«…Κρίσεις ἑτέρας περὶ τῶν πραγμάτων ἔχειν»
Kάποτε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θρηνώδησε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Χριστιανοὶ διδάσκουν τόσα γιὰ τὴν ἀνάσταση, μὰ ἡ σχέση τους μαζί της περιορίζεται στὰ λόγια, καθὼς οἱ πράξεις τους δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὶς πράξεις ὅσων δὲν πιστεύουν στὴν ἀνάσταση.
Πράγμα τὸ ὁποῖο παρατηροῦν καὶ ψέγουν οἱ μὴ Χριστιανοί, ποὺ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη ὀφείλει νὰ ἔχει ψηλαφητὸ ἀποτύπωμα στὸν χειροπιαστὸ βίο.
Ὀδυνηρὰ διαχρονικὸς ὁ Χρυσόστομος, οὐσιαστικὰ ἐπαναλαμβάνει τὰ βασικὰ τοῦ εὐαγγελίου. Καὶ συνοψίζει τὴν ἁπλὴ ἀλήθεια: «Οἱ πιστοὶ διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους στὸ ἑξῆς: Στὸ ὅτι ἔχουμε ἄλλον τρόπο ζυγίσματος τῶν πραγμάτων» («Τούτῳ διεστήκαμεν τῶν ἀπίστων, τῷ κρίσεις ἑτέρας περὶ τῶν πραγμάτων ἔχειν»). Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ἡ διάκριση ἡ ὁποία χρειάζεται νὰ συνοδεύει τὴν συμμετοχὴ τῶν Χριστιανῶν στὸν κοινὸ βίο, στὶς προσπάθειες, τὶς ἀγωνίες, τοὺς πόνους, τὶς διαβουλεύσεις καὶ τὶς ἀναμετρήσεις τῆς εὐρείας κοινωνίας. Νὰ συμμετέχουν, ἐμπνεόμενοι ὅμως ἀπὸ τὰ κριτήρια ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὴν ταυτότητα καὶ τὴν παρουσία τους χριστιανικές, καὶ ταυτόχρονα κρίνουν κατὰ πόσο ἡ ταυτότητα καὶ ἡ παρουσία τους εἶναι πράγματι χριστιανικές. Εἶναι ἕνα ζητούμενο τὸ ὁποῖο ἡ Σύναξη τὸ θέτει κάθε τόσο, καὶ νιώθει χρέος της νὰ συνεχίσει νὰ τὸ κάνει.
Τὰ κείμενα τοῦ τεύχους λοιπὸν προσεγγίζουν μιὰ μεγάλη ποικιλία θεμάτων (ἀπὸ θέματα τῶν ὁποίων ἡ συζήτηση ἔχει μεγάλη ἐνδοχώρα καὶ συνεχίζεται, μέχρι θέματα τὰ ὁποῖα ἔρχονται μόλις τώρα στὸ προσκήνιό μας) ἀκριβῶς ὑπὸ τὸ πρίσμα αὐτό: τῆς διάκρισης καὶ τῆς συμμετοχῆς.
Ὁ π. Βασίλειος Ἀργυριάδης ἀνιχνεύει καίριες διακρίσεις στὴν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ὁποῖο ἐγκαινιάζει μιὰ ἐκρηκτικὴ ἀνοιχτωσιὰ μέσα στὸν κόσμο. Ὁ Ἀνδρέας Βιτούλας ἐργάζεται πάνω στὴν Πατερικὴ παράδοση (εἰδικὰ τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου) καὶ διευκρινίζει ὅτι ἡ χριστιανικὴ ὀπτικὴ δὲν ἀποτελεῖ ἕναν ἀφελῆ πασιφισμό, ἀλλὰ ἄσκηση στὴν θανάτωση τοῦ θανάτου, στὸν μηδενισμὸ τοῦ μηδενός. Ὁ Θανάσης Παπαθανασίου ἐξετάζει κατὰ πόσο ἡ χριστιανικὴ φιλοξενία εἶναι κυριολεκτικὰ ἀπροϋπόθετη ἢ ἄν, ἀντιθέτως, ἔχει κριτήρια καὶ ἄρα ὅρια. Ὁ π. Ἐμμανουὴλ Κλάψης καὶ ἡ Ἀθηνᾶ Κριθαριώτη προσεγγίζουν τὸ σύνθετο ζήτημα τῆς στάσης τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στὴν θρησκευτικὴ ἑτερότητα (ὁ πρῶτος διατυπώνοντας ὅρους σὲ σχέση μὲ τὴν κοινωνία τῶν πολιτῶν, ἡ δεύτερη μελετώντας εἰδικὰ τὴν σχετικὴ συνεισφορὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας Ἀναστασίου, ἐκ τῶν πρώτων Ὀρθοδόξων ποὺ καταπιάστηκαν μὲ τὸ θέμα).
Στὴ συνέχεια ἡ Σοφία Παπασπύρου στρέφεται στὸ ἀνοιχτὸ θέμα τῆς γυναικείας παρουσίας, ἰχνηλατεῖ τὴν ὀπτικὴ τὴν ὁποία ἔφερε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν μετουσιώσει σὲ σημερινὰ αἰτήματα. Ὁ Ἡρακλῆς Καραμπάτος παρουσιάζει κριτικὰ ἕνα ρεῦμα ἐλάχιστα γνωστό: τὸν λεγόμενο «ἀντιναταλισμό», δηλαδὴ τὴν ἀρνητικὴ θέση ἀπέναντι στὴν τεκνογονία, ἀκόμα καὶ σὲ καθαυτὴ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ γῆ. Ἡ Παναγιώτα Χρυσικοπούλου ἀνοίγει κι ἄλλο τὴν περιπτωσιολογικὴ βεντάλια, σκιαγραφώντας ἕνα ἰδιότυπο ἰαπωνικὸ κίνημα, τὸ ὁποῖο ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι χριστιανικό, ἀλλὰ σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς κάθε ἔννοια Ἐκκλησίας. Τὸ ἀφιέρωμα κλείνει μὲ ἕνα κείμενο προβληματισμοῦ πάνω στὴ νέα πραγματικότητα στὴν ὁποία πλέον βρίσκονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κάθε προσανατολισμοῦ. Ἡ Ἑλένη Καραβανίδου ψηλαφεῖ τὴν ὁρμητικὴ δυναμικὴ τῆς τεχνολογίας ἡ ὁποία ἀλλάζει ριζικὰ τὸν τρόπο γραφῆς: ἀπὸ ἐκεῖνον στὸν ὁποῖο τὸ σῶμα παίζει ρόλο, σὲ αὐτὸν τῆς ψηφιακῆς πραγματικότητας ὅπου ὁ ἄνθρωπος περίπου ἀπο-σωματοποιεῖται. Μὲ περίσκεψη καὶ δίχως βιασύνη γιὰ ὁριστικὰ συμπεράσματα, ὁ προβληματισμὸς ἀποτελεῖ προσημείωση ποὺ ἀξίζει νὰ συνεχιστεῖ.
Πράγμα ποὺ οὐσιαστικὰ ἀφορᾶ κάθε ὑποενότητα τοῦ ἀφιερώματος.
Θ.Ν.Π.
Πηγή : Περιοδικό «Σύναξη»