ΔΙΑΠΟΙΜΑΝΣH

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Αλεξάνδρου Μ. Σταυροπούλου, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ, τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Σήμερα γίνεται πολὺς λόγος, μὲ ἀφορμὴ τὴν ὑπάρχουσα φτώχεια, τὴν ἀνέχεια, τὴν οἰκονομικὴ κρίση, γιὰ τοὺς τρόπους ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν τῶν καταστάσεων. Δὲν ἀρκεῖ μόνο μιὰ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία ἢ κρατικὴ μέριμνα. Ἀναζητοῦνται νέες μορφὲς διακονίας τῶν ἀναγκῶν ποὺ προκύπτουν καὶ ἐμφανίζονται κινήματα τὰ ὁποῖα καλοῦνται νὰ καλύψουν τὶς ἀνάγκες αὐτές. Ἔτσι προέκυψαν πρωτοβουλίες κοινωνικῆς συνύπαρξης καὶ ἀλληλεγγύης ὅπως τὸ Ὅλοι μαζὶ μποροῦμε, Vivre ensemble, τὰ Κοινωνικὰ Παντοπωλεῖα, Ἰατρεῖα καὶ Φαρμακεία, τὰ ὁποῖα συνέδραμαν ἀρκετὰ ἀποτελεσματικὰ στὴν ἀνακούφιση ἀναξιοπαθῶν συμπολιτῶν μας. Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε τὴ συνεργασία Ἐκκλησίας, Πολιτείας, Κοινωνικῶν καὶ Ἰδιωτικῶν Φορέων καὶ Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης.

Ἐννοιολόγηση καὶ ὁριοθέτηση

Ἐδῶ θὰ χρειασθεῖ νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντὰ κάποιες ἔννοιες καὶ νὰ θέσουμε τὰ ὅριά τους. Νὰ κάνουμε, δηλαδή, ἔστω καὶ φευγαλέα μιὰ ἐπίσκεψη ὀνομάτων: Τί χαρακτηρίζεται ὡς  κοινωνικό έργο τῆς Ἐκκλησίας ἢ τί εἶναι κοινωνικὸ ἔργο; Ποῦ ἐπιτελεῖται;  

            Τὸ κοινωνικὸ ἔργο εἶναι τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο; Εἶναι οἱ ἐκδηλώσεις ἀγάπης; Εἶναι ἡ κοινωνικὴ διακονία; Εἶναι ἡ κοινωνικὴ πρόνοια; Αὐτὸ ποῦ λέμε κοινωνικὴ προστασία; Καλύπτει βασικὲς ἀνθρώπινες ἀνάγκες; Ἀντιμετωπίζει κοινωνικὰ προβλήματα καὶ παρέχει κοινωνικὲς ὑπηρεσίες;  Ἡ συμμετοχὴ στὴ Θεία Λειτουργία εἶναι ἐπιτέλεση κοινωνικοῦ ἔργου; Ἐλπίζω ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁμιλίας μου θὰ ἀποκτήσουμε σαφέστερη εἰκόνα αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν.

            Ὅλες οἱ κοινωνίες ἀπὸ τὶς πιὸ ἀρχαῖες ἕως τὶς πιὸ σύγχρονες φρόντισαν, κατὰ κάποιο τρόπο, νὰ καλύπτουν ἀνάγκες ποὺ ἀναφέραμε λίγο πιὸ πάνω προσπαθώντας νὰ προσδιορίσουμε τὸ περιεχόμενο τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου. Φιλανθρωπικὲς ἐκδηλώσεις ὑπῆρξαν καὶ εἰς τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ (Ἰουδαῖοι-Ἐθνικοί). Εἶναι γεγονὸς καὶ ὄχι ὑπόθεση ἐργασίας (Θεοδώρου 1985 καὶ Σταθόπουλος 2015).  

            Ὁ στίχος τοῦ Δευτερονομίου:  «οὐκ ἔσται ἐν σοὶ ἐνδεής» (15, 4) ἀποτελεῖ κυρίαρχη ἐντολὴ καθημερινῆς πρακτικῆς των Ἰουδαίων (Μπρατσιώτης 2012).

Ἀπήχηση αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων στὸν Ἰουδαϊσμὸ φανερώνεται στὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (βλ. Λουκᾶ 3, 10-14), ὅταν προέτρεπε τὰ πλήθη νὰ μετανοήσουν καὶ τὸν ρωτοῦσαν: «Τί νὰ κάνουμε λοιπόν;», ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε: «Ὅποιος ἔχει δύο χιτῶνες ἃς δώσει τὸν ἕνα σ΄ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει, κι ὅποιος ἔχει τρόφιμα ἃς κάνει τὸ ἴδιο». Στοὺς τελῶνες ποὺ τὸν πλησίασαν καὶ τοῦ εἶπαν: «Δάσκαλε, τί νὰ κάνουμε;», ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίθηκε: «Νὰ μὴν ἀπαιτεῖτε περισσότερα ἀπ’ ὅτι σᾶς παραχωρεῖ ὁ νόμος».  Καὶ στοὺς στρατιῶτες ἔλεγε: «Μὴν παίρνετε λεφτὰ ἀπὸ κανέναν μὲ ψεύτικες κατηγορίες οὔτε μὲ τὴ βία, ἀλλὰ νὰ ἀρκεῖστε στὸν μισθό σας». Οἱ ἀποκρίσεις αὐτὲς δὲν συνιστοῦν ἕναν «ὁδικὸ κοινωνικὸ χάρτη»;  

            Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν Παραβολὴ τῆς Τελικῆς Κρίσεως (Ματθ. 25, 31-46) ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ἕξι εἴδη τῆς ἀγάπης ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουμε πρὸς ὅλους ἐκείνους τοὺς συνανθρώπους μας ποὺ βρίσκονται σὲ ἰδιαίτερα δύσκολες συνθῆκες: Πεινᾶνε, διψᾶνε, εἶναι ξένοι, γυμνοί, ἀσθενεῖς καὶ φυλακισμένοι (Σταυρόπουλος 2000). Μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι οἱ προβαλλόμενες αὐτὲς διαστάσεις συνιστοῦν ἕνα ἐνδεικτικὸ πρόγραμμα φιλαλληλίας. Οἱ ἐκδηλώσεις αὐτὲς τῆς ἀγάπης δὲν ἔχουν τὸ νόημα νὰ ἀποκλείσουν ἢ νὰ περιορίσουν εὐρύτερες ἐνδεχομένως πρωτοβουλίες (Σταυρόπουλος 1989).

            Οἱ Ἀπόστολοι πάνω στὰ ἕξι εἴδη τῆς ἀγάπης ἐφάρμοσαν τὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ὀργάνωση τῶν ἔργων της ἐπεκτείνοντας δραστηριότητες σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία (λογία, κοινὰ δεῖπνα κ.λπ.).

             Ἐπιγραμματικὰ μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἐπιτέλεση ὅλων αὐτῶν ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς καλά έργα.Εἶναι βέβαιον ὅτι τὰ καλὰ ἔργα ταυτίζονται μὲ τὰ ἕξι εἴδη τῆς ἀγάπης. Αὐτοὶ ποὺ τὰ ἀσκοῦν μποροῦν νὰ δεχθοῦν τὸν μακαρισμὸ ποὺ ὁ Κύριος ἀπευθύνει στοὺς ἐλεήμονες: «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες» (Ματθαίου 5, 7), γιατί ὅπως ὁ καλὸς Σαμαρείτης στάθηκαν πλησίον καὶ «ἐποίησαν τὸ ἔλεος» (σπλαχνίσθηκαν) μὲ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀνάγκη (Λουκᾶ 10, 37). Καὶ γιὰ νὰ μὴ μακρηγοροῦμε ὑποστηρίζουμε τὴν ἄποψη ὅτι τὰ καλὰ ἔργα «εἶναι ἡ ἀνταύγεια τῶν πιστῶν καὶ ἕνα εἶδος ὁμολογίας ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ὡς συνέπεια ἔχουν τὴν δοξολογία τοῦ πατέρα τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἐκ μέρους αὐτῶν ποὺ τὰ βλέπουν» (Ματθαίου 5, 16, Σταυρόπουλος 1989, σ. 47).  Ὁ Ἰησοῦς ζητεῖ σὲ ὅλα τὴν δόξα τοῦ Πατρὸς (Ἰησοῦς 1961, σ. 126).

Θεία Λειτουργία καὶ κοινωνικὸ ἔργο

Παρ’ ὅλο ὅτι θὰ φανεῖ ἴσως παράδοξο, ἡ Θεία Λειτουργία δύναται νὰ θεωρηθεῖ ὡς κατεξοχὴν κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἔργο τοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖον καλλιεργεῖ αὐτὴν καθ’ ἐαυτὴν τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν μεταξύ τους, μὲ τὴ συμμετοχή τους στὴν κοινὴ προσευχή, τὴν ἀλληλοσυγχώρηση, τὴν εὐχαριστιακὴ τράπεζα καὶ τὴν εἰρηνικὴ συμπόρευση («ἐν εἰρήνη προέλθωμεν»). Ἡ εὐποιΐα ἐξάλλου ἐλάμβανε χώρα στὸ πλαίσιο τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ τὴν προσφορὰ δώρων καὶ μὲ φροντίδα τοῦ ἐπισκόπου τὴν διανομή τους μετὰ τὸ πέρας τῆς Ἀκολουθίας μὲ τὴ βοήθεια τῶν διακόνων καὶ ἄλλων ἐντεταλμένων τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.    

Στὶς Θεῖες Λειτουργίες ἐνσωματώθηκε ἡ περὶ φιλανθρωπίας διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πλὴν ὅμως ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἦταν μόνο λειτουργικὴ ζωὴ (Λαφτσὴς 2008, σ. 72-73). Καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ποὺ ἐπροίκισαν τὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ ὑπέροχα κείμενα τῶν Λειτουργιῶν (Μ. Βασίλειος καὶ Ἱερὸς Χρυσόστομος), καὶ τῶν θεσπέσιων ὕμνων (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος), ἐκδιπλώνουν ταυτόχρονα μορφὲς διακονίας μὲ τὶς ὁποῖες ἀσκήθηκε τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναδεικνύονται οἱ ἴδιοι μὲ τὴ ζωὴ τοὺς ζωντανὰ παραδείγματα κοινωνικῶν ἐργατῶν. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες συν-βάλλουν στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς μελίρρυτοι ποταμοὶ τῆς σοφίας ἀρδεύουν πᾶσαν τὴν κτίσιν μὲ νάματα θεογνωσίας, ὅπως ἐξαγγέλλει τὸ Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς τους, καὶ κατακοσμοῦν τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως

Παρουσιάζουν μέγιστο ἐνδιαφέρον οἱ ἀναφορὲς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως, ποὺ θεμελιώνουν θεολογικὰ καὶ ἀναδεικνύουν τὴν βαρύτητα τοῦ μηνύματος τοῦ Χριστοῦ στὴν παραβολικὴ αὐτὴ διήγηση καὶ γι’ αὐτὸ ἃς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ ἀναφερθοῦμε ἐκτενέστερα στὴ σχετική τους διδασκαλία καὶ τὴν ἐφαρμογή της στὸ βίο τους.

Παράσταση τῆς Μελλούσης Κρίσεως (Λεπτομέρεια: Δέηση),  Καθολικόν (Ἱ. Ν. Ἁγίου Χαραλάμπους) τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων,  τοῦ ἁγιογράφου-ψηφιδογράφου Βλάσιου Τσοτσώνη (1991).

            Νὰ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι ἔχουν συγγράψει περίφημες Ὁμιλίες καὶ Λόγους ὅσον ἀφορᾶ στὴ φιλοπτωχία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη. Γενικὰ οἱ διατυπώσεις τους γιὰ τὰ θέματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν συνιστοῦν μιὰ ἀπαράμιλλη κοινωνικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία ὁδήγησε στὴν δημιουργία εὐαγῶν καὶ φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων στὸ Βυζάντιο.

Ἐπιτρέψτε μου νὰ παραθέσω χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα.

  • Θὰ ἀρχίσω μὲ ἕνα κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Πρῶτοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι οἱ ἐλεήμονες

Στὴν τελευταία κρίση, ἐκεῖ ποὺ καλεῖ τοὺς δικαίους ὃ Κύριος, τὴν πρώτη θέση θὰ καταλάβη ὁ ἐλεήμονας. Αὐτὸς ποὺ ἔθρεψε τοὺς πεινασμένους, θὰ εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ τιμηθοῦν. Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ψωμί, θὰ κληθῆ πρῶτος ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους. Ὁ εὐεργέτης καὶ μεταδοτικὸς θὰ κληθῆ νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνια ζωή, πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους δικαίους. Ὁ καιρὸς σὲ προσκαλεῖ νὰ ἀσκήσης τὴ μητέρα ὅλων των ἀρετῶν (τὴν ἐλεημοσύνη). Φρόντισε πάρα πολὺ μήπως περάση ὁ καιρὸς τοῦ πανηγυριοῦ καὶ τῶν ἐμπορικῶν συναλλαγῶν. Γιατί ὁ καιρὸς τρέχει καὶ δὲν περιμένει αὐτὸν ποὺ ἀργοπορεῖ. Δῶσε λίγα, γιὰ νὰ ἀποκτήσης πολλά. Ἐξαφάνισε τὴν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων, τρέφοντας τοὺς πεινασμένους. Γιατί, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ποῦ παρὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἔφαγε, μᾶς μετέδωσε τὴν ἁμαρτία, ἔτσι κι ἐμεῖς ἐξαλείφουμε τὴν πονηρὴ τροφή, ἐὰν ἱκανοποιήσουμε τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀδελφοῦ καὶ χορτάσουμε τὴν πείνα του.

  • Συνεχίζω μὲ δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν Περὶ Φιλοπωχίας Λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Ἡ φιλανθρωπία προαιρετική;

«Mήπως νομίζεις πώς ἡ φιλανθρωπία δέν εἶναι ἀναγκαία, ἀλλά προαιρετική; Mήπως νομίζεις πώς δέν ἀποτελεῖ νόμο, ἀλλά συμβουλή καί προτροπή; Πολύ θά τό ’θελα κι ἐγὼ ἔτσι νά εἶναι. Καί ἔτσι το νόμιζα. Mά μέ φοβίζουν ὅσα λέει ἡ Γραφή γιά ἐκείνους πού, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ Δίκαιος Κριτής βάζει στ’ ἀριστερά Του, σάν ερίφια, καί τούς καταδικάζει (Mατθ. 25, 31-46). Aὐτοί δέν καταδικάζονται γιατί ἔκλεψαν ἤ λήστεψαν ἤ ἀσέλγησαν ἤ ἔκαναν ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα ἀπαγορεύει ὁ Θεός, ἀλλά γιατί δέν ἔδειξαν φροντίδα γιά το Xριστό μέσῳ τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων».

Τὸν ὅλο λόγο του ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κατακλείει μὲ μιὰν ἀνυπέρβλητη σὲ δύναμη καὶ κάλλος, σχεδὸν ποιητική, παράγραφο, ποῦ καμιὰ μετάφραση δὲν μπορεῖ ν’ ἀποδώσει ἱκανοποιητικά:

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀποδέκτης τῆς ἀγάπης μας

«Xριστὸν ἐπισκεψώμεθα, Xριστὸν θεραπεύσωμεν, Xριστὸν θρέψωμεν, Xριστὸν ἐνδύσωμεν, Xριστὸν συναγάγωμεν, Xριστὸν τιμήσωμεν· μὴ τραπέζῃ μόνον, ὥς τινες· μηδὲ μύροις, ὡς ἡ Mαρία· μηδὲ τάφῳ μόνον, ὡς Ἰωσὴφ ὁ Ἀριμαθαῖος· μηδὲ τοῖς πρὸς ταφήν, ὡς Nικόδημος ὁ ἐξ ἡμισείας φιλόχριστος· μηδὲ χρυσῷ καὶ λιβάνῳ καὶ σμύρνῃ, ὡς οἱ μάγοι πρὸ τῶν εἰρημένων· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔλεον θέλει καὶ οὐ θυσίαν ὁ πάντων Δεσπότης, καὶ ὑπὲρ μυριάδας ἀρνῶν πιόνων ἡ εὐσπλαγχνία, ταύτην εἰσφέρωμεν αὐτῷ διὰ τῶν δεομένων καὶ χαμαὶ σήμερον ἐῤῥιμμένων, ἵνα, ὅταν ἐνθένδε ἀπαλλαγῶμεν, δέξωνται ἡμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς…».

Ἃς δοῦμε ὅμως καὶ σὲ μετάφραση τὸ πιὸ πάνω κείμενο:

Ὅσο εἶναι καιρός, λοιπόν, ἄς ἐπισκεφθοῦμε τὸ Χριστό, ἄς Τὸν περιποιηθοῦμε, ἄς Τὸν θρέψουμε, ἄς Τὸν ντύσουμε, ἄς Τὸν περιμαζέψουμε, ἄς Τὸν τιμήσουμε. Ὄχι μόνο μὲ τραπέζι, ὅπως μερικοί, ὄχι μόνο μὲ μύρα, ὅπως ἡ Μαρία, ὄχι μόνο μὲ τάφο, ὅπως ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, ὄχι μόνο μὲ ἐνταφιασμό, ὅπως ὁ φιλόχριστος Νικόδημος, ὄχι μόνο μὲ χρυσάφι, λιβάνι καὶ σμύρνα, ὅπως οἱ μάγοι πρωτύτερα. Μὰ ἐπειδὴ ὁ Κύριος τῶν ὅλων θέλει ἔλεος καὶ ὄχι θυσία καὶ ἐπειδὴ ἡ εὐσπλαχνία εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴ θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων ἀρνιῶν, ἄς Τοῦ τὴν προσφέρουμε μέσῳ ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, μέσῳ ἐκείνων ποὺ βρίσκονται σήμερα σὲ δεινὴ θέση, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθοῦν στὴν οὐράνια βασιλεία, ὅταν φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο καὶ πᾶμε κοντὰ στὸν Κύριό μας, τὸ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.        

                                                                     (Μετάφραση Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου).

  • Θὰ προσθέσω δύο κείμενα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Τὸ πρῶτο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν μακαρισμὸ τῶν ἐλεημόνων, οἱ ὁποῖοι πρέπει, ὅταν ἐλεοῦν, αὐτὸ νὰ γίνεται μὲ καλὴ προαίρεση, ποὺ εἶναι τελείως ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ἐλεημοσύνης.

Ἐλεημοσύνη μὲ καλή προαίρεση

Ὁ Θεὸς διέταξε νὰ δίνουμε χρήματα σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, ὄχι μόνο γιὰ νὰ διορθώση τὴ φτώχειά τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ εἴμαστε συμπονετικοὶ στὶς συμφορὲς τοῦ πλησίον. Καὶ ὁ Χριστός, ὅταν μακαρίζη τοὺς ἐλεήμονες, μακαρίζει καὶ ἐπαινεῖ ὄχι μόνον ὅσους ἐλεοῦν μὲ χρήματα, ἀλλὰ καὶ ὅσους κάνουν αὐτὸ μὲ τὴν προαίρεσή τους. Αὐτή, λοιπόν, τὴν προαίρεση ἃς τὴν ἔχουμε κατάλληλη γιὰ ἐλεημοσύνη καὶ τότε θὰ ἀκολουθήσουν ὅλα τὰ ἀγαθά. Διότι ὅποιος ἔχει διάθεση φιλάνθρωπη καὶ συμπονετική, ἂν ἔχη χρήματα, θὰ δώση ἄφθονα, καὶ ἂν δῆ κάποιον σὲ συμφορές, θὰ κλάψη καὶ θὰ θρηνήση, καὶ ἂν συναντήση κάποιον ἀδικημένο, θὰ τὸν προστατέψη, καὶ ἂν δῆ κάποιον νὰ τὸν κακομεταχειρίζονται, θὰ ἁπλώση τὸ χέρι του γιὰ βοήθεια. Διότι ἔχοντας τὸν θησαυρὸ τῶν ἀγαθῶν, δηλαδὴ τὴν φιλάνθρωπη καὶ συμπονετικὴ ψυχή, θὰ ἀναβλύσουν ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτὴ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του καὶ θὰ ἀπολαύση ὅλους τοὺς μισθοὺς ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὸ Θεό. Γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε καὶ μεῖς, λοιπόν, ὅλα αὐτά, πρὶν ἀπὸ ὅλα ἃς κάνουμε τὴν ψυχή μας συμπονετική. Διότι ἔτσι, καὶ ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε θὰ κάνουμε ἀμέτρητα ἀγαθά, καὶ θὰ ἀπολαύσουμε τὰ μελλοντικὰ βραβεῖα, τὰ ὁποῖα εὔχομαι ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχουμε.

Τὸ δεύτερο κείμενο εἶναι λίαν ριζοσπαστικό, στὸ ὁποῖο ὁ Ἱ. Χρυσόστομος προχωρεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ ἀποκηρύσσει ἀκόμα καὶ τὴν πολυτέλεια τῶν ναῶν.

Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πολυτέλεια τῶν ναῶν;

«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θριαμβευτικὸς χορὸς ἀγγέλων καὶ ὄχι ἕνα χρυσοχοεῖο. Ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ μόνο πρὸς χάριν τῶν ψυχῶν ὁ Θεὸς δέχεται κάθε ἄλλη προσφορά. Τὸ ποτήρι ποὺ ὁ Χριστὸς προσέφερε στοὺς μαθητὲς κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο δὲν ἦταν ἀπὸ χρυσάφι. Κι ὅμως ἦταν πολύτιμο ὅσο τίποτα ἄλλο. Ὅταν θέλεις νὰ τιμήσεις τὸν Χριστό, κάνε το ὅταν τὸν βλέπεις γυμνὸ στὸ πρόσωπο τῶν φτωχῶν. Δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία, ἂν φέρεις μετάξι καὶ πολύτιμα μέταλλα στὸν ναὸ καὶ ἀφήσεις ἔξω τὸν Χριστὸ νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴ γύμνια. Δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία, ἂν ὁ ναὸς εἶναι γεμάτος ἀπὸ χρυσὰ σκεύη, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα. Κατασκευάζετε χρυσὰ δισκοπότηρα, ἀλλὰ παραλείπετε νὰ προσφέρετε ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ στοὺς φτωχούς. Ὁ Χριστός, ὡς ἕνας ἄστεγος ξένος περιφέρεται ἔξω καὶ ζητιανεύει καὶ ἀντὶ νὰ τὸν δεχθεῖτε, σεῖς κάνετε διακοσμήσεις».

Βιο-γραφικὰ καὶ Ἐργο-γραφικὰ στοιχεῖα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν

Στὴ συνέχεια θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ παρουσιάσουμε βίο-γραφικὰ καὶ ἔργο-γραφικὰ –μὲ τὴν ἔννοια τῶν καλῶν ἔργων– στοιχεῖα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν,  τὰ ὁποῖα εἶναι πολύτιμα κεντήματα στὸν καμβὰ τοῦ ἁγίου βίου τους  (Λαφτσής 2008, σ. 73-77).

Βασίλειος Καισαρείας (330-379 μ.Χ.)

Εἶναι κοινῶς ἀποδεκτὸ πὼς πρωτεργάτης τῆς κοινωνικῆς σκέψης καὶ δραστηριότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ μέγας πατήρ της, ὁ Ἅγιος Βασίλειος, ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας.

Γεννήθηκε στὴν Καισάρεια τὸ 330 καὶ ἐπέστρεψε σ’ αὐτὴν μετὰ τὶς σπουδές του στὴν Ἀθήνα τὸ 356. Χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 360 ἀποφάσισε νὰ φύγει στὴν ἔρημο καὶ νὰ ζήσει ἀσκητικά. Πρὶν φύγει μοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὴν περιουσία του. Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴν Καισάρεια χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ ἀπὸ τὸ 365 ἕως τὸ 370 ἀναδεικνύεται σπουδαῖος βοηθὸς τοῦ Καισαρείας Εὐσεβίου ξεκινώντας παράλληλα τὶς φιλανθρωπικές του δραστηριότητες. Τὸ 368 στὸ μεγάλο λιμὸ ὀργανώνει φιλανθρωπικὰ ἔργα. Μιλᾶ κατὰ τῶν πλεονεκτῶν πλουσίων, ὀργανώνει συσσίτια γιὰ χριστιανούς, εἰδωλολάτρες καὶ Ἑβραίους. Πουλᾶ τὴν ὑπόλοιπη περιουσία του καὶ χρησιμοποιεῖ τὰ ἔσοδα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ φιλανθρωπικοῦ του ἔργου.

Τὸ 370 χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Καισαρείας καὶ μὲ τὴν ἀξιοποίηση τῆς περιουσίας ἀπὸ τὴν μητέρα του καὶ ἀπὸ ἄλλες μεγάλες προσφορὲς φίλων χτίζει ἕνα συγκρότημα ἱδρυμάτων. Ὁλόκληρη πόλη σχημάτιζαν τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, τὰ ὅποια ἔκτισε ὁ Μ. Βασίλειος ἔξω της Καισαρείας, πόλη, ἡ ὁποία πρὸς τιμὴν τοῦ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους «Βασιλειάδα». Ἡ πόλη αὐτὴ ἦταν ἀληθινὸ θαῦμα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, γιατί περιελάμβανε πτωχοτροφεῖο, νοσοκομεῖο, ξενῶνες, λεπροκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖα, εἰδικὰ ἐργαστήρια, (γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ τρόφιμοι τῶν ὀρφανοτροφείων καὶ τὰ φτωχὰ παιδιὰ τέχνες καὶ ἐπαγγέλματα), ἀνεξάρτητα οἰκήματα γιὰ τοὺς γιατρούς, τὶς νοσοκόμες καὶ τὸ προσωπικό, ἀκόμη καὶ βουστάσιο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἱδρυμάτων. Τὸ προσωπικό του συγκροτήματος ἀπαρτίζουν κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Ἐδῶ ὁ ἴδιος ἐργαζόταν ὡς ἰατρός. Ο Μ. Βασίλειος ἐκοιμήθη τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ.

 Πιστεύω ὅτι θὰ ἦταν μεγάλη παράλειψη ἐὰν δὲν ἀναφέραμε τὴν περιγραφὴ ποὺ κάνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τῆς Βασιλειάδας, ἀλλὰ καὶ τῆς δραστηριότητας σ’ αὐτὴν τοῦ Μ. Βασιλείου στὸν Ἐπιτάφιο Λόγο του (παρ. ξγ΄, PG 35). Τὴν παραθέτω σὲ ἐλεύθερη νεοελληνικὴ ἀπόδοση (Θεοδώρου 1985, σ. 59-60, ὑποσημείωση ἀρ. 166).

Βασιλειάδα: ἡ νέα πόλις

«Ἔξελθε ὀλίγον ἀπὸ τὴν πόλιν, λέγει ὃ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, καὶ ἴδε τὴν νέαν πόλιν, τὸ ταμεῖον ἐκεῖνο τῆς εὐσεβείας, τὸ κοινὸν τῶν πλουσίων θησαύρισμα, εἰς τὸ ὁποῖον κατατίθενται τὰ περισσεύματα τοῦ πλούτου, τὰ ὁποῖα διὰ τῶν παραινέσεων τοῦ Βασιλείου ἔγιναν χρήσιμα, καὶ ἀπετίναξαν τὸν σκόρον καὶ δὲν εὐφραίνουν τοὺς κλέπτας, καὶ διαφεύγουν τὸν φθόνον καὶ τοῦ καιροῦ τὴν φθοράν. Ἐκεῖ ἡ ἀσθένεια ἐξετάζεται μὲ φιλοσοφικὴν διάθεσιν, καὶ μακαρίζεται ἡ συμφορά, καὶ ἡ συμπάθεια ἐξασκεῖται.

Ποίαν ἀξίαν ἔχουν ἐμπρὸς εἰς τὰ φιλανθρωπικὰ ταῦτα καθιδρύματα αἱ ἑπτάπυλοι Θῆβαι τῆς Βοιωτίας καὶ τῆς Αἰγύπτου, καὶ τὰ Βαβυλώνια τείχη, καὶ ὁ ἐν Καρίᾳ τάφος τοῦ Μαυσώλου, καὶ αἱ Πυραμίδες καὶ ὁ χάλκινος ὄγκος τοῦ Κολοσσοῦ (δηλ. τὰ θεωρούμενα ὡς τὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου), τὰ μεγέθη καὶ οἱ καλλωπισμοὶ ναῶν, ποὺ ἀνετράπησαν πλέον καὶ δὲν ὑπάρχουν, καὶ ὅσα ἄλλα θαυμάζουν καὶ ἐξιστοροῦν οἱ ἄνθρωποι…;

Διὰ τῶν φιλανθρωπικῶν ἔργων τοῦ Βασιλείου δὲν ἔχομεν πλέον ἐνώπιόν μας τὸ φοβερὸν καὶ ἐλεεινὸν ἐκεῖνο θέαμα ἀνθρώπων, ποὺ φαίνονται νεκροὶ πρὸ τοῦ θανάτου, διότι προτοῦ ἀποθάνουν ἔχουν νεκρὰ καὶ ἄχρηστα πλεῖστα μέλη τοῦ σώματος∙ δὲν βλέπομεν ἀνθρώπους διωκομένους ἀπὸ τὰς πόλεις, ἀπὸ τὰ σπίτια, ἀπὸ τὰς ἀγοράς, ἀπὸ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς φιλτάτους, ἀνθρώπους, ποὺ ἀναγνωρίζομεν ὡς τοιούτους ἀπὸ τὰ ὀνόματα μᾶλλον παρὰ ἀπὸ τὰ σώματα. Οὐδὲ ἐκτίθενται πλέον εἰς τὰς πανηγύρεις καὶ τὰς συγκεντρώσεις τῶν ἀνθρώπων οἱ δυστυχεῖς ἐκεῖνοι καθ’ ὁμάδας καὶ παρατάξεις εἰς τρόπον ὥστε νὰ διεγείρουν οὐχὶ τὸν οἶκτον καὶ τὴν συμπάθειαν διὰ τὴν ἀσθένειάν των, ἀλλὰ τὸ μῖσος, διότι προσπαθοῦν νὰ ἐφευρίσκουν καὶ νὰ τραγουδοῦν θλιβερὰ ἄσματα…

Ὁ Βασίλειος περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον κατώρθωσε νὰ μᾶς πείση, ὅτι ἐφόσον καὶ ἠμεῖς εἴμεθα ἄνθρωποι, δὲν πρέπει νὰ περιφρονῶμεν τοὺς ὁμοίους μας ἀνθρώπους, μηδὲ νὰ προσβάλλωμεν τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μία ὅλων μας κεφαλή, διὰ τῆς σκληρότητος καὶ ἀπανθρωπίας, ποὺ δεικνύομεν πρὸς τοὺς πάσχοντας…  Διὰ τοῦτο δὲν ἀπηξίωνεν ὁ Βασίλειος νὰ τιμᾶ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τὰς ἀσθενείας των, καὶ δὶ ’ αὐτῶν ἀκόμη τῶν χειλέων του, ἀλλ’ ἠσπάζετο αὐτοὺς ὡς ἀδελφούς, καίτοι δὲν ἦτο κανένας ἄσημος ἄνθρωπος, ἀλλ’ εὐγενὴς καὶ ἐξ εὐγενῶν γονέων καὶ ὑπέρλαμπρος διὰ τὴν δόξαν του… Διὰ τῆς πράξεως ταύτης ἔδιδε παράδειγμα, ὅτι δὲν πρέπει νὰ διστάζωμεν νὰ πλησιάζωμεν τοὺς ἀσθενεῖς, προκειμένου νὰ τοὺς θεραπεύσωμεν καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσωμεν ἡ δὲ πρᾶξις του αὐτὴ ἦτο προτροπὴ ὁμιλοῦσα καὶ σιωπῶσα.

Μὴ δὲ νομίση τίς, ὅτι οὕτως εἰργάζετο διὰ τὴν πόλιν (τὴν πρωτεύουσαν), ἄλλως δὲ ἐφέρετο διὰ τὴν ἄλλην ἐπαρχίαν. Ὄχι∙ ὤρισεν ὡς κοινὸν ἀγώνα εἰς ὅλους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς προϊσταμένους τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ πάσχοντας φιλανθρωπίαν καὶ μεγαλοψυχίαν. Ἄλλοι μὲν ἔχουν τὸν νοῦν των εἰς τοὺς κατασκευαστὰς τῶν γλυκισμάτων, καὶ εἰς τὰ πλούσια τραπέζια, καὶ εἰς τὰ μαγγανεύματα καὶ καρυκεύματα τῶν μαγείρων, καὶ εἰς τὰ κομψὰ ἁμάξια καὶ εἰς τὰ φορέματα τὰ μαλακὰ καὶ πολυτελῆ∙ ὁ δὲ Βασίλειος εἶχε τὸν νοῦν του εἰς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ εἰς τὰς θεραπείας τῶν πληγῶν, καί, κατὰ μίμησιν τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν θεραπείαν καὶ τὸν καθαρισμὸν τῆς λέπρας, ὄχι βεβαίως διὰ λόγου (ὅπως τοὺς ἐθεράπευεν ὁ Χριστός), ἀλλὰ διὰ τῶν ἔργων».

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (329-390 μ.Χ.)

Ἕνας ἄλλος μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶχε φήμη ὑπηρέτη καὶ φίλου τῶν ἀσθενῶν καὶ φτωχῶν. Τὸ 373 ὁ Γρηγόριος ἔκανε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τὴν περίφημη ὁμιλία «Περὶ Φιλοπτωχίας». Ἡ Καισάρεια ἦταν πλούσια πόλη μὲ πολλοὺς ἐμπόρους. Ὁ Γρηγόριος παρατηρεῖ πὼς οἱ φτωχοὶ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ὀρφάνιας καὶ τῆς χηρείας, τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς ἐκμετάλλευσης τῶν πλουσίων, τῶν πολλῶν ἀσθενειῶν ὅπως ἡ λέπρα. Ὅλους αὐτοὺς τοὺς φτωχοὺς τοὺς ἀποκαλεῖ νεκροὺς μεταξὺ τῶν ζωντανῶν («Λόγος 14», PG τ. 35, 1, στ. 869 Α). Ὁ Γρηγόριος ἐπιμένει πώς, ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι ἡ κατάστασή τους, τοὺς ἀξίζει ἡ βοήθεια τῆς κοινωνίας καὶ ἡ φροντίδα τῶν ἀνθρώπων, ἀπορρίπτει τὴ γνώμη συγχρόνων του ὅτι ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀσθένεια εἶναι στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποστηρίζει πὼς ἡ ἀντιμετώπισή της γίνεται μέσῳ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πίστη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ φιλοξενία, ἡ πραότητα καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ λύση τῶν προβλημάτων τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν φτωχῶν ἀδελφῶν μας. Τονίζει τὴν ἀνάγκη τῆς ἐλεημοσύνης γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους. Οἱ πάσχοντες εἶναι ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ στοὺς ὁποίους δὲν ἀξίζει μόνο ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ οἶκτος, ἀλλὰ φροντίδα ἀδελφικὴ καὶ ἀγάπη («Λόγος 14», PG τ. 35, 1, στ. 864 Β).

Ἡ ὁμιλία αὐτὴ τοῦ Γρηγορίου  «Περί Φιλοπτωχίας» ποὺ ἐπηρέασε τὸ Χριστιανισμὸ τελειώνει, ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ἄς ἐπισκεφθοῦμε τὸ Χριστό, ἄς θρέψουμε τὸ Χριστό, ἄς ντύσουμε τὸ Χριστό, ἄς φιλοξενήσουμε τὸ Χριστό, ἄς τιμήσουμε τὸ Χριστό» («Λόγος 14», PG τ. 35, 1, στ. 909).

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πὼς γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο στηριζόταν στὸ παράδειγμα καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε καὶ θεράπευσε τοὺς πάσχοντας ἀνθρώπους.

Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (344/354 – 407 μ.Χ.)

Ἕνας ἄλλος μεγάλος θεολόγος καὶ Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, βοήθησε συστηματικὰ μέσα ἀπὸ τὰ κείμενά του ἀλλὰ καὶ τὴ ζωή του γιὰ τὴν ἐξάπλωση καὶ διαμόρφωση τῆς φιλανθρωπίας κατὰ τὸν 4° αἰώνα. Καταδίκαζε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, μὲ σκληρὴ κριτική, ὅπου ἦταν ἀναγκαία. Οἱ κριτικές του στὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία γιὰ τὴν κατάσχεση ἑνὸς κτήματος ἀπὸ μία χήρα γυναίκα καὶ τὴν πολυτελῆ ζωή της τοῦ στοίχισαν τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴ ζωή του. Κήρυττε περὶ φιλανθρωπίας, ἐλεημοσύνης καὶ κοινωνικῆς ἀδικίας. Ἃς ἀναφέρουμε τί γράφει πρὸς ἕνα κρατικὸ ἀξιωματοῦχο: Χτίζετε μαρμάρινα παλάτια, ἐνῶ καταπιέζετε τοὺς φτωχούς, ἀρνεῖσθε ἕνα νόμισμα στὸν ζητιάνο, στολίζετε, ὅμως, μὲ χρυσὰ χαλινάρια τὰ ἄλογά σας. Περιφρονεῖτε τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ τιμᾶτε τοὺς σκύλους καὶ τὰ ἄλογα στοὺς ἱπποδρόμους. Φορᾶτε διαμάντια στὰ χέρια σας ποὺ ἡ ἀξία τους θὰ ἀρκοῦσε νὰ σώσει ἕνα πληθυσμὸ πόλης ἀπὸ τὴν ἀνέχεια.

Ὁ Χρυσόστομος παρότρυνε τοὺς πλουσίους νὰ μὴν εἶναι πλεονέκτες, ὑπερήφανοι, ἄδικοι καὶ νὰ προσφέρουν στοὺς φτωχούς τα πάντα ἄσχετα μὲ τὸ τί κάνει γι’ αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία. «Ἃς μὴ βρίσκουμε προφάσεις καὶ δικαιολογίες ὅτι τάχα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας εἶναι πλούσια… ὅταν βλέπετε τὴ μεγάλη περιουσία της, σκεφθεῖτε συγχρόνως καὶ τὰ πλήθη τῶν φτωχῶν, τῶν ἀρρώστων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ φροντίζει τὰ πλήθη τῶν χηρῶν, τῶν ξένων, τῶν ταλαιπωρημένων, τῶν παρθένων, τῶν φυλακισμένων, τῶν ἀρρώστων, τῶν ἀναπήρων» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Ὁμιλία 21 στὴν Α’ Κορ. 9», PG  τ. 61 στ. 179).

Ἡ φιλανθρωπικὴ δραστηριότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίχθηκε μόνο στοὺς τρεῖς αὐτοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ Θεοδώρητος Ἐπίσκοπος Κύρου (5ος αιώνας), ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (7ος αἰώνας) καὶ πολλοὶ ἄλλοι Πατέρες ὑποστηρίζουν μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο τους ὅτι, ἡ φιλανθρωπία μὲ ὅλες τὶς ἐκφράσεις της ἀποτελεῖ πολὺ σημαντικὸ καὶ οὐσιαστικὸ σκοπὸ τοῦ πολύπλευρου ἔργου τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

«Ἡ ἀπαράμιλλος κοινωνικὴ διδασκαλία δὲν παρέμενε νεκρὸν γράμμα καὶ ἄψυχος τύπος. Ἦτο τεραστία κινητήριος δύναμις, ἡ ὁποία μετεμορφοῦτο εἰς θαυμαστὴν ποικιλίαν ἔργων χριστιανικῆς ἀγάπης» (Θεοδώρου 1985, σ. 46-47).

Καὶ στὴν περίοδο τῶν Μεγάλων Πατέρων ἡ Ἐκκλησία συνέχισε τὴν παράδοση τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας.

Ὡς γνωστὸν ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς κοινωνία ἀγάπης καὶ ἐλέους μὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις ἀγάπης ποῦ τὴν διέκριναν: Μὲ τὰ ἔργα ἐλεημοσύνης, τὴν πρόνοια ὀρφανῶν καὶ χηρῶν, τὴν περίθαλψη τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν πτωχῶν, τὴν περίθαλψη ἐκείνων ποὺ βρίσκονταν στὶς φυλακές, τὴ φροντίδα ὑπὲρ τῶν δούλων, τὴν βοήθεια σὲ καιρὸ θεομηνιῶν, τὴν πρόνοια γιὰ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν καὶ ὑπὲρ τῶν ἀέργων, τὴν φιλοξενία ἀλλὰ καὶ τὴν περίθαλψη τῶν πτωχῶν καὶ ἐν κινδύνω εὑρισκομένων Ἐκκλησιῶν.  

Τὸ ἴδιο ὅμως συνέβη καὶ στὴν περίοδο τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ζωῆς της. Ἡ Ἐκκλησία συνέχισε τὴν ποικιλία τῶν ἔργων τῆς χριστιανικῆς εὐποιΐας:

  • Συγκέντρωση χρημάτων καὶ μέριμνα ὑπὲρ τῶν πτωχῶν.
  • Βελτίωση τῶν συνθηκῶν διαβιώσεως τῶν δούλων.
  • Πρόνοια γιὰ τοὺς ἐν φυλακαῖς καὶ τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν.
  • Μέριμνα γιὰ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες.
  • Καλλιέργεια τῆς φιλοξενίας
  • Χριστιανικὴ πρόνοια ὑπὲρ τῶν ἀσθενῶν καὶ ὑπὲρ τῶν ἐκθέτων βρεφῶν.

Ἡ φιλανθρωπία, ὅμως, γνώρισε καὶ πιὸ θεσμοποιημένες μορφὲς πρόνοιας. Μεταξύ των ἱδρυμάτων αὐτῶν συγκαταλέγονται:  

  • Τὰ ξενοδοχεῖα ἢ ξενῶνες.
  • Τὰ ποικίλα νοσοκομεῖα, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὰ λωβοτροφεία (γιὰ λεπρούς).
  • Τὰ ὀρφανοτροφεῖα.
  • Οἱ «χηρῶν σύλλογοι» (τάγματα χηρῶν).
  • Τὰ γηροκομεῖα ἢ γηροτροφεία καθὼς καὶ
  • Τὰ ἀναμορφωτήρια «τὰ Μετανοίας», μὲ σκοπὸ τὴν ἐπαναφορὰ εἰς τὸν σώφρονα βίον γυναικῶν ποὺ ζοῦσαν ἐν τῇ ἁμαρτία καὶ ἐκ τῆς ἁμαρτίας.

Αυτὴ ἡ «φιλανθρωπική» παράδοση συνεχίστηκε καὶ μετὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο στοὺς κόλπους τῆς ὀρθοδόξου ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας παρὰ τὶς δυσμενεῖς ἐξωτερικὲς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἔζησε ἡ Ἐκκλησία μας. Μεγάλες προσωπικότητες ἀνέπτυξαν σπουδαία κοινωνικὴ δράση. Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ θυμηθοῦμε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό καὶτὴν Ὁσία Φιλοθέη τὴν Ἀθηναία (Μπενιζέλου), ἡ ὁποία κατὰ τοὺς χρόνους τῆς δουλείας ἀνέπτυξε θαυμασία φιλανθρωπικὴ καὶ ἐκπαιδευτικὴ δράση (Θεοδώρου 1985, σ. 305).

Ἐνδεικτικὸ γιὰ τὴν ὑπενθύμιση τῶν ἔργων τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας εἶναι κείμενο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτουμὲ ἄμεση ἀναφορὰ στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως, ὅταν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς ἐξομολογουμένους (Ἁγιορειτικὸν Ἡμερολόγιον 2015, σ. 37 καὶ 39). Συνεχίζει ἔτσι τὴν παράδοση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ ἀσκήσεως τῆς ἀγάπης.   Ἃς δώσουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο.

Τὰ ἑπτά ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης

Ἀκόμη πρέπει ὃ ἔξομολογουμενος, νὰ εἰπῆ ἂν ἤμαρτεν εἰς κανένα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης, τὰ σωματικὰ ἢ τὰ πνευματικά, τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτά: Νὰ θρέψη πεινασμένον. Νὰ ποτίση διψασμένον. Νὰ λυτρώση φυλακωμένον ἢ σκλαβωμένον. Νὰ ἐνδύση γυμνόν. Νὰ δεχθῆ ξένον. Νὰ ἐπισκεφθῆ ἀσθενῆ· καὶ νὰ ἐνταφιάση νεκρόν. Καὶ τὰ πνευματικὰ πάλιν εἶναι: Νὰ συμβουλεύση ἐκεῖνον ὅπου ἔχει χρείαν διὰ συμβουλήν. Νὰ διδάξη τὸν ἀδίδακτον καὶ τὸν ἀμαθῆ. Νὰ παρηγορήση τὸν λυπημένον. Νὰ διορθώση τὸν ἁμαρτωλόν. Νὰ συγχωρήση ἐκεῖνον ὅπου τοῦ ἔσφαλε. Νὰ ὑπομείνη τὴν ὕβρι ὅπου του ἔκαμαν, καὶ νὰ προσεύχεται διὰ ὅλους.

Ὁ πλούσιος ἐκεῖνος, ὅπου εὐτύχησαν οἱ καρποὶ τῶν χωραφιῶν του, διατὶ ἐκατεδικάσθη; Ἐπῆρε τὸ ξένον πράγμα; Ὄχι. Τὸ ἐδικόν του ἐφρόντιζε νὰ συνάξη, καὶ τὸ ἐδικόν του νὰ ἐξοδέψη. Καὶ ποιὸς τὸ λογιάζει αὐτὸ ἁμαρτίαν; Ἀλλὰ διατὶ δὲν εἶχε γνώμην νὰ ἐλεήση καὶ τὸν πλησίον του, διὰ τοῦτο δικαίως ἐκατεδικάσθη. Ὁ ἄλλος πλούσιος τί ἁμαρτίαν φανερώνει τὸ Εὐαγγέλιον πὼς ἔκαμε; Τὸ ἐδικόν του ἔτρωγε καὶ ἐπινεν, ὡσὰν πλούσιος. Ἀλλὰ διατὶ δὲν ἔκανεν ἐκεῖνο ὅπου ἔπρεπε νὰ κάμη εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον, διὰ τοῦτο εὐλόγως ἐκολάσθη.

Ὁ Κύριός μας μέλλει νὰ καταδικάση ἐκείνους, ὅπου δὲν ἔκαμαν ἐκεῖνο ὅπου ἔπρεπε νὰ κάμουν: ὕπαγε (λέγει) εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον διατὶ ἐπείνασα, ἐδίψησα, ἤμουν γυμνός, ξένος, ἀσθενής, εἰς φυλακὴν καὶ δὲν μὲ ἐθρέφατε, δὲν μὲ ἐποτίσατε, δὲν μὲ ἐνδύσατε, δὲν μὲ ἐπήρατε εἷς τὸ σπίτι σας, δὲν μὲ ἐβοηθήσατε.

Νεώτεροι χρόνοι

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐνδιατρίψουμε σὲ ὅλο τὸν εὖρος τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀγάπης καὶ σὲ ὅλες τὶς χρονικὲς περιόδους. Ἂν μελετήσουμε τὴν Ἱστορία τῆς Κοινωνικῆς Προνοίας τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδοςθὰ δοῦμε πλεῖστες ἐκδηλώσεις νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα (Θεοδώρου 1985, σ. 305). Τὰ μεγάλα ἔργα τῶν ἐθνικῶν εὐεργετῶν εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καρπὸς τῆς χριστιανικῆς τους ἀγάπης. Οἱ διαθῆκες τους εἶναι ἀληθινὰ μνημεῖα πολιτισμοῦ καὶ χριστιανικῆς εὐσεβείας  (ὅ.π. σ. 306).

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ συμπερασματικὴ διατύπωση τοῦ Ὁμότιμου καθηγητοῦ μας καὶ πρώην Πρύτανη κ. Εὐαγγέλου Θεοδώρου στὸ σύγγραμμά του: Ἱστορία καὶ Θεωρία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινωνικῆς Διακονίας (Ἀθῆναι 1985, σ. 307): «Ὥστε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐμπνέουν πάσας τὰς ἐκδηλώσεις τοῦ ἐν Ἑλλάδι κοινωνικοῦ ἔργου κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους».

Καὶ σήμερα…

Εἶμαι βαθύτατα πεπεισμένος, ὅτι καὶ σήμερα οἱ ἴδιες ἀρχὲς ἐξακολουθοῦν νὰ ἐμπνέουν τὸ πολυσχιδὲς κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς Ἑλλάδος. Διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ φυλλομετρήσει τὴν τελευταία ἔκδοση, τοῦ 2019, τῶν Διπτύχων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ μελετήσει τὶς ἀφιερωμένες στὸ κοινωνικὸ ἔργο σελίδες, ὄχι μόνο τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἱ. Μητροπόλεων ὅλης τῆς ἐπικράτειας. Ἐκεῖ θὰ διαπιστώσει τὴν ἔκταση τῆς προνοίας ποὺ λαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας: Ἱεράρχες, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, γιὰ σχεδὸν ὅλο το πλήρωμα τῶν μελῶν της καὶ ὄχι μόνον.  Ἰδιαίτερα γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ βρίσκονται σὲ κατάσταση ἀνάγκης καὶ εἶναι πολλοί, πάρα πολλοί, ὅλοι αὐτοὶ στὸν τόπο μας.

Ἡ πρόνοια αὐτὴ ἁπλώνεται σὲ ὑπηρεσίες καὶ δομὲς ποὺ καλύπτουν ὅλο τὸ εὖρος τῶν ἀναγκῶν ποὺ προδιαγράφονται στὰ ἕξι εἴδη τῆς ἀγάπης τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κρίσεως καὶ ὑλοποιήθηκαν παραδειγματικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες, τοὺς Μεγίστους Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἀνάγκες σωματικὲς καὶ ψυχικές, καὶ σὲ ἄτομα καὶ σὲ ὁμάδες. Εἶναι ἐνδεικτικὴ μία μόνο μαρτυρία ἔγκριτου ἐκπροσώπου τοῦ δημοσιογραφικοῦ κόσμου, τοῦ Γιάννη Μαρίνου, σὲ πρόσφατο δημοσίευμά του. «Τὸ ἑνάμισι ἑκατομμύριο τῆς πραγματικῆς ἀνεργίας ἔχει ὡς μόνη καταφυγὴ του τὰ συσσίτια τῆς Ἐκκλησίας» (Γιάννης Μαρίνος 2016).

Θὰ προσθέσω, ὅμως, καὶ τὴν ἐπίσημη διαπίστωση ἀπὸ χειλέων τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος Κυρίου Ἱερωνύμου, στὴν εἰσήγησή του πρὸς τὴν Ἱ.Σ. τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ 2016, ποὺ ἀφορᾷ στὸ Φιλανθρωπικὸ καὶ Κοινωνικὸ Ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. (περ. Ἐκκλησία, Ὀκτώβριος 2016, σ. 834)

«Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ κοινωνικὴ πρόνοια τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζει τὴν ἑξῆς εἰκόνα σὲ ὅλη τὴν χώρα:

Σύνολο Μονάδων: 3.738 μονάδες.

Σύνολο Ἐπωφελούμενων Ἀτόμων: 1.267.147 ἄτομα.

Τὸ 2015 δαπανήθηκε γιὰ τὸ ἐπιτελούμενο ἔργο συνολικὸ ποσὸ 126.041.801,73 Εὐρώ, ἐνῶ τὴ δεκαετία  2005-2015, τὴν περίοδο δηλαδὴ τῆς κρίσεως, τὸ συνολικὸ ποσὸ ἀνῆλθε στὸ 1.130.422.739,83 Εὐρώ».

            Οἱ ἀριθμοί, βέβαια, εἶναι ἀριθμοὶ καὶ μᾶς δίδουν μία πρώτη εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, ποὺ ἀναφέρεται στὰ ποσοτικὰ μεγέθη. Ἐκεῖνο ποὺ μετράει, ὅμως, εἶναι ἡ ποιότητα καρδιᾶς ποὺ ὁ καθένας μας καὶ ἡ καθεμιά μας ἀποθέτει ὅταν τείνει χεῖρα βοηθείας στὸν ἄλλο γιὰ νὰ μοιρασθεῖ τὴ ζωή του μαζί του. Γιατί, ὡς γνωστόν, «ζωὴ ποὺ δὲν μοιράζεται εἶναι ζωὴ κλεμμένη» (Σπανουδάκης 2016).

Ὀλοκληρώνοντας, ἐπιτρέψτε μου νὰ κατακλείσω τὴν ὁμιλία μου μὲ τὴν ἀκόλουθη πρόταση. Ἡ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἔχει καθιερωθεῖ ὀρθότατα ὡς Ἑορτὴ τῶν Γραμμάτων καὶ τῆς Παιδείας, καθότι εἶναι μεγάλη ἡ συμβολή τους στὴν Ἑλληνικὴ Παιδεία. Θὰ μποροῦσαν ἐπίσης δίκαια νὰ θεωρηθοῦν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καὶ ὡς ἐμπνευστὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης καὶ τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Κι αὐτό, γιατὶ«ὁ λόγος τους ἦταν ἔμπρακτος καὶ ἡ πράξη τους ἐλλόγιμη» (ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος).

Λεπτομέρεια ἀπὸ χρυσοκέντητο Λάβαρο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν,στὴ Μεγάλη Αἴθουσα τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.

Βιβλιογραφία

                Μία ὁμιλία σὲ ἐπετειακὴ ἑορταστικὴ ἐκδήλωση, συνάγει τὰ ἀπαραίτητα ἐκεῖνα στοιχεῖα ποὺ ἀποδίδουν μία εἰκόνα διαυγῆ τοῦ ὑπὸ διαπραγμάτευση θέματος. Ἡ βιβλιογραφία ποὺ ἀκολουθεῖ ἀπαρτίζεται ἀπὸ τίτλους βιβλίων ἢ ἄρθρων ἢ παραπέμπει σὲ κείμενα ποὺ θὰ διευκολύνουν τὸν ἀναγνώστη νὰ ἐμβαθύνει περισσότερο στὴ θεματική. Ἡ ἀνωτέρω διάλεξη συνιστᾶ σύνθεση ἐρανισθεισῶν γνώσεων, οἱ ὁποῖες διαφωτίζουν πολλὲς πλευρὲς τοῦ ἀντικειμένου ποὺ ἀναπτύξαμε.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 2005, ἀφιέρωμα στὴν Ἐλεημοσύνη, ἐκδ. Ἱ. Κοινοβιακῆς Μονῆς Ξηροποτάμου, Ἅγιον Ὄρος, 64 σ.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ τοῦ Θεολόγου, Λόγος περὶ φιλοπτωχίας (σὲ μετάφραση), στὸ Φωνὴ τῶν Πατέρων, τ. Γ΄ τεῦχος 27, σ. 123-140, Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2006.  Πρόκειται γιὰ τὸν Λόγο 14 στὴν PG τόμος 35: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/grhgorios_8eologos_logoi.htm#14

———    Λόγος 43, Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον Ἐπίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας Ἐπιτάφιοςστὴν PG τόμος 35:

 http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/grhgorios_8eologos_logoi.htm#43

ΔΗΜΑΚΗ Παν. Δ., Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, Ἡ ζωή του καὶ ἡ ἐποχή του, Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Παντείου Ἀνωτάτης Σχολῆς Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν (Πρυτανεία Γεωργίου Βλάχου, 1977-1978), Ἀθήνα 1980, σ. 135-169.

ΔΙΠΤΥΧΑ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Κανονάριον – Ἐπετηρὶς 2017, ἔτος ἐνενηκοστὸν τέταρτον, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2017, 1328 σ.

ΘΕΟΔΩΡΟΥ Εὐαγγέλου Δ., Ἱστορία καὶ Θεωρία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινωνικῆς Διακονίας, Ἐκδ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1985, 328 σ.

 Θεραπείαν προσάγοντες. Εἰσαγωγὴ στὴν ποιμαντικὴ διακονία στὸν  χώρο τῆς Ὑγείας, Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ἐκδόσεις Ἁρμός, 2011. ΠαράρτημαΑ’: Προτροπαὶ Ἁγίων διὰ φιλανθρωπίαν, Γρηγορίου Θεολόγου, Μεγάλου Βασιλείου, Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Γρηγορίου ἐπισκόπου Νύσσης, Ἀγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, σ. 365-384. Παράρτημα Β’: Φιλανθρωπικὰ Ἱδρύματα «Ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ πάλαι», σ. 385-404.

ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ, ΒΥΡΩΝΟΣ ΚΑΙ ΥΜΗΤΤΟΥ, Στυλογράφημα τῆς προσωπικότητος τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν Βασιλείου, Γρηγορίου καὶ Χρυσοστόμου (30 Ἰανουαρίου), Καισαριανὴ 2019, 32 σ.

ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ἡ Λειτουργία μετὰ τὴ Λειτουργία, Νεάπολη 2016, 282 σ. (συνοδεύεται καὶ ἀπὸ DVD Τὸ Φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Μητρόπολης).

 ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Ἡ   Φιλανθρωπικὴ   Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸ ἔτος 2017, «Πρὸς τὸν ΛΑΟ», αριθ. 51, Ιούνιος 2018, 4 σ. (Το δαπανηθὲν ποσὸν ἀνῆλθε στὰ 124.594.167 Εὐρώ).

ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Β’, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος, Φιλανθρωπικό-Κοινωνικό Ἔργο (τῆς Ἐκκλησίας),περ. Ἐκκλησία, Ὀκτώβριος 2016, σ. 834-835.

ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Χρυσοστόμου, «Ὁμιλία 21 στὴν Α’ Κορ. 9», PG  τ. 61 στ. 179.

ΚΑΝΑΒΑ Ζωῆς, Ὁ Ἄϊ-Βασίλης καὶ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Εἰκονογράφηση: Χριστίνας Παπαθέου – Δουληγέρη, Σειρά: Μικρὸ Εορταστικό,  Ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2004, 27 σ.

ΛΑΦΤΣΗ Εἰρηναίου (Ἀρχιμ.), Ἡ συμβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ διαμόρφωση τῶν Νοσοκομείων καὶ τῆς Ἱατρικῆς Ἐκπαίδευσης, Ἔκδοση τοῦ Ἱδρύματος χρονίως πασχόντων ὁ «Ἅγιος Κυπριανός» τῆς Ἱ.Μ. Ἀλεξανδρουπόλεως,  Ἀλεξανδρούπολη 2008, 180 σ.

ΜΑΡΙΝΟΥ  Γιάννη, «Καὶ μὴ χειρότερα», Τὸ Βήμα Ἀνάπτυξη 25-12-2016, Β2 2.

ΜΟΝΑΧΟΥ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, Ἰησούς, ἀτενίζοντας τὸν Σωτήρα, Ἀδελφότης Θεολόγων Ἡ Ζωή, Ἀθήνα 1961, 183 σ.

ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΥ Ν. Θ., Κοινωνικὴ Διδασκαλία Ἑλλήνων Πατέρων, Κείμενα, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι, τ. Α’ 1980, τ. Β’ 1982, τ. Γ’ 1984 καὶ Ἑπτάλοφος 1988.

ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ Νικολάου Π., Ἡ Π. Διαθήκη ὡς Ἁγία Γραφή. Ὀλίγα καὶ περὶ τῆς σχέσεώς της πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸν Ἑλληνισμόν, β’ ἔκδοσις, Ἀθῆναι 2012, 48 σ. (σ. 21, 25).

ΝΕΥΡΑΚΗ Νικολάου Γ., Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, Χθὲς – Σήμερα – Αὔριο (Βιογραφίες, Διαλέξεις, Λόγοι, Ποιήματα, Σκὲτς, Ὕμνοι καὶ Ἀποσπάσματα Ἔργων τους), Ἀθήνα 1997, 94 σ. 

ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗ Σταμάτη, Ζωὴ ποὺ δὲν μοιράζεται εἶναι ζωὴ κλεμμένη. Κείμενα καὶ στίχοι. Ἐκδ. μελωδικὸ καράβι, Μάϊος 2016, 176 σ.

ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ Πέτρου Α., Κοινωνικὴ Προστασία, Κοινωνικὴ Πρόνοια: Πολιτικὲς καὶ Προγράμματα, Ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα2015, 646 σ.

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Ἀλεξάνδρου Μ., Μνήμη καὶ Λήθη στὴ Θεία Λειτουργία, Ἐκδ. Λύχνος, Ἀθήνα 1989, 132 σ.

———    Τὰ ἕξι εἴδη τῆς ἀγάπης τοῦ Εὐαγγελίου τῆς κρίσεως. Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. τ. ΛΕ΄ τιμητικὸν ἀφιέρωμα εἰς Ἰωάννην Κ. Κορναράκην καὶ Μιχαὴλ Κ. Μακράκην, Ἀθήνα 2000, σ. 267-279 (καὶ σὲ ἀνάτυπο). Γιὰ τὴν σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ παρουσίαση τοῦ κειμένου αὐτοῦ βλ. ὁμότιτλο ἄρθρο τοῦ Ἄγγελου Βαλλιανάτου Δρ. Θ., στὸ περ. «Ἐκκλησία» Ἰουλίου 2009, σ. 476-478 καὶ PPoint https://www.youtube.com/watch?v=3bMEK5Lpcyo

———    Πολιτισμὸς τῆς ἀγάπης, περ. «Ἐφημέριος», Φεβρουάριος καὶ Μάϊος 2006, σ. 15-17 καὶ σ. 17-19 ἀντίστοιχα, καθὼς καὶ στοῦ ἰδίου Ἰχνηλασίες, Εὐθύνη: Ἀναλόγιο  κστ’, Ἀθῆναι 2007, κεφ.13, σ. 74-86.

———    Ἀδελφοσύνη: Μία ταυτότητα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε,  Ὀρθόδοξη θεολογικὴ καὶ εἰκονογραφικὴ προσέγγιση, Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. τ. ΜΖ΄ (2012) σ. 149-163 καὶ σὲ ἀνάτυπο. Βλ. καὶ  http://www.diapoimansi.gr

ΧΡΗΣΤΟΥ Παναγιώτου, Ἡ κοινωνιολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἀθήνα 1951.

ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ Γεωργίου π., Θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας,  Ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, χ.χ., σ. 93-103.

VIVRE ENSEMBLE, Un défi pratique pour la théologie. Πρακτικά τοῦ 8ου Διεθνοῦς Συνεδρίου τῆς Société Internationale de Théologie Pratique (S.I.T.P.), Βυρηττός (Λίβανος) 4-9 Μαΐου 2012. Novalis (Montréal) – Lumen Vitae (Namur) 2014, 298 σ.

VIVRE ENSEMBLE, “7 milliards d’habitants” : un concours photo sur le vivre-ensemble, La Vie, no: 130, mardi 5 juin 2012. 7 δισεκατομμύρια κάτοικοι: Ἕνας φωτογραφικὸς διαγωνισμὸς μὲ θέμα: Ζώντας ὅλοι μαζί (κατὰ Μ. Βασίλειον συζῇν).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

On Key

Σχετικά άρθρα