ΔΙΑΠΟΙΜΑΝΣH

Ἡ αὐτοσχέδια προσευχή ἑνός ἡλικιωμένου δασκάλου

Γράφει ἡ Μερόπη Ν. Σπυροπούλου,

Ὁμότιμη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Στά χρόνια πού ζήσαμε στήν Ἀμερική, κάποια Χριστούγεννα, βρεθήκαμε προσκεκλημένοι στό ἑορταστικό τραπέζι πού εἶχαν ὀργανώσει τά μέλη ἑνός Συλλόγου Συνταξιούχων Ἐκπαιδευτικῶν.

Ἐπειδή τό Ἐντευκτήριό τους στεγαζόταν στήν πολυκατοικία ὅπου μέναμε κι ἐμεῖς, εἴχαμε γνωριστεῖ μέ πολλούς ἀπό τούς συμπαθεῖς αὐτούς ἡλικιωμένους γείτονες.

Πρίν ἀρχίσει τό γεῦμα, μία, σχετικά νεώτερη, δασκάλα εἶπε τήν προσευχή πού εἶχε γράψει γι᾽ αὐτήν εἰδικά τήν ἡμέρα, καί στήν ὁποία εἶχε δώσει ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν ἔννοια τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἔγνοιας γιά τόν διπλανό, πού δικαιώνουν, ὅπως εἶπε, τήν ἐνσάρκωση καί τήν Γέννηση στή γῆ τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης.

Εἶχε, ὅμως, καί μία ἰδιαίτερη ἀναφορά στή χαρά τοῦ ὅτι «παρευρίσκονταν στό γιορταστικό τους τραπέζι καί μιά ἀγαπητή οἰκογένεια ἀδελφῶν χριστιανῶν ἀπό ξένη πατρίδα».

Ὅταν ἡ προσευχή ὁλοκληρώθηκε, ἕνας πολύ σεβάσμιος κύριος ζήτησε τήν ἄδεια νά πεῖ κι αὐτός μία, «κάπως ἀσυνήθιστη», ὅπως μᾶς εἶπε, προσευχή. Τήν εἶχε αὐτοσχεδιάσει τήν προηγούμενη νύχτα, καθώς ἀναλογιζόταν ὅτι, σέ λίγες μέρες, μέ τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου, θά συμπλήρωνε ἤδη τήν ὄγδοη δεκαετία τῆς ζωῆς του.

Τό αἴτημά του ἔγινε δεκτό μέ ἐνθουσιασμό. Ὅπως καταλάβαμε, ἦταν γνωστός στήν ὁμήγυρη γιά τίς σώφρονες, ἀλλά καί χαριτωμένες σκέψεις του. Ὁ γεραρός δάσκαλος ἄρχισε χαμογελαστός, μέ σταθερή καί μειλίχια φωνή, τήν ἀσυνήθιστη προσευχή του, ἡ ὁποία ἔλεγε, περίπου τά ἑξῆς:

«Θεέ τῆς Ἀγάπης, πού σάν σήμερα γεννήθηκες στή Γῆ, ξέρω πώς μ᾽ ἀγαπᾶς, ὅπως κι ἐσύ ξέρεις καλά πώς γερνάω καί πώς, κάποια μέρα, ὄχι πολύ μακρινή, θά εἶμαι στ᾽ ἀλήθεια… γέρος.

Γι᾽ αὐτό, πολύ Σέ παρακαλῶ, Ἐσύ πού σκορπᾶς τόσο ἁπλόχερα τήν ἀγάπη Σου σ᾽ ἐμᾶς τά παιδιά Σου, ἄκουσε σήμερα τήν προσευχή μου.

Φύλαξέ με ἀπό τή θανάσιμη συνήθεια τοῦ νά πιστεύω ὅτι πρέπει νά ἔχω πάντα γνώμη γιά ὅλα καί πρέπει νά τήν ἐκφράζω δυνατά, σέ κάθε εὐκαιρία.

Ἀπάλλαξέ με ἀπό τήν ἀκαταμάχητη ἐπιθυμία μου νά βάζω σέ τάξη τίς ὑποθέσεις ὅλων τῶν γύρω μου.

Κάνε νά εἶμαι σκεπτόμενος καί σώφρων, ἀλλά ὄχι κατσούφης καί γκρινιάρης, εὐχάριστος ἀλλά ὄχι ἀνόητος.

Νά βοηθῶ μέ τήν κρίση μου, ὅταν μοῦ τό ζητοῦν, ἀλλά χωρίς νά δογματίζω. Ἔχοντας ἀποκτήσει, μέ τή Χάρη Σου Θεέ μου, τόσα ἀποθέματα σοφίας, συχνά μοῦ φαίνεται πώς εἶναι πολύ κρίμα νά τά ἀφήνω ἔτσι ἀχρησιμοποίητα.

Ἀλλά νά…, ξέρεις Θεέ μου, θά ἤθελα νά μοῦ ἀπομείνουν στό τέλος καί μερικοί φίλοι.

Κράτησε τό μυαλό μου ἐλεύθερο ἀπό τήν τάση γιά ἐπανάληψη ἀτέλειωτων καί ἀσήμαντων λεπτομερειῶν καί κάνε νά ὁλοκληρώνω τίς διηγήσεις μου, χωρίς ἄχρηστες παρενθέσεις.

Κράτησε τά χείλη μου σφραγισμένα σέ ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τούς πόνους ἀπό τά ἀρθριτικά μου, μέ τή χοληστερίνη μου, τό ζάχαρο καί τά σκαμπανεβάσματα τῆς πίεσής μου.

Αἰσθάνομαι ὅτι, μέ τά χρόνια, ὅλα αὐτά αὐξάνονται.

Ἀλλά, κάπως, σάν νά μοῦ φαίνεται πώς καί ἡ εὐχαρίστηση ἀπό τήν ἐξιστόρησή τους γίνεται κι᾽ αὐτή, μέ τά χρόνια, μεγαλύτερη καί γλυκύτερη.

Συγχρόνως, ὅμως, δῶσε μου καί τήν ὑπομονή νά ἀντέχω νά ἀκούω τίς ἀτέλειωτες σχετικές διηγήσεις τῶν ἄλλων γύρω μου.

Δέν τολμῶ, Θεέ μου, νά σοῦ ζητήσω νά βελτιωθεῖ ἡ μνήμη μου, πού γερνάει κι αὐτή μαζί μου.

Ἀλλά, τουλάχιστον, κάνε νά αὐξηθεῖ ἡ ταπεινοφροσύνη μου γιά νά ἐλέγχω τήν ἐριστική βεβαιότητα πού συχνά μέ παρασύρει στό νά ἐπιμένω, ὅταν διαπιστώνω ὅτι ἡ δική μου μνήμη συγκρούεται μέ τή μνήμη τῶν ἄλλων.

Καί, Σέ παρακαλῶ, ψιθύριζέ μου κατά καιρούς, στό αὐτί μου ὅμως, ὅτι μπορεῖ καί νά ἔχω κάνει λάθος.

Δῶσε μου, τέλος, Θεέ μου τήν εὐλογημένη ἱκανότητα νά χαίρομαι μέ τίς μικρές χαρές πού μοῦ στέλνεις. Καί νά διαπιστώνω ὅτι συμβαίνουν καί καλά πράγματα γύρω μου, σέ ἀνύποπτους τόπους καί χώρους.

Ὅπως, ἐπίσης, Σέ παρακαλώ, χάρισε στήν ὅρασή μου τήν ἐπιλεκτική ἱκανότητα νά μή βλέπει στούς ἀνθρώπους πού κυκλοφοροῦν γύρω μου ἐλαττώματα, ἀλλά νά ξεχωρίζει πολλά καί ἀπρόσμενα χαρίσματα.

Καί, πρό παντός Θεέ μου, ἀξίωσέ με νά θέλω καί νά μπορῶ, μέ τή χάρη Σου, νά τό παραδέχομαι καί νά τούς τό ἐκφράζω δυνατά.

Γιά ὅλα αὐτά, θά ἔχεις τήν δική μου ἰσόβια εὐγνωμοσύνη Χριστέ μου, Θεέ τῆς Ἀγάπης. Πιστεύω, ὅμως, πραγματικά, ὅτι θά σέ εὐχαριστοῦν καί ὅσοι συμβαίνει νά ζοῦνε γύρω μου». Εὐχαριστῶ καί Καλά Χριστούγεννα σέ ὅλους σας, εἶπε καί κάθησε.

Τό ἀκροατήριο, μέ πολλά χαμόγελα, ξέσπασε σέ χειροκροτήματα. Ὡστόσο, θυμᾶμαι καλά ὅτι εἴδαμε καί μερικά λευκά κεφάλια νά σκύβουν προβληματισμένα.

Ἔχουν περάσει χρόνια ἀπό τότε. Ὅμως, κάθε Χριστούγεννα, ὅταν καθόμαστε στό τραπέζι καί κάνουμε τήν προσευχή μας, ἀπρόσκλητες ἀλλά καλόδεχτες, ξανάρχονται στό νοῦ μας κάποιες φράσεις ἀπό ἐκείνη τήν, γεμάτη σοφία, αὐτοσχέδια προσευχή τοῦ γηραιοῦ δασκάλου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

On Key

Σχετικά άρθρα