα την δευτέραν στάσιν τα Σεραφείμ, κατά την αξίαν όμως δεν έχουσι δευτέραν την τάξιν· (διατί αν ούτως ήτον, ήθελεν είναι η Παρθένος κατά σύγκρισιν ολίγον ανωτέρα από αυτά) αλλά καθώς η Εκκλησία μας ψάλλει το άξιόν εστιν, ασυγκρίτως υπερέχει η Παρθένος των Σεραφείμ.
Λοιπόν, καθώς δεν έχομεν να δείξωμεν άλλον φωστήρα από τον ήλιον παρά την σελήνην, και μ’ όλον οπού αυτή είναι πολλά μικροτέρα, και κατά το μέγεθος και κατά το φως, τοιουτοτρόπως νομίζω πως δεν ημπορεί τινάς να εννοήση δεύτερον της Μητρός του Θεού, παρά μόνον τα Σεραφείμ, κοντά εις εκείνους οπού εξετάζουν με ακρίβειαν την αξίαν οπού έχουν ανάμεσά των, τόσο μικρότερα θέλουν φανή τα Σεραφείμ, όσον μικρά και μία λαμπάδα έμπροσθεν εις μίαν παμφλάζουσαν πυρκαϊάν. Δια τούτο λέγει και ο προφήτης Ιεζεκιήλ, πως οι άγγελοι δοξάζουσι τον Θεόν παίρνοντες αφορμήν από την Παρθένον και λέγουσιν: «εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου ἐκ τοῦ θρόνου αὐτοῦ». Ο δε προφήτης Δαβίδ ενώνει όλα τα πλήθη των σεσωσμένων πιστών με τον εαυτόν του, και λέγει προς την Παρθένον· «Μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ. Διὰ τοῦτο λαοὶ ἐξομολογήσονταί σοι εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος».
[36] Βλέπεις, αγαπητέ, πως όλη η κτίσις εξομολογείται και δοξάζει την μητροπάρθενον; και όχι εις χρόνους οπού να τελειώνουν, αλλά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του ατελευτήτου αιώνος; ΄Οθεν απ’ εδώ ημπορούμεν να καταλάβωμεν, πως μήτε η Παρθένος θέλει παύσει εις τους αιώνας από το να ευεργετή όλην την κτίσιν, όχι μόνον την ανθρωπίνην και εδικήν μας αλλά και όλας τας τάξεις των αγγέλων. ΄Οτι δε και αυτοί οι ασώματοι μαζί με ημάς δια μέσου της Παρθένου εγγίζουσι και πλησιάζουσιν εις την απλησίαστον του Θεού φύσιν, πάλιν ο Ησαΐας το εφανέρωσεν. Επειδή είδεν ένα από τα Σεραφείμ, οπού επήρε τον άνθρακα από το θυσιαστήριον, όχι αμέσως, αλλά με το μέσον της λαβίδος, δια της οποίας εκαθάρισε τα προφητικά χείλη του.
Η θεωρία δε αύτη της λαβίδος ήτον ομοία με την καιομένην και μη φλεγομένην βάτον, οπού είδεν ο Μωϋσής. Ποίος δε δεν ηξεύρει, πως η Παρθένος είναι και η βάτος εκείνη, και η λαβίς ετούτη, ήτις το θείον πυρ απυρπολήτως συνέλαβε; ποιος δεν ηξεύρει πως καθώς εκεί εις τον Ησαΐαν, έτζι και εδώ υπηρέτησεν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εις την σύλληψιν της Παρθένου; και πως με το μέσον αυτής ήνωσε τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου με το ανθρώπινον γένος, και με την ένωσιν ταύτην μας εκαθάρισε;
[37] Λοιπόν εκ τούτων απάντων συμπεραίνομεν πως μόνη η Παρθένος είναι μεθόριον ανάμεσα εις την κτιστήν και άκτιστον φύσιν, και κανείς δεν ημπορεί να έλθη προς τον Θεόν, παρά δια μέσου αυτής και του εξ αυτής γεννηθέντος μεσίτου Χριστού· και κανένα χάρισμα δεν ημπορεί να δοθή μήτε εις τους αγγέλους, μήτε εις τους ανθρώπους παρά δια μέσου της. Και καθώς δεν ημπορεί τινάς να ιδή το φως και τας ακτίνας του ηλίου, ανίσως δεν είναι μέσος ο καθαρός αέρας, ή κανένα άλλο σκεύος υάλινον και καθαρόν, τέτοιας λογής δεν ημπορεί τινάς να ανανεύση εις τον Θεόν, και να λάβη καμμίαν χάριν, πάρεξ δια μέσου της Παρθένου, της όντως θεοφόρου και πολυφώτου λυχνίας· διότι κατά το ψαλμικόν «ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ αὐτῆς καὶ οὐ σαλευθήσεται».
[38] Ει δε και τα χαρίσματα δίδονται, κατά το μέτρον της προς Θεόν αγάπης, και όποιος αγαπά τον Υιόν αγαπάται και παρά του Θεού (Υιού), και παρά του πατρός του, και γίνεται κατοικητήριον μυστικόν, κατά την Δεσποτικήν απόφασιν, ποιος άλλος ημπορεί να αγαπήση τον υιόν περισσότερον από την μητέρα του; η οποία, όχι μονάχα ότι τον εγέννησε μονογενή, και δεν εμερίζετο εις άλλον υιόν η αγάπη της, αλλά και μοναχή αυτή τον εγέννησε χωρίς πατέρα· ώστε οπού ακολουθεί να είναι η προς τον Υιόν αγάπη της Παρθένου διπλάσιος κατά την φύσιν· ποιος δε άλλος ημπορεί να αγαπηθή από τον μονογενή της Υιόν περισσότερον από την μητέρα του; και μάλιστα οπού εγεννήθη από αυτήν μοναχήν επ’ εσχάτων, καθώς εγεννήθη από μόνον τον Ουράνιον πατέρα προ των αιώνων;
Μαζί δε με την αγάπην, πως δεν ήθελε πολλαπλασιασθή από τον Υιόν εις την μητέρα προ των αιώνων και κάθε χάρισμα άλλο και τιμή οπού της χρεωστείται παρά του υιού της, όστις ήλθε να πληρώση όλον τον νόμον, και εκείνον ακόμη οπού ορίζει να τιμώμεν τον πατέρα και την μητέρα; Ει δε και η αγάπη του Πατρός και του Υιού είναι μία, και η τιμή και η ένωσις, οπού γίνεται από τους δύο ομού και από το άγιον Πνεύμα είναι μία. Λοιπόν η Παρθένος (ω των υπέρ νου χαρισμάτων!) όλη φέρει εγκάτοικον εις την ψυχήν της την άκτιστον Τριάδα, της οποίας τον ένα εν γαστρί συνέλαβεν ασπόρως· και παρθένος ούσα εγέννησεν απόνως.
[39] Καθώς δε δια μέσου της Παρθένου «ἐφάνη ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν, καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους συνανεστράφη», Εκείνος οπού ήτο αθεώρητος προ αυτής από όλους· τέτοιας λογής και εις τον μέλλοντα ατελεύτητον αιώνα κάθε έλλαμψις και θεία φωτοφανεία, κάθε αποκάλυψις των θείων μυστηρίων, και κάθε ιδέα των πνευματικών χαρισμάτων, χωρίς της Παρθένου είναι εις όλους τους μακαρίους αχώρητος. Πρώτη γαρ δια μέσου της το κάμνει και εις τους άλλους χωρητόν, διαμοιράζουσα τούτο εις τον καθένα κατά αναλογίαν και το μέτρον της αρετής και καθαρότητος αυτού. Και λοιπόν συμπεραίνεται πως η Παρθένος είναι ο ταμίας και πρύτανις του πλούτου και των χαρισμάτων της Θεότητος.
Και πως σ’ αυτήν αποβλέπουσι και ελπίζουσιν όλαι αι ανώτεραι τάξεις των Σεραφείμ και Χερουβείμ. Και τόσον περισσότερον φλογίζονται εις την αγάπην της όσον μάλλον αγαπούσι και τας δια μέσου αυτής διδομένας του Θεού δωρεάς τε και χάριτας. Ομοίως και όλαι αι κατώτεραι τάξεις των αγγέλων κατά το μέτρον της αγάπης οπού έχουν εις αυτήν, έτζι απολαμβάνουν δια μέσου αυτής και τας θείας ελλάμψεις. Ομοίως και πάντες οι άνθρωποι ημείς, άνδρες τε και γυναίκες δια της Παρθένου λαμβάνομεν κάθε φωτισμόν από τον Θεόν, κατά το μέτρον της αγάπης, οπού έχομεν εις αυτήν.
[40] Επειδή γαρ είναι νόμος απαρασάλευτος εις τους αγγέλους και ανθρώπους πάντοτε τα κατώτερα τάγματα να παίρνωσι τον φωτισμόν από τον Θεόν δια μέσου των ανωτέρων ταγμάτων. Λοιπόν η Παρθένος με το να είναι ασυγκρίτως πάντων ανωτέρα, εξ ανάγκης ακολουθεί, ότι όσοι μετέχουσι του Θεού, να μετέχουσι δια μέσου αυτής. Και όσοι γνωρίζουσι τον Θεόν, να γνωρίζουσιν εν ταυτώ και την Παρθένον ως χώραν του αχωρήτου. Και όσοι υμνούν και δοξάζουν τον Θεόν, να υμνούν και να δοξολογούσι και ταύτην μετά Θεόν. Η Παρθένος αυτή είναι και των προ αυτής Δικαίων αιτία· δηλαδή των προ νόμου και εν νόμω και μετά νόμον και των μετ’ αυτήν προστάτις και των αιωνίων αγαθών πρόξενος. Αύτη εστάθη των προφητών η υπόθεσις, των αποστόλων η αρχή, των μαρτύρων εδραίωμα, των διδασκάλων η κρηπίς, των επί γης ανθρώπων η δόξα, των εν ουρανώ αγγέλων η τερπνότης, το εγκαλλώπισμα πάσης της κτίσεως· αύτη είναι αρχή και ρίζα των απορρήτων αγαθών, και παντός αγίου κορυφή και τελείωσις.
[41] ΄Ω θειοτάτη Παρθένε, πως να παραστήσω όλα σου τα χαρίσματα; πως να πληρώσω τον πόθον της ψυχής μου; πως να σε δοξάσω τον της δόξης θησαυρόν; και μοναχή αυτή η εδική σου ενθύμησις αγιάζει εκείνον οπού την ενθυμάται, και η προς εσένα μοναχή νεύσις καθαρώτερον κάμνει τον νου, και εις ύψος θεϊκόν τον αναβιβάζει. Από εσένα καθαρίζεται το ομμάτι της διανοίας· από εσένα φωτίζεται το πνεύμα με την επιδημία θείου Πνεύματος. Επειδή και συ έγινες ταμιούχος των χαρίτων, όχι δια να τας κρατήσης εις του λόγου σου, αλλά δια να γεμώσης τον κόσμον από την εδικήν σου χάριν. Διατί ο ταμίας των ακενώτων θησαυρών, έχει την επιστασίαν να διαμοιράζη τους θησαυρούς και όχι να τους κλείη· αλλά και τις η χρεία να κλείη τον θησαυρόν εκείνον οπού ποτέ δεν ολιγοστεύει; Λοιπόν μετάδος και εις ημάς πλουσίως από τους θησαυρούς σου, ω Δέσποινα· και αν δεν μπορούμεν να τους χωρέσωμεν κάμε μας χωρητικωτέρους, και ούτως επιμέτρησον την χάριν σου. Επειδή και συ μόνη δεν έλαβες με μέτρα τα χαρίσματα· πάντα γαρ εδόθησαν εις το χέρι σου.
[42] Και ταύτα μεν ούτω. Νομίζω όμως πως πρέπει να επαναγυρίσω τον λόγον και να παρακύψω μέσα εις τα άγια των αγίων, και από κει μέσα αν ημπορέσω να εβγάλω κανένα μυστηριώδες νόημα, και αφού το υμνήσω να το φανερώσω έξω και να το διηγηθώ· ο Θεός ας είναι βοηθός. Διατί η φύσις του λόγου δεν ημπορεί να ερμηνεύση τοιαύτα μυστήρια πολλά και μεγάλα, και εις το να τα δηγηθή είναι παντελώς αδύνατον. Ελάτε λοιπόν όσοι είσθε υμνολόγοι της αειπαρθένου· πρώτον ας παρακαλέσωμεν αυτήν να έλθη να μας βοηθήση αοράτως από τα ουράνια άδυτα, όπου τώρα ευρίσκεται και έπειτα ας έμβωμεν ομού εις τον θάλαμον, ας εισέλθωμεν εις τον νυμφώνα, ας ιδούμεν τα άγια· επειδή και όλα τα ουράνια και όλα τα επίγεια δια μέσου αυτής μας ηνοίχθησαν.
[43] ΄Ας ιδούμεν πως επάνω εις τους παλαιούς τύπους βάλεται το τέλος της νέας χάριτος· και επάνω εις την σκιαγραφίαν της παλαιάς μορφώνεται η αλήθεια. Εισήλθεν εις τα πρόσκαιρα άγια των αγίων η ακατάπαυστος αγία των αγίων. Εισήλθεν η αχειροποίητος σκηνή του λόγου και έμψυχος κιβωτός του εξ ουρανού της ζωής άρτου εις τον τόπον εκείνον όπου ήτον η χειροποίητος κιβωτός, η έχουσα το εκ της πρωϊνής δρόσου γινόμενον μάννα, το οποίον εις μεν τους ατελείς ωνομάζετο άρτος αγγέλων, εις δε τους προφητικούς τω πνεύματι ήτον τύπος της εν τη παρθένω μελλούσης αληθείας. Εισήλθεν η βίβλος της ζωής η δεχθείσα όχι τύπους λόγου, αλλ’ αυτόν τον του Πατρός Λόγον, μέσα εις τον τόπον όπου αι πλάκες της διαθήκης αι έχουσαι χαραγμένον τύπον αψύχων λόγων· εισήλθε το αειθαλές φυτόν από το οποίον εβλάστησε το ακήρατον άνθος, εις τον τόπον όπου ήτον η ράβδος του Ααρών, η προεικονίζουσα την εκ παρθένου άσπορον γέννησιν.
[44] Αλλά θέλετε ειπή, ο ναός εκείνος ήτον εστολισμένος από καθαρόν χρυσίον, και η κιβωτός ούσα με αυτό σκεπασμένη άστραπτε· και τάχα και το κάλλος της Παρθένου δεν ήτον ασυγκρίτως καθαρώτερον από το χρυσάφι, του οποίου έγινεν εραστής και αυτός ο Θεός; ζητείτε απόδειξιν των λεγομένων; νάτε την· την μεν άψυχον εκείνην κιβωτόν οι χρυσοί τύποι των αγγέλων κύκλω επεσκίαζον· την δε έμψυχον ταύτην κιβωτόν, όχι τύποι, αλλ αυτοί οι ίδιοι άγγελοι περιεκύκλωναν. Και ου μόνον τούτο, αλλ’ υπηρέτουν και εις την τροφήν της, η οποία δεν ηξεύρει να ειπή τινάς τι πράγμα ήτον. Τόσον μόνον λέγεται, ότι ήτον ανωτέρα και από το μάννα εκείνο το πολυθρύλητον και από την τροφήν οπού ετρέφετο ο Ηλιού. Διατί το μεν μάννα το έβρεχεν άνωθεν ο δροσώδης αέρας κατά προσταγήν Θεού, και δια τούτο ο Δαβίδ ωνόμασεν αυτό, «ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος», προφητεύοντας δια του μάννα την ουράνιον τροφήν της αειπαρθένου, την οποίαν όχι αέρας, αλλ’ άγγελος έφερε καθ’ ημέραν ως συγγενή και οικείαν εις την αγγελικήν φύσιν· ώστε όσον διαφέρει άγγελος από τον αέρα, τόσο διέφερε και η τροφή εκείνη της Θεοτόκου από το μάννα. Πάλιν καθώς το μισότεκνον ζώον ο κόραξ, οπού έφερνε την τροφήν εις τον Ηλίαν ήτον σημείον, ως λέγεται, της ασυμπαθούς γνώμης οπού είχε προς τους ομοφύλους.
[45] Τοιουτοτρόπως είναι σημείον φανερόν της αγγελικής πολιτείας της Παρθένου ο διακονητής αυτής άγγελος, ο οποίος υπηρετών αυτήν, και όχι επισκιάζων, εφανέρωνε το μέλλον αυτής μεγαλείον. Επειδή την Παρθένον αυτήν, όχι άγγελος, όχι αυτά τα Χερουβείμ ή τα Σεραφείμ, αλλ’ αυτή η του Υψίστου [ενυπόστατος] δύναμις έμελλε να επισκιάση. Και το μεγαλύτερον, όχι να επισκιάση με το μέσον του γνόφου και πυρός καθώς εις τον Μωϋσήν· όχι με το μέσον ανεμοστροβίλου και νεφέλης καθώς εις τον Ιώβ· όχι με το μέσον αύρας λεπτής καθώς εις τον Ηλίαν, αλλά αμέσως, και χωρίς κανένα παραπέτασμα να επισκιάση την παρθενικήν της κοιλίαν αυτή η του Υψίστου δύναμις, χωρίς να είναι ανάμεσα εις το επισκιάζον και επισκιαζόμενον κανένα άλλο μέσον, ούτε αήρ, ούτε αιθήρ ή έτερον κανένα αισθητόν ή νοητόν.
Και τούτο δεν είναι πλέον μία απλή επισκίασις, αλλ’ είναι ένωσις άλλης τινός θεωρίας, θείας. Επειδή φυσικά κάθε πράγμα οπού επισκιάζει δίδει την μορφήν του εις το επισκιαζόμενον· λοιπόν όχι μονάχα ένωσις, αλλά και μόρφωσις έγινεν εις την κοιλίαν. ΄Οθεν εκείνο οπού συνεστήθη από την επισκιάσασαν δύναμιν του Υψίστου και από την παναγίαν εκείνην κοιλίαν της Παρθένου ήτον λόγος Θεού σεσαρκωμένος. ΄Ω του θαύματος! εις ποίον βάθος μυστηρίου τον λόγον κατεβιβάσαμεν!
[46] Δια τούτο ας τον αναβιβάσωμεν εκείθεν, επειδή δεν είναι δυνατόν ανθρώπινος νους ή πεπερασμένη διάνοια να φθάση εις τον έσχατον πυθμένα τούτον. Και ας ακολουθήσωμεν πάλιν την σειράν του λόγου μας. Εισήλθε λοιπόν η Παρθένος εις τα άγια των αγίων, και παρευθύς οπού είδε τριγύρω εχάρη κατά πολλά πως εύρε τοιούτον καταγώγιον άξιον και αρμόδιον δια λόγου της· όθεν δια μέσου του κάλλους των ορωμένων αγίων αναβιβάσασα τον νου της προς το αόρατον του Θεού κάλλος, πλέον δεν εστοχάζετο κανένα τερπνόν και γήϊνον πράγμα· δια τούτο έγινεν ανωτέρα από τας φυσικάς ανάγκας του σώματος, και από τας ηδονάς των αισθήσεων. Και τα μεν ωραία εις όρασιν μήτε να ιδή όλως έκρινεν άξιον· τα δε καλά προς βρώσιν παντελώς κατεφρόνησε· και εκ τούτων μόνη αυτή και πρώτη έγινεν απίαστος από την τυραννίδα του διαβόλου, και τούτον κατά κράτος ενίκησεν.
Ηγωνίσθη δε τον αγώνα τούτον η Θεοτόκος, όχι από το ταχύ ως το βράδυ, καθώς η πάλαι Εύα, ουδέ εις ενός δένδρου καρπόν· αλλ’ εις πολλούς χρόνους, και προς διάφορα είδη των ηδονών, τα οποία εφεύρηκαν οι άρχοντες του άδου και του σκότους προς δελεασμόν των ψυχών μας. Ταύτας δε πάσας τας ηδονάς μοναχή από όλους η Παρθένος εις τέτοια νηπιώδη ηλικίαν, τελείως καταφρονήσασα, έλαβεν ως βραβείον δικαίως από τον ουρανόν την δι’ αγγέλου τροφήν, με την οποίαν και η φύσις της ενεδυναμώνετο και η αξία των ουρανών πολιτεία της εφανερώνετο ή μάλλον ειπείν, ευθύς οπού τας ειρημένας ηδονάς κατεφρόνησεν, εχειροτονήθη βασίλισσα των ουρανών και είχεν υπηρέτας τους ουρανίους αγγέλους.
[47] Και λοιπόν έζη μίαν ζωήν, ωσάν εις τον παράδεισον· ή αληθέστερον ειπείν, ωσάν μέσα εις τους ουρανούς, επειδή τα άγια εκείνα των αγίων ήτον τύπος των ουρανών. ΄Εζη, λέγω, μίαν ζωήν αφρόντιστον, απερίσπαστον· λύπης αμέτοχον, ανωτέραν των παθών και υψηλοτέραν πάσης οδυνηράς ηδονής· έζη μόνω τω Θεώ· εβλέπετο από μόνον τον Θεόν· ετηρείτο δια μόνον τον Θεόν, όστις έμελλε δια λόγου της να ενωθή με ημάς. Και αυτή αντιστρόφως, προς Θεόν μόνον έβλεπε, τον Θεόν είχε μόνον τροφήν της, εις τον Θεόν μόνον επρόσεχε, και εις τον Θεόν μόνον ήτον αφιερωμένη.
[48] ΄Οταν δε ο λαός ήρχετο εις τον ναόν, και ανεγίνωσκαν έξω τας βίβλους του Μωϋσέως και των προφητών κάθε Σάββατον, ήκουσεν έσωθεν η Θεοτόκος με σύνεσιν, και εμάνθανεν από εκεί, πως ο Αδάμ και η Εύα και οι λοιποί άνθρωποι έγιναν εκ του μη όντος εις το είναι· πως ήτον εις τον παράδεισον· πως τους έδωκεν ο Θεός εντολήν, και δια τούτο εξωρίσθησαν από τον παράδεισον· πως έγιναν θνητοί και έπεσαν εις τούτην την κοπιαστικήν ζωήν, ήτις με τον καιρόν όσον, τόσον επήγαινεν εις το χειρότερον· και τελευταίον, πως το κατ’ εικόνα Θεού πλάσμα εχωρίσθη από τον Θεόν και ηνώθη εις τοσούτων χρόνων διάστημα με τον εχθρόν του διάβολον (φευ και αλλοίμονον δια την εδικήν μας αναισθησίαν, και εις τα γήϊνα κλίσιν!) χωρίς να δυνηθή τινάς να εμποδίση το ανθρωποβλαβές αυτό τρέξιμον εις τον ΄Αδην· επειδή, λέγω, ταύτα έμαθεν η Θεοτόκος, εσπλαχνίσθη το ανθρώπινον γένος, και εζήτει να εύρη ένα ιατρικόν του τοιούτου μεγαλωτάτου κακού. ΄Οθεν και απεφάσισε να ενωθή τω Θεώ με όλον τον νου της, και ούτω να κάμη την μεσιτείαν δια λόγου μας, και να βιάση τον αβίαστον Θεόν, ώστε να τον τραβίση εις ημάς το ογληγορώτερον, δια να καταργήση αυτός την κατάραν, και να αντιχαρίση την ευλογίαν, δια να λάμψη το άδυτον αυτού φως, να ενώση με τον εαυτόν του το πλάσμα του, και να ιατρεύση την ασθένειάν του.
[49] Αφού δε τοιουτοτρόπως η Παρθένος εσυλλογίσθη, και διέταξε θαυμασίως εις τον εαυτόν της την μεσιτείαν δι’ όλην την ανθρωπίνην φύσιν, εζήτει πλέον με ποίον τρόπον να συνομιλήση με τον Θεόν, προς τον οποίον επήγεν αυτοχειροτόνητος ή μάλλον θεοπρόβλητος μεσίτης· όθεν ηρεύνησεν όλας τας αρετάς όσας αναφέρει ο νόμος, και όσας ακόμη εφεύρεν η διάκρισις των ανθρώπων· ηρεύνησε κάθε είδος της υψηλοτέρας επιστήμης, ήγουν της μεταφυσικής, και καθένα έστρεφεν εις τον νου της ωσάν ένα εγκόλπιον και εστοχάζετο ποίον από τα ειρημένα αυτά είναι εις τον Θεόν πλησιέστερον οπού έχει τον χαρακτήρα εκ του Θεού, οπού ημπορεί να εξαλείφη όλας τας υλικάς φαντασίας και δύναται να μορφώση εκείνους οπού το μεταχειρίζονται κατά την θείαν ομοιότητα. Αλλ’ επειδή και δεν εύρισκε κανένα από αυτά οπού να βοηθή εις τούτο με ακρίβειαν, κάμνει αυτή ένα καινούργιον τρόπον και υψηλότερον και τελειότερον, τον οποίον εφευρίσκει από λόγου της, και εργάζεται, και τον παραδίδει και εις τους μετά ταύτα. ΄Ηγουν επινοεί μίαν πράξιν νοεράν, πλέον υψηλοτέραν από την θεωρίαν των παλαιών, και μίαν θεωρίαν τόσον υψηλοτέραν από την πολυθρύλητον θεωρίαν των παλαιών, όσον διαφέρει και είναι υψηλοτέρα η αλήθεια από την φαντασίαν.
[50] Πλήν εδώ, παρακαλώ, να ακούετε με προσοχήν του μυστηρίου το μεγαλείον, διότι έχω να ειπώ λόγια τα οποία συμφέρουν μεν εις κάθε χριστιανόν, εξαιρέτως δε εις ημάς τους αποταξαμένους τω κόσμω μοναχούς· δια μέσου των οποίων λόγων, ημπορεί τινάς από εδώ ακόμη να γευθή τα αγαθά του μέλλοντος αιώνος· να σταθή μετά των αγγέλων και να έχη το πολίτευμά του εν ουρανοίς, ανίσως και αγαπά να μιμηθή την αειπάρθενον νύμφην, την εκ βρέφους αποταξαμένην τω κόσμω υπέρ του κόσμου. Διότι το μεν πρακτικόν μέρος της αρετής, το οποίον εφευρέθη από τους ανθρώπους πρωτύτερα από την Παρθένον, εις τούτο μόνον κατεγίνετο, εις το να στολίζη τα ήθη των ανθρώπων και να οικοδομή πόλεις και οσπήτια· το δε θεωρητικόν μέρος εις ταύτα κατεγίνετο, εις το να ερευνά της φύσεως τους λόγους, της ψυχής, των αΰλων ουσιών τον αριθμόν και των άλλων κτισμάτων.
[51] Ει δε και η μεταφυσική επιστήμη (την οποίαν οι ΄Ελληνες πρώτην φιλοσοφίαν ωνόμασαν, με το να μην ήξευραν άλλο είδος θεωρίας υψηλότερον), ει δε λέγω και η μεταφυσική καταγίνεται εις τους περί Θεού λόγους, και φιλοσοφεί δια τα όλως άϋλα και νοερά, πλην και αυτή, αγκαλά και να ευρίσκη την αλήθειαν, όμως πολύ απέχει από την θεοπτίαν, ήτοι την του Θεού θεωρίαν· και τόσον είναι μακράν από την συνομιλίαν του Θεού, όσον είναι μακράν και το να ηξεύρη κανείς ένα πράγμα από το να το έχη. ΄Αλλο γαρ είναι να λαλή τινάς δια τον Θεόν και άλλο το να συνομιλή με τον Θεόν. Επειδή εις το να λαλή τινάς δια τον Θεόν, χρειάζεται και λόγον προφορικόν και τέχνην του λέγειν δια να μεταδίδη και εις τους άλλους την γνώσιν και τέχνην διαφόρων συλλογισμών και αποδείξεις αναγκαίας, και παραδείγματα κοσμικά, τα οποία ως επί το πλείστον συναθροίζονται από την όρασιν και ακοήν. Και δια να ειπώ με συντομίαν, η τοιαύτη Θεολογία ασχολείται εις τούτου του κόσμου τα πράγματα και ημπορούν να τα έχουν και οι σοφοί του αιώνος τούτου, καν και είναι ακάθαρτοι κατά την ψυχήν και την ζωήν.
Μα το να συνομιλή τινάς με τον Θεόν και να ενωθή κατά αλήθειαν είναι αδύνατον ανίσως δεν καθαρισθή πρώτον από τα πάθη· και μετά την κάθαρσιν να γένη έξω του εαυτού του, ή μάλλον ειπείν να αναβή υπεράνω από το είναι του· να αφίση κάτω όλα τα αισθητά ομού και την αίσθησιν, να γένη ανώτερος από τους συλλογισμούς και από κάθε γνώσιν και από αυτήν την διάνοιαν, και όλως δι’ όλου να γένη της κατ’ αίσθησιν νοεράς ενεργείας, την οποίαν ο Σολομών θείαν αίσθησιν προωνόμασε· και έτζι από αυτά όλα ύστερα να επιτύχη την υπέρ πάσαν γνώσιν αγνωσίαν, ταυτόν ειπείν να γένη ανώτερος από κάθε είδος της πολυθρυλήτου των ανθρώπων σοφίας, ωσάν όπου της μεν ανθρωπίνης σοφίας το τέλος είναι η γνώσις, της δε θείας σοφίας είναι η αγνωσία.
[52] Αυτό λοιπόν – το να συνομιλήση και να ενωθή με τον Θεό – η Παρθένος ζητούσα (επειδή είναι αναγκαίον εις τους μεσίτας να συνομιλήσουν εις τους μεσιτευομένους αυθέντας), ευρίσκει εις τούτο συμβοηθόν την ησυχίαν· ησυχίαν την στάσιν του νοός και όλου του κόσμου, την αλησμονησίαν των γηΐνων και μαθήτριαν των ουρανίων· την αποθησαύρισιν των πνευματικών νοημάτων. Αύτη η ησυχία του νοός είναι μία πράξις, ήτις αληθώς γίνεται επίβασις της αληθούς θεωρίας, ή μάλλον ειπείν θεοπτίας· η οποία θεοπτία είναι μία μοναχή απόδειξις της υγιαινούσης ψυχής. Διότι κάθε άλλη αρετή είναι ωσάν ένα ιατρικόν εις τας ασθενείας της ψυχής και εις τα πονηρά πάθη οπού ερριζώθησαν εις αυτήν.
Η δε θεωρία είναι ο καρπός της ψυχής της υγιούς, και το σκοπιμώτατον τέλος και η θεοποιός αρετή, δια μέσου της οποίας θεοποιείται ο άνθρωπος· και όχι δια μέσου της εξωτερικής φιλοσοφίας, η οποία αποκτάται από τους λόγους και την αναλογίαν των ορωμένων κτισμάτων· μη γένοιτο, η τοιαύτη γαρ φιλοσοφία είναι γήϊνος και ταπεινή, αλλά δια μέσου, ως είπον, της εν ησυχία μελέτης και θεωρίας. Επειδή δια μέσου αυτής χωρίζεται τινάς από τα γήϊνα, και ενώνεται με τον Θεόν· δια μέσου αυτής προσκαρτερεί πάντοτε εις προσευχάς και δεήσεις, ωσάν επάνω εν υπερώω του κόσμου τούτου, και πλησιάζει τρόπον τινά εις την απλησίαστον εκείνην και μακαρίαν του Θεού φύσιν.
[53] Αφού δε ενωθή απορρήτως και συγκερασθή εις το τοιούτον υπέρ αίσθησιν και νου του Θεού φως, τότε αυτός ως καθαρίσας την καρδίαν με την ησυχίαν βλέπει εις τον εαυτόν του ωσάν εις καθαρώτατον καθρέπτην τον Θεόν. Τοιαύτης κατά νου ησυχίας παράδειγμα σύντομον και ωφελιμώτατον από κάθε άλλο εστάθη η Παρθένος αύτη, ήτις εξ απαλών ονύχων ηνώθη με τον Θεόν δια της ιεράς ησυχίας. Επειδή μοναχή αυτή από όλους από τόσον μικρόν παιδίον υπέρ φύσιν ησύχασε, και μοναχή αυτή τον Θεάνθρωπον Λόγον απειράνδρως εκυοφόρησε.
[54] Πρέπει όμως να αναβιβάσωμεν τον λόγον μας ολίγον ανωτέρω, δια να γένη εύληπτον εις τους ακροατάς το μέγα τούτο θεώρημα οπού θέλω διηγηθώ. Εγώ επαινώ τον τρόπον εκείνον των εγκωμίων, ο οποίος, όχι μόνον εγκωμιάζει, αλλά και ωφελεί τους ακροατάς, φανερώνοντας εις αυτούς την στράταν της σωτηρίας. Και αν και να είναι κανένα δυσκολονόητον από τα λεγόμενα, νομίζω ότι δεν πρέπει να το απορρίπτωμεν· διατί μήτε την στράταν της ζωής αποφεύγομεν και με όλον όπου αυτή είναι δύσκολος και στενή. Ελάτε λοιπόν, ω ανδρειωμένοι εις τον νου, όσοι δεν προτιμάτε το ευκολοαπόκτητον χώμα, από το δυσκολεύρετον χρυσάφι, και ας συμμαζώξη καθένας σας τον νου του εις τον εαυτόν του, καθώς μαζώνουσι τα ρούχα τους εκείνοι οπού έχουν να απεράσουν από δρόμους στενούς· και όλοι με προθυμίαν ασηκώσατε τον νου σας εις το ύψος των νοημάτων. Επειδή οι υψηλοί αναβαθμοί επάνω εις τους οποίους αναβαίνει η Θεοτόκος είναι παντελώς άβατοι εις τους γηϊνόφρονας. Εάν γαρ ασηκώσετε τον νου σας από τα γήϊνα, και μελετάτε πάντοτε εις την θεοειδή ζωήν, οπού επέρασεν η Θεοτόκος εις τα άγια των αγίων, και βάλητε προθυμίαν δια να καταλάβητε εν ταυτώ κανένα από τα εκείσε θεία μυστήρια και ουρανόφρονα νοήματα, και να τα μιμηθήτε, ίσως μετ’ ολίγον διάστημα ηθέλατε αποκτήσει την μακαρίαν εκείνην απόλαυσιν των καθαρών τη καρδία, και να βλέπετε αοράτως τα αγαθά του μέλλοντος εκείνου αιώνος.
[55]. Ο άνθρωπος οπού είναι ως ένας μεγάλος κόσμος εις ένα μικρόν άτομον· η συνάθροισις όλου του παντός· η ανακεφαλαίωσις των του Θεού κτισμάτων δια την οποίαν αιτίαν και ύστερα από όλα εγένετο, καθώς ημείς συνειθίζομεν να κάμνωμεν τας ανακεφαλαιώσεις εις τους επιλόγους ύστερα από τους ρητορικούς λόγους· τρόπον γαρ τινά όλος ούτος ο κόσμος παρομοιάζει με ένα λόγον και σύγγραμμα ενός αυθυποστάτου λόγου· ο άνθρωπος λέγω, έχει δύο εναντίας δυνάμεις, τον νου και την αίσθησιν, ηνωμένας με σοφίαν απόρρητον του Δημιουργού, όστις ενώνει τα φύσει ακοινώνητα πράγματα.
Τάς δε άλλας δυνάμεις της ψυχής, την διάνοιαν, την δόξαν και την φαντασίαν τας μεταχειρίζεται ωσάν συνδέσμους δια να ενώση αυτά τα δύο άκρα εναντία οπού είπομεν, ήτοι τον νου και την αίσθησιν· καθώς βλέπομεν και εις τα τέσσερα σημεία [στοιχεία] του κόσμου, πως ανάμεσα εις την φωτίαν και το νερόν είναι ο αέρας, και ανάμεσα εις την γην και τον αέρα είναι το νερόν, και με τούτον τον τρόπον ενώνονται εκείνα οπού είναι ενάντια.
΄Ετσι συνίσταται ο μέγας κατά την ποσότητα κόσμος, και έτζι συνίσταται ο μέγας κατά το αξίωμα κόσμος, ήτοι ο άνθρωπος. Και οι δύο γαρ ούτοι κόσμοι κατά τούτο ομοιάζουσι μεταξύ των· πλην ο μεν κόσμος υπερέχει του ανθρώπου κατά το μέγεθος· ο δε άνθρωπος υπερέχει του κόσμου κατά την σύνεσιν. Ευρίσκεται δε ο ένας, ήτοι ο άνθρωπος, θησαυρισμένος μέσα εις τον άλλον· καθώς λόγου χάριν και εις μίαν οικίαν· ή ωσάν μέσα εις βασιλικά παλάτια να ευρίσκεται, όχι βασιλεύς (διατί τούτο, φευ! το αξίωμα το έχασε [ο άνθρωπος] δια την παρακοήν), αλλά ένα φόρεμα βασιλικόν ωραιοπλούμιστον και πολυέξοδον. Επειδή, τα μεν βασιλικά παλάτια είναι κτισμένα από πέτρας ναι μεγάλας, μα ευκολοαγοράστους και ολιγοτιμήτους, αλλά το βασιλικόν φόρεμα είναι κατασκευασμένον από λιθαράκια ναι μικρά, μα πολύτιμα και δυσεύρετα.
[56] Και τρόπον τινά, ο μεν νους παρομοιάζει με το ανώτατον μέρος του κόσμου οπού είναι ο ουρανός, η δε αίσθησις με το κατώτερον μέρος οπού είναι η γη, η δε διάνοια, η δόξα και η φαντασία παρομοιάζουν με τα αναμεταξύ στοιχεία του ουρανού και της γης· όχι δε μόνον παρομοιάζουν αλλά και υπερέχουν από αυτά. Πόσον είναι ο νους από τον ουρανόν μεγαλύτερος, ο οποίος είναι και εικών του Θεού, και γνωρίζει τον Θεόν μόνος από όλα του κόσμου τα πράγματα; και ημπορεί αν θελήση να γένη και Θεός κατά χάριν και αναβιβάση προς τον Θεόν τούτο το γεώδες και ταπεινόν σώμα; Πόσον η αίσθησις διαφέρει από την γην, η οποία όχι μόνον γνωρίζει το διαφορετικόν μέγεθος και τας ποιότητας της γης, αλλά ακόμη αντιλαμβάνεται του ουρανού, και βλέπει τας διαφόρους κινήσεις και συνόδους των φωστήρων και των αστέρων και τας διαστάσεις οπού έχουσιν αναμεταξύ των· ώστε όπου από αυτάς τας περιέργους παρατηρήσεις της αισθήσεως έγινεν η αστρονομική επιστήμη· αλλά και τα μεταξύ του ουρανού και της γης στοιχεία κατώτερα είναι εις την αξίαν από τις δυνάμεις οπού ευρίσκονται ανάμεσα εις τον νου και εις την αίσθησιν, ήτοι από την διάνοιαν, δόξαν και φαντασίαν αγκαλά και να έχωσι κάποιαν ομοιότητα με αυτάς, και να υπερέχωσι κατά το μέγεθος.
Η αίσθησις λοιπόν είναι μία άλογος δύναμις της ψυχής, οπού αισθάνεται τα αισθητά πράγματα όταν είναι παρόντα· η δε φαντασία έχει την αρχήν της από την αίσθησιν, όμως κάμνει την ενέργειάν της και όταν λείπουν τα αισθητά αντικείμενα, και η οποία φαντασία λέγεται νους, επειδή χωρίς τα αισθητά ενεργεί, όμως ονομάζεται παθητικός νους, διατί εκείνα οπού βλέπει τα βλέπει με διάστημα και χωριστά το καθένα και όχι ενοειδώς και χωρίς διάστημα· η δε δόξα είναι δύο λογιών· και εκείνη μεν η δόξα οπού γεννάται άνωθεν από την διάνοιαν είναι λογική.
Η δε διάνοια είναι πάντοτε λογική, όμως μεταβαίνει και αυτή από ένα νόημα εις άλλο νόημα και πηγαίνει και καταντά κάτω από την λογικήν δόξαν. ΄Ολαι δε αυταί αι δυνάμεις της ψυχής κάμνουν την ενέργειάν των και συστένονται με το μέσον και όργανον του ψυχικού και λεπτοτάτου πνεύματος οπού ευρίσκεται εις τον εγκέφαλον.
Ο νους δε μόνον δεν έχει κανένα όργανον με το οποίον να ενεργή, αλλά είναι μία ουσία τελειοτάτη από λόγου της, και κάμνει την ενέργειάν της αφ’ εαυτής χωρίς όργανον· αγκαλά και καταβιβάζει την ενέργειάν του κάτω εις τας κατωτέρας δυνάμεις δια την ζωήν ταύτην την ψυχικήν και πολυμέριστον, ήτις κυβερνάται με την διάνοιαν.
[57]. Αλλά δια ποίαν αφορμήν εδιαίρεσα τας ψυχικάς ταύτας δυνάμεις, και διατί τρόπον [πρώτον] απαρίθμησα τα διάφορα είδη της αρετής, έπειτα είπον περί των της ψυχής δυνάμεων; ο σκοπός μου δεν ήτον άλλος, παρά δια να φανερώσω, πως τα σπέρματα και οι αρχές των αρετών είναι από τας ψυχικάς δυνάμεις και από αυτάς κρέμονται και έχουσι το είναι. Λοιπόν η Θεόσοφος Παρθένος Μαρία, επειδή και από τας αρετάς εκείνας οπού είπομεν τας πρακτικάς τε και θεωρητικάς, δεν εδύνετο να εύρη οικειότητα και ένωσιν με τον Θεόν, ηρεύνα τας ψυχικάς της δυνάμεις, ανίσως και εύρη καμμία από αυτάς όργανον και μέσον να ενωθή με τον Θεόν. ΄Οθεν εύρε την μεν φαντασίαν και αίσθησιν, πως είναι παντελώς άλογοι, και πως δεν ημπορούν να αναβούν υπεράνω από τα αισθητά· την δε δόξαν και την διάνοιαν εύρε, πως είναι μεν λογικές, όμως δεν είναι χωρισμένες από την φαντασίαν, ήτις είναι το ταμείον των αισθήσεων· και προς τούτοις εστοχάσθη, πως αυταί αι δύο δυνάμεις κάμνουσι την ενέργειάν των με το όργανον του ζωτικού και ψυχικού πνεύματος του εγκεφάλου· δια τούτο είπε και ο Απόστολος, πως «ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος».
Αυτά λοιπόν τα ελαττώματα ευρίσκουσα η Θεοτόκος εις την δόξαν και την διάνοιαν εζήτει δια να εύρη μίαν ζωήν νοεράν αληθώς και υψηλοτέραν από τας δυνάμεις ταύτας, και παντελώς άμικτον από τα κάτω και γήϊνα. Διατί ηγάπα τον Θεόν με ένα υπερβολικόν πόθον και την μετ’ αυτού θείαν ένωσιν· καθώς γαρ δεν είναι δυνατόν να αγαπά τινάς το αισθητόν φως, και να μην αγαπά εν ταυτώ και τον ήλιον, οπού είναι πηγή του φωτός· τέτοιας λογής και όποιος αγαπά τας αρετάς του Θεού δεν είναι δυνατόν να μην αγαπά εν ταυτώ και αυτόν τον Θεόν.
[58] ΄Οθεν εις τούτον τον ιερόν και ένθεον έρωτά της ευρίσκει η Παρθένος όργανον φυσικόν ακριβώς το ακρότατον πράγμα από όσα ευρίσκονται εις τον άνθρωπον, την μόνην τελείαν και παντελώς αμέριστον του ανθρώπου ουσίαν, ήτοι τον νου· ο οποίος νους ωσάν οπού είναι είδος των ειδών περιορίζει και ενοποιεί τας διαφόρους μεταβατικάς κινήσεις της διανοίας, αι οποίαι γίνονται πάντοτε με μετάβασιν και διαίρεσιν, καθώς κινούνται τα ερπυστικά ζώα· εις τας οποίας όλαι αι επιστήμαι επιστηρίζονται. Διατί αγκαλά και ο νους καταβαίνει, ως είπωμεν, εις την διάνοιαν και δια της διανοίας καταβαίνει εις την πολυμέριστον ταύτην ζωήν και μεταδίδει τας ενεργείας του εις όλας τας ψυχικάς δυνάμεις, όμως έχει αναμφιβόλως και μίαν άλλην ενέργειαν υψηλοτέραν εδικήν του, την οποίαν αυτός ενεργεί καθ’ εαυτόν και αφ’ εαυτού του χωρίς να χρειασθή καμμίαν άλλην δύναμιν, ωσάν οπού είναι αθάνατος, και έχει φυσικά δύναμιν να διαμένη καθ’ εαυτόν τόσον όταν χωρισθή από το σώμα και τας σωματικάς αισθήσεις, όσον και όταν ακόμη ευρίσκεται ηνωμένος με το σώμα· πλην με άσκησιν άκραν και με την βοήθειαν της θείας χάριτος δύναται να αναβή υψηλότερα από αυτήν την ποικιλότροπον και πολυσχημάτιστον και χαμερπή ζωήν και να ενωθή με τον εαυτόν του.
Και καθώς ο καβαλάρης έχει δύο ενεργείας, την μίαν να κυβερνά το άλογον, την άλλην την καλυτέραν και υψηλοτέραν δια να ενεργή καθ’ εαυτόν ως άνθρωπος, την οποίαν δύναται να ενεργή όχι μόνον αφού καταβή από το άλογον, αλλά ακόμη και όταν είναι καβαλάρης· ανίσως όμως και δεν δώση όλως δι’ όλου τον εαυτόν του θεληματικώς μόνον εις την επιμέλειαν του αλόγου. Τοιουτοτρόπως και ο νους ανίσως δεν δοθή όλως δι’ όλου εις την επιμέλειαν του σώματος και εις τα γήϊνα, ημπορεί και όντας ακόμη ηνωμένος με το σώμα, να ενεργή την εδικήν του ενέργειαν καθ’ εαυτόν, δια μέσου της οποίας δύναται να ενωθή με τον Θεόν, αγκαλά και να είναι πολλά μακράν από αυτόν δια τον φυσικόν δεσμόν οπού έχει με το σώμα και δια τας πολλάς σχέσεις οπού έχει με τα γήϊνα εις την παρούσαν ζωήν.
[59] Ταύτας λοιπόν τας γηΐνας σχέσεις αποβαλούσα η Παρθένος από την πρώτην αρχήν της ζωής της, ανεχώρησεν από τους ανθρώπους, και φυγούσα τον αμαρτωλόν βίον, εδιάλεξε μίαν ζωήν αθεώρητον από όλους ενδιατρίβουσα μέσα εις τα άγια, εις τα οποία διατελούσα ελύθη από κάθε δεσμόν υλικόν· απετίναξε κάθε σχέσιν· ανέβη επάνω από κάθε αγάπην έως και αυτού του ιδίου σώματός της και ούτως ήνωσε τον νου της εις τον εαυτόν του με μίαν στροφήν και προσευχήν και με θείαν και παντοτεινήν προσευχήν· και δια μέσου αυτής της στροφής του νοός ηνώθη όλως δι’ όλου με τον εαυτόν της· υψώθη επάνω από κάθε πολύμορφον σκούπιδον των λογισμών και απλώς από κάθε είδος και σχήμα, και έτζι κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εις τους ουρανούς, δηλαδή, την νοητήν (δια να την ονομάσω έτζι) σιωπήν, εις την οποίαν προσκολήσασα τον νου της, αναβαίνει επάνω από όλα τα κτίσματα, και βλέπει δόξαν Θεού τελειότερον από τον Μωϋσήν, και ορά θείαν χάριν, ήτις δεν καταλαμβάνεται τελείως από την αίσθησιν, αλλά είναι ένα ιερόν και χαριέστατον θέαμα μοναχών των ψυχών των καθαρών και αγίων αγγέλων. Αφ’ ου δε η Παρθένος τούτο επέτυχε, τότε έγινε νεφέλη φωτεινή, κατά τους θείους μελωδούς, του αληθώς ζώντος ύδατος, και αυγή μυστικής ημέρας και του λόγου πυρίμορφον όχημα.
[60] Διότι χωρίς να επιφοιτήση η χάρις εις την ψυχήν, δεν δύναται ποτέ ο νους να εύρη την θείαν αίσθησιν, ή να γένη καθ’ εαυτόν ενέργεια· καθώς ούτε ο οφθαλμός ημπορεί να ιδή χωρίς το αισθητόν φως. Επειδή εις τα αΐδια και νοητά κτίσματα, αυτός ο Θεός είναι φως και όχι άλλο κανένα κατά τον ειπόντα Θεολόγον Γρηγόριον· «ὅπερ ἐστὶ τοῖς αἰσθητοῖς ἢλιος, τοῦτο τοῖς νοητοῖς Θεός», και καθώς όταν η όρασις βλέπη και αυτή γίνεται φως και με το φως ενώνεται και με το φως βλέπει· και πάλιν αυτό το ίδιον φως, πρώτον βλέπει πως είναι χυμένον εις όλα τα ορατά, τοιουτοτρόπως και εκείνος οπού αξιωθή την θείαν αλλοίωσιν, όλος γίνεται ωσάν φως, και μαζί με το φως είναι, και με το φως βλέπει νοητώς εκείνα οπού είναι κεκρυμμένα από όλους χωρίς της θείας ταύτης χάριτος.
Επειδή και έγινεν όχι μόνον επάνω από τας σωματικάς αισθήσεις, αλλά και επάνω από κάθε άλλο πράγμα, οπού είναι γνωστόν τόσον εις ημάς, όσον και εις τους υπέρ ημάς αΰλους αγγέλους. Διότι οι καθαροί τη καρδία βλέπουσι τον Θεόν κατά τον αψευδή του Κυρίου μακαρισμόν· ο οποίος Θεός, με το να είναι φως, κατά τον θείον θεολόγον Ιωάννην, εμφανίζει και κατοικίζει τον εαυτόν του εις εκείνους οπού τον αγαπούν, τηρούντες τας εντολάς του και ανταγαπώνται υπ’ αυτού κατά την αψευδή του υπόσχεσιν. Εμφανίζει δε τον εαυτόν του εις τον καθαρόν νου, ωσάν μέσα εις καθρέπτην, μένοντας αυτός αόρατος κατά την ουσίαν. Τοιουτοτρόπως γαρ γίνεται η εις τον καθρέπτην θεωρία, το να φαίνεται μεν, να μη βλέπεται δε. Διότι αδύνατον είναι παντελώς, να βλέπη τινάς πρόσωπον ανθρώπου μέσα εις καθρέπτην και εις τον αυτόν καιρόν να βλέπη και αυτόν τον ίδιον άνθρωπον αυτοπροσώπως. Και εις μεν την παρούσαν ζωήν έτζι φαίνεται ο Θεός ως εν εσόπτρω εις εκείνους οπού εκαθαρίσθησαν με την του Θεού αγάπην, εις δε την άλλην ζωήν θέλει φανερωθή «πρόσωπον πρός πρόσωπον» κατά τον θείον απόστολον.
[61]. Αλλά ποιος ηγάπησε τον Θεόν περισσότερον από την σήμερον δοξολογουμένην παρ’ ημών Θεοτόκον; ποιος δε άλλος ηγαπήθη από τον Θεόν περισσότερον από Αυτήν; ποίον δε άλλο κτίσμα εφάνη καθαρώτερον από Αυτήν; ή καθαρόν εξ ίσου με Αυτήν, ή καν να φθάση κοντά εις την καθαρότητά της; Δια τούτο έγινε τελεία με τας ακροτάτας αυτάς θεωρίας, και ενωθείσα με τον Θεόν και ομοιωθείσα μόνη αυτή από όλους τους απ’ αιώνος αγίους, ετελείωσε την προς Θεόν μεσιτείαν δια την σωτηρίαν μας. Και όχι μόνον απέκτησε την υπέρ λόγον ταύτην ανάβασιν του νου, αλλά και την εμεταχειρίσθη ως μέσον δια λόγου μας· και με την προς Θεόν παρρησίαν της εκατώρθωσε το μέγα και υπερμέγα της ενσάρκου οικονομίας μυστήριον. Και όχι μονάχα αυτή έγινε καθ’ ομοίωσιν του Θεού, αλλά έκαμε και τον Θεόν καθ’ ομοίωσιν του ανθρώπου· όχι εις τούτο καταπείσασα αυτόν ψιλώς, αλλά ασπόρως κυοφορήσασα και αφράστως γεννήσασα. Και αυτή μεν ήτον μεμορφωμένη κατά χάριν από τον Θεόν· διότι και «κεχαριτωμένη» ωνομάσθη από τον αρχάγγελον Γαβριήλ. Εμόρφωσε δε τον Θεόν με την εξ αυτής ανθρωπίνην φύσιν, διό και ευηγγελίσθη από τον ίδιο Γαβριήλ με το «χαῖρε».
[62] Τις λαλήσει τας δυναστείας σου, Παρθένε, «ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις σου», ω Θεόπαις Μαρία; Συ εχρημάτισας Θεού μήτηρ· ήνωσας τον νου σου με τον Θεόν· ήνωσας τον Θεόν με την σάρκα· έκαμες τον Θεόν υιόν ανθρώπου, και τον άνθρωπον υιόν του Θεού· εφιλίωσες τον κόσμον με τον ποιητήν του κόσμου· εδίδαξας ημάς με το έργον, ότι η του Θεού θεωρία δεν γίνεται εις τους αγίους με την αίσθησιν μόνον, ή με τους συλλογισμούς, επειδή τοιουτοτρόπως ολίγον ανώτεροι ήθελαν είναι από τα άλογα ζώα, αλλ’ ότι γίνεται με την καθαρότητα του νοός και με την μετοχήν της θείας χάριτος, κατά την οποίαν, όχι με συλλογισμούς, αλλά με αίσθησιν άϋλον εντρυφώμεν τα του Θεού κάλλη.
[63] Συ εχάρισας εις ημάς, το να βλέπωμεν και με τας αισθήσεις αυτάς τον αόρατον Θεόν εν ανθρώπου μορφή και να πιάνωμεν εν σώματι τον απίαστον και άϋλον· έθρεψας αυτόν τον τροφέα των αγγέλων με τροφήν ανθρωπίνην, και έθρεψας ημάς δια μέσου του με τροφήν αθάνατον· συγκατοίκους έκαμες τους ανθρώπους με τους αγγέλους, ή μάλλον ειπείν και μεγαλυτέρων τιμών τους ηξίωσας. Επειδή συνέλαβες Θεάνθρωπον Λόγον εξ αγίου Πνεύματος, και εγέννησας παραδόξως και απεκατέστησας την ανθρωπίνην φύσιν συγγενή με την θείαν φύσιν, ή κρείττον ειπείν ομόθεον.
[64] Λέγουσι πως ο ευσεβής βασιλεύς [σημ. «ἴσως νὰ ἦτον ὁ ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ᾿Ανδρόνικος τῶν Παλαιολόγων ὁ Βʹ»], επειδή τοιαύτην επωνυμίαν είχεν από τα έργα του, εις καιρόν όπου είχον χρείαν από βροχήν οι υπήκοοί του, ασήκωσε το δεξιόν του χέρι εις τον ουρανόν και ούτω προσηύξατο: «παρακαλῶ σε, Θεέ μου, τὸν δοτῆρα τῆς ζωῆς, μὲ αὐτήν μου τὴν χεῖρα, μὲ τὴν ὁποίαν ζωὴν ἀνθρώπου ποτέ μου δὲν ἐπῆρα», και παρευθύς, αγκαλά και να ήτον ο ουρανός εξάστερος, ήλθον τόσα νέφελα και έφεραν μίαν μεγάλην βροχήν.
Η δε Παρθένος, η αληθής βασίλισσα των ευσεβών χριστιανών, μέσα εις τα άγια των αγίων ασήκωσε τον νου της καθαρόν από όλα τα γήϊνα, και είπε προς τον Θεόν: «῎Ω Θεέ μου, παρακαλῶ σε μὲ τοῦτον μου τὸν νοῦν, εἰς τὸν ὁποῖον ποτὲ κανένα γήϊνον πρᾶγμα δὲν ἀνέβη», και παρευθύς όλην την γην έκαμεν ουρανόν· και δεν έφερε νέφελα, τα οποία και εις πολλούς άλλους αγίους υπήκουσαν, αλλά αυτόν τον ίδιον οπού εξάγει και ανάγει τα νέφελα εξ εσχάτου της γης, μήτε έφερε δρόσον και προσωρινήν βροχήν, αλλ’ αυτόν τον θησαυρόν των καλών απάντων Θεόν· την πηγήν την αιώνιον οπού γεννάται από τους κόλπους τους πατρικούς· τον του Θεού Λόγον τον υπεράνω των ουρανών καθήμενον· ο οποίος έφερεν εις ημάς το ζωντανόν ύδωρ του αγίου Πνεύματος και μας εχάρισε τροφήν οπού μας αθανατίζει, και ποιεί τους μετέχοντας υιούς Θεού· όχι θετούς με ψιλόν όνομα, αλλά με την κοινωνίαν του αγίου Πνεύματος (ω της αφάτου δωρεάς) και την κοινωνίαν του τιμίου σώματος και αίματος του Χριστού, δια να είμεθα ενωμένοι, τόσον με τον Θεόν όσον και αναμεταξύ μας.
[65] ΄Ας φυλάττωμεν λοιπόν και ημείς αδελφοί, δια της αγάπης, την προς Θεόν και προς αλλήλους μας ένωσιν ταύτην. Aς βλέπωμεν πάντοτε προς τον ουράνιον Πατέρα· ας αφήσωμεν την γην, διατί πλέον δεν είμεθα από την γην χοϊκοί ως ο πρώτος Αδάμ, αλλ’ ως ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος εξ ουρανού, κατά τον Παύλον· ας αναβιβάσωμεν την καρδίαν μας προς αυτόν· ας βλέπωμεν τούτο το μέγα και παράδοξον θαύμα, δηλαδή την εδικήν μας φύσιν οπού συνδιαιωνίζει εν τω Χριστώ με το πυρ της αΰλου θεότητος, και αφού αποβάλωμεν τους δερματίνους χιτώνας, τους οποίους δια την παρακοήν ενεδύθημεν, ας σταθώμεν εν γη αγία· δηλαδή ας καταστήσωμεν καθένας το σώμα και την καρδίαν μας άγια με την αρετήν και με την προς Θεόν ακλινή θεωρίαν και σύννευσιν· ίνα όταν έλθη εν πυρί ο Θεός κατά την δευτέραν παρουσίαν, λάβωμεν παρρησίαν προς αυτόν και πλησιάσωμεν δια να φωτισθώμεν και να μένωμεν παντοτεινά φωτιζόμενοι, εις δόξαν αυτού του ανωτάτου φωτός της τρισηλίου και μοναρχικωτάτης Θεότητος·
[66] ΄Η πρέπει πάσα δόξα κράτος τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
