Από πού είσαι; «Άι Βασίλη τόπο», έλεγε η γιαγιά από το Ανδρονίκι.
Φωτεινής Καϊμάκη
Φιλολόγου
Κάτω από την σκέπη του Αργαίου και συγκεκριμένα κάτω από το μικρότερο βουνό που ανήκει στο συγκρότημα του Αργαίου, το Δίδυμο, το βουνό του Αγίου Βασιλείου, στέκει το χωριό της γιαγιάς μου το Ανδρονίκι, ένα δροσερό θέρετρο με τρεχούμενα νερά και πρασινάδες, στην άκρη του λεκανοπεδίου μοιάζει σαν έπαυλη αγροτική με δενδρώνες και κήπους. Ανήκει στην περιφέρεια Καισάρειας από την οποία απέχει 11 χιλιόμετρα.
Τον χειμώνα το χιόνι που έπεφτε στο Ανδρονίκι έφτανε την καμπούρα της καμήλας, έλεγε η γιαγιά η Μέλπω. Ομαδικό πανηγύρι το φτυάρισμα του χιονιού από τα χωμάτινα δώματα. Το δώμα από λάσπη πετρωμένη πάνω από τα δοκάρια και τις πλάκες της στέγης. Υπήρχε ένας κύλινδρος με τον οποίο κυλούσαν άχυρο στο δώμα για να εξουδετερώσουν την λάσπη. Ύστερα μέσα στο ζεστό σπίτι, στο χειμωνιάτικο σαλόνι στην ΝΑ πλευρά, δίχως παράθυρα για να μην μπαίνει ο παγωμένος αέρας, με ξύλο στους τοίχους και στο πάτωμα. Η μία πλευρά είχε ντουλάπια και η άλλη ντιβάνια με χαλιά. Εξαίσια ανατολίτικα χαλιά παντού, στους τοίχους στο πάτωμα και πάνω στα γόνατά και στα πόδια για να μην παγώνουν τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες.
Το Δίδυμον όρος, το βουνό του Άη Βασίλη, όπως τό ΄λεγαν όλοι οι χριστιανοί των γύρω χωριών, οι Ανδρονικιώτες καμάρωναν ότι το βουνό είχε την καλύτερή του πλευρά στο Ανδρονίκιο με τις δυο κορφές του συμμετρικές. Σε μια απ’ αυτές υπήρχαν ερείπια πολύ παλιών εκκλησιών που αποδεικνύονταν από τις χρωματιστές ψηφίδες από τα μωσαϊκά, που τις έβρισκαν τα παιδιά και τις έλεγαν πετραδάκια του Άη Βασίλη. Η ανάβαση δεν ήταν εύκολη. Το προσκύνημα στον Άϊ Βασίλη ήταν αδύνατο τον χειμώνα. Ανέβαιναν το Μεγάλο Σάββατο και την Πεντηκοστή κουβαλώντας συσσίτιο πλιγούρι με πρόβειο κρέας (κουρμπάνι-θυσία) και πρόσφεραν ό,τι είχαν τάμα. Πέρα από τα ερείπια των εκκλησιών υπήρχε μια μεγάλη ξερή στέρνα όπου οι Τούρκοι έριχναν τον χειμώνα χιόνι, το οποίο κρυσταλλωμένο το έβαζαν σε σακιά και το κουβαλούσαν το καλοκαίρι στα χωριά. Η φέτα του χιονιού κομμένη με πριόνι ήταν το παγωτό των παιδιών.
Στις 12 Οκτωβρίου γιόρταζαν τους Αγίους Πρόβο, Τάραχο και Ανδρόνικο στην εκκλησία που υπήρχε παλαιά μικρότερη εκκλησία στο όνομα των τριών Αγίων. Με αυτή τη γιορτή φούντωνε το κρύο. Του Αγίου Νικολάου χαρακτηριστικό φαγητό ήταν το πιλάφι του Άϊ Νικόλα νηστήσιμο με πλιγούρι και ρεβίθια. Το χωριό είχε υψόμετρο 1450 μέτρα, ο χειμώνας βαρύς, καρά κις τον έλεγαν, μαύρος χειμώνας. Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν η νύχτα του βασιλικού. Γινόταν προσευχή με κλωνάρια βασιλικού που κρατούσαν οι κοπέλες και τρώγανε νηστήσιμα. Τα Χριστούγεννα λόφοι από χιόνι πέτρωναν και σκάλιζαν σκαλοπάτια με στάχτη να μη γλιστρούν. Η ευχή που έλεγαν ήταν «Χριστός ετέχθη». Το πιάτο που δεν έλειπε από το τραπέζι ήταν η ομελέτα, καϊκανάς με μέλι.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά μ’ ένα σακί στον ώμο έλεγαν τα κάλαντα από πόρτα σε πόρτα και μάζευαν ξερά φρούτα. «Άλιντος κίλιντος, το ταντούρι καίει, ο κετές ψήνεται κι απ’ αυτό μας πέφτει μερτικό. Είμαστε εμείς δούλοι του Θεού και κουρέλια των Αγίων αν μας δώσετε, τα παίρνουμε κι αν δεν μας δώσετε φεύγουμε». Ο κετές ήταν πίτα με βούτυρο σε σχήμα πρόσφορου. Τα Φώτα σε κάθε γειτονιά άναβαν φωτιά με φρύγανα και πηδούσαν πάνω από την φωτιά. Την χόβολη την μοίραζαν στα σπίτια και την έριχναν στους στάβλους και τα κοτέτσια για γονιμότητα. Τα μεσάνυχτα των Φώτων πήγαιναν στον χείμαρρο του χωριού για τον αγιασμό. Έσπαγαν τον πάγο, άνοιγαν τρύπα και με το κύπελλο έπαιρναν νερό. Κατέβαιναν όλοι σαν σε λιτανεία με φαναράκια και δοχεία αγιασμού ψάλλοντας το «Εν Ιορδάνη…».
Οι χειμωνιάτικες γιορτές έκλειναν με την Υπαπαντή που γιόρταζαν οι νοικοκυραίοι με το όνομα Συμεών.
Καλό και ευλογημένο το Νέον Έτος με υγεία, ειρήνη, χαρά και την ευλογία του Αγίου Βασιλείου!